ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δημήτρης Κωνσταντόπουλος: “Στη διάρκεια της πανδημίας οξύνθηκαν επικίνδυνα οι εκπαιδευτικές ανισότητες”
O Boυλευτής Αιτωλοακαρνανίας του Κινήματος Αλλαγής, Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, σε ομιλία του στη Βουλή άσκησε κριτική στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για την Παιδεία
Αναλυτικά η ομιλία του:
Η παιδεία είναι δημόσιο αγαθό. Η προσφορά της ποιοτικής εκπαίδευσης είναι κρίσιμη παράμετρος για την πρόοδο και την κοινωνική ευημερία της νέας γενιάς και της ελληνικής κοινωνίας. Το σημερινό νομοσχέδιο εισάγεται προς συζήτηση μετά από μακρά περίοδο προετοιμασίας.
Ένα νομοσχέδιο, για το οποίο έγιναν και στο παρελθόν προσπάθειες να κατατεθεί – η πιο πρόσφατη μάλιστα στις αρχές Ιουνίου – ωστόσο για ευνόητους λόγους οι προσπάθειες δεν καρποφόρησαν.
Εντέλει, επελέγη από το Υπουργείο Παιδείας η συγκεκριμένη χρονική στιγμή για τη συζήτησή του με κλειστά τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς -μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά- απόντες, ώστε να «περάσουν» μια σειρά άρθρων που ουσιαστικά αλλάζουν επί τα χείρω τη λειτουργία του σχολείου.
Αγαπητοί Συνάδελφοι,
Η Ν.Δ. στα δύο χρόνια διακυβέρνησής της ασκεί μια εκπαιδευτική πολιτική με εμμονές και νομοθετικές πρωτοβουλίες που έχουν προκαλέσει τριβές στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Η εξίσωση των Διπλωμάτων των Κολεγίων με τα Πτυχία των Πανεπιστημίων και των Πολυτεχνείων, η απουσία μέτρων προστασίας για μια ασφαλή φυσική λειτουργία σχολείων και πανεπιστημίων, η συρρίκνωση της Επαγγελματικής εκπαίδευσης, είναι επιλογές που ανατρέπουν βασικά στοιχεία της δημόσιας παιδείας.
Η εκπαιδευτική πολιτική της Κυβέρνησης, δεν υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες της χώρας. Δεν εκσυγχρονίζει και δεν εκδημοκρατικοποιεί τις δομές της εκπαίδευσης. Δεν προσαρμόζει το εκπαιδευτικό σύστημα στις πολλαπλές προκλήσεις των καιρών μας. Η Κυβέρνηση συνεχίζει την πολιτική των προκατόχων τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μια πολιτική που δεν δημιουργεί συνθήκες συναίνεσης στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, με συνεχή μπρος – πίσω και κυβερνητικές επιλογές που αλληλοαναιρούνται.
Απουσιάζει μια ολοκληρωμένη εθνική εκπαιδευτική πολιτική, η οποία μπορεί να διαμορφωθεί μέσα από το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας (ΕΣΥΠ).
Το ΕΣΥΠ που κατήργησε η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η σημερινή Κυβέρνηση δεν έχει κάνει τίποτα για την επανίδρυσή του.
Ταυτόχρονα, κανένα ολοκληρωμένο σχέδιο δεν έχει παρουσιάσει η Κυβέρνηση για το πώς θα γυρίσουν μαθητές και εκπαιδευτικοί στην τάξη το Σεπτέμβρη εν μέσω ενός νέου κύματος της πανδημίας που προμηνύεται.
Και εδώ να θυμίσω, ότι στα δύο χρόνια της πανδημίας, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έκανε μια απλή διαχείριση.
Δεν πήρε κανένα ουσιαστικό μέτρο για τη φυσική λειτουργία των σχολείων αλλά ούτε και για την εξ αποστάσεως εκπαίδευση.
Δεν αναγνωρίζει καν ότι υπάρχει μείζον πρόβλημα στη μόρφωση των παιδιών και των νέων.
Ωστόσο, το Μαθησιακό Κενό των μαθητών αποτελεί κρίσιμο ζήτημα.
Η επόμενη σχολική χρονιά δεν μπορεί να είναι όπως οι δύο προηγούμενες, γιατί τότε δεν θα έχουμε απλά και μόνο κενό στη μάθηση αλλά σοβαρό “Μορφωτικό και Παιδαγωγικό Έλλειμμα” με πολλαπλές επιπτώσεις στο μέλλον των νέων και στην κοινωνία.
Εν μέσω λοιπόν των συνθηκών αυτών, αγαπητοί συνάδελφοι, με το παρόν νομοσχέδιο, θα περιμέναμε ρυθμίσεις που αναβαθμίζουν πραγματικά το σχολείο και ενισχύουν τους εκπαιδευτικούς.
Αυτό που βλέπουμε ωστόσο, είναι να διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό και αυταρχικό πλαίσιο Διοίκησης της εκπαίδευσης, που παραπέμπει σε περασμένες δεκαετίες.
Αντί να δοθεί παιδαγωγική αυτονομία στο σχολείο, διαμορφώνεται ένας έντονος διοικητισμός και μια υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα πολλαπλά στρώματα των στελεχών της εκπαίδευσης, που καθιστούν το εκπαιδευτικό έργο μια ιεραρχική λειτουργία.
Κι έτσι, ενώ το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κατηγορείται ως συγκεντρωτικό σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα, γίνεται ακόμα πιο συγκεντρωτικό!
Αναιρείται η συλλογική λειτουργία του σχολείου, σε μια εποχή που τα πολλαπλά προβλήματα και οι πολλαπλές απαιτήσεις θέτουν το συνεργατικό κλίμα στην πρώτη γραμμή της εκπαιδευτικής συζήτησης.
Αίρεται ο συλλογικός ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων, που ήταν βασικό στοιχείο των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων του ΠΑΣΟΚ στον Ν.1566/1985.
Η κυβέρνηση στην πραγματικότητα, επαναφέρει το μοντέλο του σχολείου των δεκαετιών του 1970 και του Ν. 309.
Το μοναδικό που ουσιαστικά προσθέτει στο παλιό δικό της μοντέλο, είναι μια αγοραία εκδοχή του, η οποία αναιρεί βασικά στοιχεία της δημόσιας εκπαίδευσης.
Ενώ ταυτόχρονα, η απουσία εκπροσώπων των εκπαιδευτικών
από τα κάθε λογής Συμβούλια (Υπηρεσιακά και Επιλογής) υπονομεύει τις αρχές της αντικειμενικότητας, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας.
Αγαπητοί Συνάδελφοι
Το παρόν νομοσχέδιο, δεν είναι προϊόν ουσιαστικού θεσμικού διαλόγου, έτσι ώστε να διαμορφωθεί κλίμα συναίνεσης και μια μακροχρόνια συμφωνία στην άσκηση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Έχει έντονα τα διοικητικά και γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά σε βάρος της παιδαγωγικής λειτουργίας της σχολικής μονάδας. Και δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη λειτουργία της εκπαίδευσης.
Τούτο διότι:
Πρώτον, δεν προωθεί την αποκέντρωση των λειτουργιών στις 13 Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, ώστε να υπάρχει γρήγορη και αποτελεσματική διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού.
Δεύτερον, νομιμοποιεί και χρησιμοποιεί, για δεύτερη χρονιά, το καθεστώς προσλήψεων του νόμου Γαβρόγλου, που καταργεί το γραπτό διαγωνισμό ΑΣΕΠ και συντηρεί τη στρεβλή μοριοδότηση.
Τρίτον, δεν περιγράφει σύστημα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, ούτε επαναφέρει θεσμούς που καταργήθηκαν από ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το Νομοσχέδιο εισάγει λειτουργίες που πολύ φοβάμαι ότι θα δημιουργήσουν προβλήματα στην καθημερινότητα των σχολικών μονάδων, δίνοντας υπερεξουσίες στον Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας και υποβαθμίζοντας τη συλλογικότητα και τον Σύλλογο Διδασκόντων.
Ο συγκεντρωτισμός και η προσωποπαγής εξουσία του Διευθυντή στη σχολική μονάδα ενισχύονται με αρμοδιότητες για τον ορισμό μεντόρων, Συντονιστών τάξης, διδακτικού αντικειμένου αλλά και για τον ορισμό του υποδιευθυντή και τον καθορισμό των προγραμμάτων.
Ταυτόχρονα, η παιδαγωγική διάσταση της διαδικασίας μάθησης υποβαθμίζεται.
Ενισχύεται ο ανταγωνισμός με διαγωνίσματα αποτύπωσης (ΣΤ΄ Δημοτικού – Γ΄ Γυμνάσιο) χωρίς όμως ποιοτικές αλλαγές στη λειτουργία του σχολείου, αφού δεν επαναφέρεται το ολοήμερο πρόγραμμα ΕΑΕΠ και δεν καθιερώνονται όμιλοι στα Γυμνάσια.
Ο παρεμβατικός και παιδαγωγικός ρόλος του Σχολικού Συμβούλου υποβαθμίζεται και ο Σχολικός Σύμβουλος υπάγεται στον Διευθυντή Εκπαίδευσης.
Ομοίως αφαιρούνται οι παιδαγωγικές του αρμοδιότητες (όπως η έγκριση ωρολογίων προγραμμάτων σχολείων, η ενδοσχολική και διασχολική επιμόρφωση, η παρουσία στο Σχολικό Συμβούλιο κ.α.).
Τέλος, το Νομοσχέδιο δεν εξασφαλίζει τη διαφάνεια στις επιλογές των στελεχών και επαναφέρει την ανώνυμη αξιολόγηση σε ετήσια βάση, από τους υφισταμένους του αξιολογούμενου στελέχους, παρότι οι ανώνυμες αξιολογήσεις έχουν κριθεί αντισυνταγματικές από το ΣτΕ.
Ωστόσο αγαπητοί συνάδελφοι, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Νομοσχέδιο επαναφέρει κάποιες θετικές διατάξεις που θεσμοθετήθηκαν στο παρελθόν, χωρίς όμως να τις προσαρμόζει στα νέα δεδομένα.
Έτσι, εισάγεται ο θεσμός του μέντορα για τους νεοδιόριστους που προβλεπόταν στον ν. 3848/10.
Προβλέπεται επίσης το πολλαπλό βιβλίο, μέθοδος που έχει δοκιμασθεί, αλλά που πλέον έχει ξεπεραστεί από τα δεδομένα του «Ψηφιακού Σχολείου».
Ακόμη, ενώ το Νομοσχέδιο επαναφέρει τα 4 κριτήρια επιλογής στελεχών όπως προβλέπονταν στον ν. 3848/2010, δηλαδή την Επιστημονική – παιδαγωγική συγκρότηση, τη διδακτική – διοικητική εμπειρία, την αξιολόγηση και τη συνέντευξη καθώς και την πιο ορθολογική μοριοδότηση, την ίδια στιγμή κρατά τις προϋποθέσεις του νόμου 4547/18, που έχουν κριθεί ανεπαρκείς όπως πολλάκις έχω τονίσει.
Συνεπώς, ακόμα και η προσπάθεια επαναφοράς θετικών ρυθμίσεων, μένει μετέωρη.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Περνάω στο θέμα της αξιολόγησης:
Το Νομοσχέδιο περιέχει διατάξεις που προωθούν την αξιολόγηση αλλά κι αυτό το κάνουν με έναν τρόπο αποσπασματικό.
Έτσι, τίθεται ένα πλαίσιο για την περιγραφική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η οποία οδηγεί σε διαδικασία επιμόρφωσης όταν είναι αναγκαίο.
Η αξιολόγηση ωστόσο εντός της σχολικής μονάδας κα Υπουργέ, δεν μπορεί να εξαντλείται στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Χρειάζεται και αξιολόγηση των προγραμμάτων, των δομών, των στελεχών.
Χρειάζεται η διαμόρφωση μιας κουλτούρας αξιολόγησης σε όλους τους συντελεστές της εκπαίδευσης με στόχο τη βελτίωση της σχολικής λειτουργίας.
Χρειάζεται επίσης, η εφαρμογή ενός συστήματος εσωτερικής αξιολόγησης για την ενίσχυση της παρεχόμενης παιδείας.
Με τον τρόπο αυτό, η αξιολόγηση δεν καθίσταται αυτοσκοπός, αλλά πεδίο έρευνας και πρωτοβουλίας, που θα απελευθερώσει δημιουργικές εκπαιδευτικές δυνάμεις.
Άλλωστε, καμιά εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι βιώσιμη αν δεν στηρίζεται στον εκπαιδευτικό, αν δεν τον στηρίζει, αν δεν του ενισχύει την ευθύνη και την παιδαγωγική του ελευθερία και αυτονομία.
Σημαντικές επίσης οι ρυθμίσεις για τις εκκλησιαστικές ακαδημίες, που φέρνουν έναν ορθολογισμό στη λειτουργία τους και για τις οποίες αναμένουμε και την τοποθέτηση των εμπλεκόμενων φορέων.
Ολοκληρώνοντας αγαπητοί συνάδελφοι, το παρόν νομοσχέδιο, ενώ τιτλοφορείται ως μια προσπάθεια αναβάθμισης του σχολείου, καταλήγει με πολλές διατάξεις να προωθεί την γραφειοκρατία και τον διοικητισμό.
Να δημιουργεί ένα δαιδαλώδες διοικητικό σύστημα ιεραρχικών επιπέδων, χωρίς να έχει υπάρξει η κατάλληλη προετοιμασία και διαβούλευση.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι σημαντικές ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου δεν τέθηκαν ποτέ σε διαβούλευση. Όπως το άρθρο 97, για τη μεταφορά των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Διδασκόντων στον Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας σε συνεργασία με το Σύμβουλο Εκπαίδευσης. Ή όπως το άρθρο 107 όπου το Σχολικό Συμβούλιο διορίζεται από τον Δήμαρχο και οι εκπαιδευτικοί αποτελούν μειοψηφία.
Φαίνεται λοιπόν ότι πραγματοποιείται με τον τρόπο αυτό η σταδιακή μεταφορά αρμοδιοτήτων στην τοπική αυτοδιοίκηση και υλοποιούνται βαθμιαία οι προτάσεις της έκθεσης Πισσαρίδη που φτάνουν μέχρι και στην διαχείριση του εκπαιδευτικού προσωπικού από τους δήμους.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Εμείς, το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα Αλλαγής θεωρούμε ότι η Παιδεία είναι εθνική υπόθεση.
Απαιτείται κοινωνική και πολιτική συναίνεση για τη διαμόρφωση ενός μακρόπνοου εκπαιδευτικού συστήματος.
Η χρησιμοποίηση κάποιων δικών μας τίτλων θεσμών δεν σημαίνει ότι έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και το ίδιο περιεχόμενο.
Οι θέσεις μας είναι σαφείς και κατευθύνονται στην ενίσχυση του σχολείου, ώστε να διευρύνει τις μορφωτικές και πολιτιστικές δράσεις του.
Κατευθύνονται στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού για την τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας μας.
Σήμερα, η εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής δημιουργεί σοβαρά προβλήματα για τη συνέχιση των σπουδών σε μεγάλο μέρος των νέων.
Ο χάρτης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας δεν μπορεί να βασίζεται σε πολιτικές αποφάσεις. Και η πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να εφαρμόζει δύο μέτρα και δύο σταθμά στις επιλογές της.
Το σύστημα πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, που εφαρμόζεται εδώ και μισό αιώνα, έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του προ πολλού.
Οι συνεχείς αλλαγές, ουσιαστικά ποδηγετούν κάθε συζήτηση για έμφαση στο περιεχόμενο των σχολικών θεσμών.
Γι’αυτό και προτείνουμε την εφαρμογή του Εθνικού Απολυτηρίου, μέσα από την αναλυτική πρόταση που έχουμε διαμορφώσει.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για τον εξορθολογισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στην κατεύθυνση της βιώσιμης και πράσινης ανάπτυξης.
Τέλος κα Υπουργέ, προτείνουμε να ληφθούν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη φυσική λειτουργία των σχολείων από τον Σεπτέμβριο (υποχρεωτικός εμβολιασμός των εκπαιδευτικών, μείωση των μαθητών σε 15 ανά τμήμα, διαγνωστικά τεστ από τον ΕΟΔΥ, χρήση μάσκας κλπ).
Προκειμένου δε, να καλυφθεί το μαθησιακό κενό, προτείνουμε να γίνουν νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών για να αναπτυχθούν προγράμματα αντισταθμιστικής εκπαίδευσης – διαφοροποιημένα κατά περιοχή ανάλογα με τις τοπικές ιδιομορφίες.
Γιατί για εμάς, είναι θέμα πρώτης προτεραιότητας η άμβλυνση των ανισοτήτων. “Βλέπουμε” όλους τους μαθητές.
Και δε ξεχνάμε, ότι στη διάρκεια της πανδημίας οξύνθηκαν επικίνδυνα οι εκπαιδευτικές ανισότητες και προστέθηκε ένα έντονο ψηφιακό χάσμα λόγω των οικονομικών δυσκολιών των οικογενειών.