ΓΝΩΜΕΣ
“Ένα ενεργειακό “Βατερλό” και μια κοινωνία σε τεντωμένο σχοινί”
Το ημερολόγιο έγραφε 8 Φεβρουαρίου 2020 όταν από την Πτολεμαΐδα, την καρδιά της παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας τα τελευταία 60 χρόνια, ανακοινώνονταν από την κυβέρνηση η απόφαση για ταχεία απολιγνιτοποίηση της χώρας μόλις το 2023, την ίδια στιγμή που άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν ένα πιο ομαλό χρονοδιάγραμμα μετάβασης. Μέσα σε 20 μήνες εύκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ότι η πολιτική της απολιγνιτοποίησης μετατράπηκε σε ενεργειακό Βατερλό για την χώρα. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι η χώρα ήταν απροετοίμαστη τόσο για υψηλά πόσα κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για τυχόν ενεργειακή κρίση.
Αρχικώς ο καλοκαιρινός καύσωνας, ο οποίος οδήγησε σε ημερήσιο ρεκόρ κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στις 2 Αυγούστου, έφτασε την ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας σε ανώτατα επίπεδα. Όπως έχει ανακοινώσει ο ΑΔΜΗΕ ο Ιούλιος είχε 14,4% αύξηση σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2020, ενώ ο Αύγουστος παρουσίασε αύξηση 14,2% με τον αντίστοιχο του περσινού.
Παράλληλα με αυτήν την υψηλή ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια το καλοκαίρι (και με τους χειμερινούς μήνες της χώρας να ακολουθούν), προστέθηκε η ενεργειακή κρίση. Οι αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου, οδήγησαν τον λιγνίτη να είναι πλέον οικονομικότερος. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της συνέπειας των εξελίξεων αποτελεί η Γερμανία, η οποία οδηγήθηκε στον λιγνίτη, ο οποίος κατέλαβε την 1η θέση στην ηλεκτροπαραγωγή της χώρας τον Ιούλιο, για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2020.
Όλες οι προαναφερθείσες εξελίξεις είχαν σαν αποτέλεσμα την ελληνική κυβέρνηση να οδηγηθεί σε μια πολιτική “Εμπρός-Πίσω” με την “ανάσταση” λιγνιτικών μονάδων, όπως την Μεγαλόπολη 3 την οποία η ίδια είχε βάλει λουκέτο τον Μάρτιο του 2021, θέτοντάς την ξανά σε λειτουργία στις 2 Αυγούστου για εκείνο το απαιτητικό καλοκαιρινό διάστημα.
Δεν αποτελεί μυστικό πια ότι η Ελλάδα βρέθηκε εκτεθειμένη στο ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, δημιουργώντας στους πολίτες ένα αβάσταχτο οικονομικό βάρος. Το κλείσιμο μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με λιγνίτη, διαδραμάτισε έναν σημαντικό ρόλο στο να είναι η χώρα πανευρωπαϊκή πρωταθλήτρια στην αύξηση της τιμής ενέργειας στη χονδρική, μιας και πλέον το φυσικό αέριο καταλαμβάνει το 50% της ενέργειας (το Σεπτέμβριο οι μονάδες αερίου αντιπροσώπευαν το 48% του συνολικού παραγωγικού μείγματος.). Παράλληλα το μέλλον των τιμών κανένας δεν μπορεί να προβλέψει που θα κινηθεί μετά και την πώληση των μετοχών της ΔΕΗ, που είχε σαν αποτέλεσμα το Δημόσιο να χάσει τον έλεγχο της εταιρείας μετά από 71 χρόνια.
Μέσα σε όλη αυτήν την δύσκολη κατάσταση για την χώρα, Ο ΑΔΜΗΕ , σε έκτακτη μελέτη επάρκειας για τον επερχόμενο χειμώνα, τονίζει ότι η παραγωγή από όλες τις διαθέσιμες λιγνιτικές μονάδες θα είναι απαραίτητη σε συνθήκες υψηλής ζήτησης, με την ΔΕΗ να αποφασίζει το άνοιγμα των τριών λιγνιτωρυχείων της δυτικής Μακεδονίας που είχαν κλείσει. Τα μηχανήματα της ΔΕΗ, παροπλισμένα αρκετούς μήνες λόγω του πλαισίου του προγράμματος απολιγνιτοποίησης, ενεργοποιηθήκαν ξανά ώστε να επαναλειτουργήσουν τα τρία ορυχεία του Νοτίου Πεδίου του λιγνιτικού κέντρου Πτολεμαΐδας, ενώ κυκλοφορούν και σενάρια που θέλουν τόσο την Μεγαλόπολη 3 να βρίσκεται σε ετοιμότητα επαναλειτουργίας για να συμβάλει τους χειμερινούς μήνες (όπως έκανε το καλοκαίρι), αλλά και οι λιγνιτικές μονάδες 3 και 4 του ΑΗΣ Καρδιάς τις οποίες έκλεισε η κυβέρνηση στις 6 Μαΐου μετά από 47 χρόνια λειτουργίας.
Εύκολα μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει ότι τελικά δυστυχώς δικαιώθηκαν οι φωνές οι οποίες υποστήριζαν ότι η χώρα πρέπει να οδηγηθεί από την λιγνιτική εποχή στην εποχή των Α.Π.Ε, χωρίς ενδιάμεσες λύσεις που οδηγούν σε μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εξωγενείς παράγοντες.
Κατ’ εμέ, ενός ανθρώπου καταγόμενος και μεγαλωμένος στην Πτολεμαΐδα και την Κοζάνη, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλο αυτό το ενεργειακό «μπρος-πίσω» της χώρας έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο το παρών και το μέλλον των λιγνητοφόρων περιοχών, προεξάρχοντας της Δυτικής Μακεδονίας. Η αντιμετώπιση που έχει η περιοχή είναι αυτή της παράπλευρης απώλειας, αφού η προχειρότητα και η καθυστέρηση έχουν φέρει τους πολίτες σε οριακό σημείο. Το μέλλον αυτού του τόπου είναι πολύ δυσοίωνο, με τους νέους κυρίως ηλικιακά πολίτες να φεύγουν, βλέποντας ότι από την μία ο κεντρικός πυρήνας της οικονομίας της περιφέρειας, οι ηλεκτρικές μονάδες της ΔΕΗ, θα κλείσουν τα επόμενα 3 χρόνια, μειώνοντας τις θέσεις εργασίας, και από την άλλη να μην πείθονται από τα κυβερνητικά σχέδια για την περιοχή.
Βλέπουν ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ζητήματα που είναι κομβικά για το μέλλον του τόπου. Η περιφέρεια χρειάζεται τουλάχιστον για τις επόμενες 2 δεκαετίες ετήσια οικονομική ενίσχυση, ώστε η μετάβαση στην μεταλιγνιτική εποχή να είναι πραγματικά δίκαιη για τους κατοίκους των πληγμένων οικονομικά περιοχών. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα οικονομία για τις περιοχές αυτές, αν δεν αποκατασταθεί και να επαναποδωθεί η γη στους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών που πλήττονται. Και τέλος είναι κομβικό να υπάρξει μια επίσημη ανακοίνωση και κατοχύρωση ότι θα υπάρξει συνέχιση της λειτουργίας των τηλεθερμάνσεων, το οποίο αποτελεί αφενός μια οικονομική ανάσα για τους πολίτες, και αφετέρου μια περιβαλλοντικά φιλική λύση.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι πολίτες της Δυτικής Μακεδονίας πέρασαν μια οικονομική καταστροφή τα προηγούμενα έτη, καθώς σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η περιφέρεια ακολούθησε μια πορεία κατάρρευσης με το ΑΕΠ να μειώνεται στην Κοζάνη κατά 20,63% και στη Φλώρινα 19,90% την περίοδο 2015-18. Αντίστοιχα η ανεργία για την Δυτική Μακεδονία για το β’ τρίμηνο του 2021 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στο 21,6%.
Όλα αυτά έχουν οδηγήσει πολλούς κατοίκους της με βαριά καρδιά να εγκαταλείπουν τον τόπο τους, στην αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ (Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας & Καινοτομίας), εκτιμά ότι ο Νομός Κοζάνης θα παρουσιάσει στην απογραφή που θα πραγματοποιηθεί μια μείωση πληθυσμού της τάξης του 7-12% σε σχέση με το 2011.
Η εικόνα πραγματικά μοιάζει σαν ολόκληρη η περιφερειακή ενότητα να βρίσκεται σε κατάσταση ελεύθερης πτώσης, μην έχοντας αλεξίπτωτο. Σημαντικός χρόνος έχει χαθεί, και αν αυτό συνεχιστεί μπορεί να αντικρίζουμε σε λίγα χρόνια από σήμερα μια περιοχή έρημη, αναπολώντας περασμένα μεγαλεία.