ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Μπορεί η Θεσσαλονίκη να γίνει Αθήνα;
Του Νίκου Νυφούδη, π. βουλευτή Ποταμιού
Για τον μέσο Θεσσαλονικιό, οποιαδήποτε ομοιότητα με την Αθήνα είναι κατακριτέα. Προσβάλλεται ακόμα και στο άκουσμα της πρώτης σκέψης για μια ιδέα που έγινε πράξη στην Αθήνα. Η χωρίς νόημα ιστορική αντιπαλότητα των δύο πόλεων έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά στη σκέψη των κατοίκων της μίας και της άλλης πόλης που έχει υψώσει νοητό τείχος μεταξύ τους. Και είναι η Θεσσαλονίκη εκείνη που πλήττεται από ένα τέτοιο τείχος. Γιατί αδυνατεί να παρακολουθήσει και να μιμηθεί όσα συμβαίνουν στην Αθήνα. Και στην Αθήνα συμβαίνουν πολλά τα τελευταία χρόνια. Η πόλη διανύει ομολογουμένως την πιο δημιουργική περίοδο των τελευταίων τριάντα χρόνων. Δεν είναι μια απλή προσωπική εκτίμηση. Στο Λονδίνο συναντάς καθημερινά ανθρώπους που μόλις επέστρεψαν από αυτήν ή που σχεδιάζουν να την επισκεφτούν. Και που είναι εκστασιασμένοι μαζί της. Η πόλη που ασφυκτιούσε στο νέφος και στα αυτοκίνητα τη δεκαετία του ’90, η πόλη που «χωρίς ταυτότητα» μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, είναι σήμερα μια πρωτεύουσα με ρυθμό και διαφορετικότητα.
Πώς έγινε η Αθήνα «το Βερολίνο του σήμερα»; Τα δημοσιεύματα στον διεθνή τύπο αποδίδουν την αλματώδη άνοδο των προτιμήσεων για την Αθήνα στο γεγονός ότι η πόλη άφησε σε δεύτερο πλάνο τους μύθους και τα κλισέ του παρελθόντος της και άνοιξε πανιά για το μέλλον. Έφυγε από τη σκιά της Ακρόπολης, αρκετά πιο μακριά από την Αρχαία Αγορά, την Πνύκα ή την Πλάκα. Και αποκολλήθηκε από τα αρχαία γλυπτά, την κεραμική και τους Έλληνες τραγωδούς, δημιουργώντας εστίες σύγχρονης τέχνης, προβληματισμού και προσωπικής εξέλιξης. Στο ανακαινισμένο από τον Οργανισμό Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, Καπνεργοστάσιο στη Λένορμαν, στο Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου στο Φάληρο, στα νέα κρατικά κτίρια της Εθνικής Πινακοθήκης και του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην περιφέρεια του ιστορικού κέντρου. Η Αθήνα ανοίχτηκε, χωρίς να γυρίσει την πλάτη της στην περίοδο που την καθόρισε ως μια μοναδικότητα.
Θα μπορούσε η Θεσσαλονίκη να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο; Φυσικά και θα μπορούσε. Με νέους χώρους λίγο πιο μακριά από το ιστορικό κέντρο που θα φέρουν τις νέες προοπτικές όλων των τεχνών στην πόλη και που θα δώσουν αφορμές συνάντησης των κατοίκων στον δημόσιο χώρο. Οι «Μύλοι Αλλατίνη» στη διασταύρωση των οδών Σοφούλη και Γεωργίου Παπανδρέου στα ανατολικά και το «Εργοστάσιο Φιξ» στο λιμάνι θα μπορούσαν να είναι το Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν και Ίδρυμα Νιάρχου της Θεσσαλονίκης. Και φυσικά η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να τιμήσει το πιο πολύτιμο κομμάτι του παρελθόντος της: την πολυπολιτισμικότητα. Μια πόλη που υπήρξε μοναδικό «χωνευτήρι» λαών και πολιτισμών θα ήταν εκείνη που θα έπρεπε να αποτίνει φόρο τιμής σε κάθε λαό της Ευρώπης που βασανίστηκε στο πέρασμα των αιώνων. Η Πλατεία Ελευθερίας θα μπορούσε να γίνει ο τόπος-σύμβολο μιας τέτοιας ιδιότητας της Θεσσαλονίκης, να γίνει η Πλατεία Μνήμης των Λαών.
Η Αθήνα πέτυχε όταν αποφάσισε να ζήσει την πραγματικότητά της κρατώντας φυσικά άσβεστο το φλερτ με τους μύθους της. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να κάνει το ίδιο, ανασύροντας ωστόσο πρώτα τον δικό της μύθο, αυτόν της πόλης που υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών. Με άλλα λόγια, έχει να κάνει ένα βήμα παραπάνω από όσα κλήθηκε να κάνει η Αθήνα για να απογειωθεί στα μάτια του πλανήτη. Για να το πετύχει πρέπει να βγει από τα στενά όρια αφενός του κομφορμισμού της που την εγκλωβίζει σε λύσεις βιτρίνας που δεν αλλάζουν τη νοοτροπία της πόλης, αλλά μόνο την εφήμερη εικόνα της, αφετέρου του συντηρητισμού της που την κρατά δέσμια των «τζακιών» και των «επίσημων αρχών» που φωτογραφίζονται στις παρελάσεις της. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να αναπνεύσει, όπως παλιά. Και τότε δεν θα έχει να ζηλέψει τίποτα από την Αθήνα.