ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Απάντηση Χριστοδουλάκη στην κριτική της ΝΔ: “Η πολιτική της είναι κενή περιεχομένου”
Η απάντηση του καθηγητή Νίκου Χριστοδουλάκη, υπευθύνου του οικονομικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ, στην κριτική της Ν.Δ για τη φορολογία:
“Αυτή η κριτική είναι εξαιρετικά κακόβουλη, διότι η φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μονομερής και επιβαρυντική για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τελικά δεν υπηρέτησε καθόλου την ανάπτυξη.
Εμείς, έχουμε μια πολύ διαφορετική προσέγγιση. Κάθε κόμμα κάπου εστιάζει. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εστιάσει στην υπερφορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών και είδαμε τα αποτελέσματα. Η Νέα Δημοκρατία έχει εστιάσει τα τελευταία χρόνια στην υπερφορολόγηση των φτωχών νοικοκυριών, έτσι ώστε να απομυζήσει πόρους από εκεί μέσω του ΦΠΑ και να φτιάξει τα διάφορα εκλογικά επιδόματα…
Εμείς εστιάζουμε μόνο στα πολύ πλούσια στρώματα, έτσι ώστε να έχουμε μια ήπια φορολογική μεταβολή και να χρηματοδοτήσουμε μέσω αυτής κοινωνικές πολιτικές. Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας, είναι κενή περιεχομένου και κυρίως στερείται ευρείας κοινωνικής στόχευσης.
Η Νέα Δημοκρατία διατήρησε τον ΦΠΑ στο 24%, την ώρα που είχε ανέβει ο πληθωρισμός πάρα πολύ, με αποτέλεσμα μόνο το 2022 να εισπράξει παραπάνω 3 δισεκατομμύρια.
Θα μπορούσε να τον ελαφρύνει, όπως είχε γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το επίπεδο του 5% (φόρος στα μερίσματα των επιχειρηματιών) είναι απελπιστικά χαμηλό και κρύβει μια στοχευμένη πολιτική υπέρ των επιχειρήσεων και των μερισματούχων – και μάλιστα των μεγάλων μερισματούχων – διότι η δική μας η πρόταση είναι να γίνει μια κλιμακωτή φορολόγηση σε επίπεδα τα οποία είναι εύλογα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Μην ξεχνάτε ότι τον Ιανουάριο – πριν από 5 μήνες δηλαδή – είχε έρθει ο ΟΟΣΑ και συνέστησε με αυστηρότητα στην ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τη φορολογία μερισμάτων, έτσι ώστε να αυξηθούν τα έσοδα και να της μείνει δημοσιονομικός χώρος για να ελαφρύνει τη φορολογία της μεσαίας τάξης. Έχουμε το χαμηλότερο συντελεστή φορολογίας μερισμάτων μετά τη Βουλγαρία, τη Λετονία και την Εσθονία. Σε όλες τις άλλες χώρες είναι πάρα πολύ υψηλά.
Η Ιρλανδία – την οποία τόσο πολύ λατρεύουν και αγαπούν οι νεοφιλελεύθεροι – ξέρετε τί συντελεστή φορολογίας μερισμάτων έχει; 51%. Γιατί το κάνει αυτό η Ιρλανδία; Το εφαρμόζει για να μην παίρνουν πολλά μερίσματα οι μέτοχοι και να μένουν τα κέρδη μέσα στην επιχείρηση, να επενδύονται και να προάγουν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Έτσι, το μέτρο που εμείς προτείνουμε, είναι όχι μόνο ένα πιο δίκαιο μέτρο – ήπιο είναι σχετικά, μη το κάνουμε μεγάλο θέμα, 200 εκατομμύρια εκτιμούμε ότι θα βγουν παραπάνω – αλλά συντελεί επίσης στη μεγαλύτερη συσσώρευση επενδύσεων από τις οποίες πάσχουμε τόσο πολύ, γιατί ρήμαξαν και αυτές την περίοδο των μνημονίων.
Για τις γονικές παροχές: Αυτή η φορολογία είναι μια δικαιότερη ρύθμιση διότι βελτιώνει κάπως την αίσθηση ισότητας που πρέπει να επικρατήσει σε μια κοινωνία. Είναι αδιανόητο περιουσίες 4,8 εκατομμυρίων ευρώ να κληρονομούνται χωρίς να καταβάλλεται ούτε ένα ευρώ φόρος.
Εξήγησε δε, ότι οι δωρεάν γονικές παροχές μέχρι του ποσού των 800.000 ευρώ, πολλαπλασιάζονται επί έξι, διότι είναι οι δύο γονείς που μπορούν να κάνουν μεταβίβαση, είναι οι δύο παππούδες που μπορούν επίσης να κάνουν μεταβίβαση, αλλά και οι άλλοι δύο παππούδες που μπορούν να κάνουν μεταβίβαση. Άρα, έξι άτομα μπορούν να μεταβιβάσουν σε έναν τυχερό βλαστό μιας υπερπλούσιας οικογένειας 4,8 εκατομμύρια! Τί σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι η μεγάλη ανισότητα πλούτου, η οποία είναι από τις δυσμενέστερες και τις πιο δυσβάσταχτες που υπάρχουν σε μια κοινωνία, αναπαράγεται και μεταβιβάζεται στην επόμενη γενιά ‘’αφορολόγητη’’.
Για τα επόμενα χρόνια μας προειδοποιούν και η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και άλλοι οργανισμοί, ότι:
- Πρώτον, θα έχουμε χαμηλότερη ανάπτυξη απ’ ό,τι νομίζουμε, ενδεχομένως κάτω από 2% για αρκετά χρόνια.
- Δεύτερον, θα υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί που θα εμποδίζουν την άκριτη επέκταση των δαπανών του προϋπολογισμού.
- Τρίτον, η καλή μας κυβέρνηση δέχτηκε – δεν ξέρω πώς το έκανε – να παράγει πολύ ψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θέλουν φυσικά μια σφιχτή πολιτική.
Υπό την επίδραση και των τριών αυτών παραγόντων, κατά πάσα πιθανότητα η γαλαντόμα πολιτική που άσκησε με τα επιδόματα τους τελευταίους μήνες και τα τελευταία τρία χρόνια, δεν θα συνεχιστεί με συνέπεια οι ανισότητες να μην αμβλύνονται ούτε μόνιμα, αλλά ούτε και ευκαιριακά, όπως πρόχειρα έκανε μέχρι τώρα. Χρειάζονται λοιπόν μονιμότερες δράσεις.”