ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Δ.Μάντζος: “Η Περιφερειακή Ανάπτυξη δεν είναι μία χίμαιρα”
Εναρκτήριος χαιρετισμός Εκπροσώπου Τύπου ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Δημήτρη Μάντζου, στο Regional Growth Congress
Εκ μέρους του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής κ. Νίκου Ανδρουλάκη, επιτρέψτε μου κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές για την πρόσκληση σε ένα συνέδριο που τείνει να αποκτήσει πλέον χαρακτηριστικά θεσμού για την Πάτρα, τη Δυτική Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι ανειλημμένες πολιτικές υποχρεώσεις τον εμποδίζουν από την άμεση συμμετοχή του στο συνέδριο, θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι τόσο ο ίδιος ο Πρόεδρος όσο και οι βουλευτές και τα στελέχη του Κινήματός μας αποδίδουν και αποδίδουμε ιδιαίτερη με προσοχή στα στοιχεία, τα δεδομένα και ιδίως τα συμπεράσματα συνεδρίων ανάλογου βεληνεκούς με αυτό που σήμερα σηκώνει αυλαία, εδώ στον φιλόξενο και συμβολικά φορτισμένο χώρο του Πανεπιστημίου Πατρών.
Συγχαρητήρια λοιπόν ξανά σε όλους όσοι εργάστηκαν για το φετινό συνέδριο. Το οποίο, βεβαίως, όπως είναι φυσικό, πραγματοποιείται -όπως κάθε τι στη χώρα μας τις τελευταίες δέκα έξι ημέρες- στη βαριά σκιά της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη, που κόστισε τη ζωή σε 57 συνανθρώπους μας, κυρίως νέους σε ηλικία. Μιας τραγωδίας της οποίας η εις βάθος διερεύνηση ευθυνών και υπευθύνων ανάγεται σε πρόκληση για το κράτος δικαίου αλλά και την ίδια την κοινωνική μας συμβίωση, το κοινωνικό συμβόλαιο σε αυτόν τον τόπο. Η δικαιοσύνη, η ειλικρίνεια και η αλήθεια είναι οι συγκολλητικές ουσίες που κρατούν συνεκτικό το κοινωνικό σύνολο και εμπεδώνουν την εμπιστοσύνη και εν τέλει την ηθική νομιμοποίηση των οργάνων της Πολιτείας απέναντι στους πολίτες. Στους πολίτες που ζητούν απαντήσεις.
Σήμερα, σε μία ακόμη ημέρα απεργίας, κινητοποίησης και διαμαρτυρίας, η κοινωνία εκφράζει την οδύνη, τον θυμό για το τραγικό δυστύχημα και την αγωνία και την προσμονή για το συλλογικό μας μέλλον. Διότι, τελικά, το συλλογικό μας μέλλον δίνει και το μέτρο της ατομικής ευθύνης καθεμίας και καθενός από εμάς. Μια αγωνία, ένα αίτημα που συμπυκνώνεται και καταλήγει σε μία ερώτηση – θέση «σε τι χώρα θέλουμε να ζούμε;».
Είναι μια ερώτηση που, ασφαλώς, δεν μπορεί να έχει ούτε στοιχεία ευχής ούτε επιτρέπεται να θεωρείται μεταφυσική. Είναι χειροπιαστή, με υλικές διαστάσεις και απολύτως μετρήσιμη στην επιδίωξη και στην επίτευξή της. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, η ερώτηση αποκτά και στοιχεία βαθύτερα πολιτικά -με την έννοια της συμμετοχής των πολιτών σε αυτό. Κεφαλαιοποιείται και μετουσιώνεται σε αίτημα για αλλαγή. Αποφασίζουμε και αλλάζουμε.
Και αυτό το διακύβευμα είναι τελικά το κυρίαρχο στη δημόσια σφαίρα τις τελευταίες εβδομάδες. Είναι το διακύβευμα, θα τολμήσω να πω, των ερχόμενων εθνικών εκλογών, των όσων εβδομάδων μας χωρίζουν από αυτές αλλά και των πολλών μηνών που θα τις διαδεχτούν. Το διακύβευμα που διατρέχει και ορίζει κάθε συζήτηση που γίνεται για τις δημόσιες πολιτικές, σε κεντρικό και αποκεντρωμένο επίπεδο, σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, όπως και αυτή που αρχίζει σήμερα εδώ.
Κατά τη γνώμη μας, που είναι κατατεθειμένη στον δημόσιο διάλογο πολλούς μήνες πριν την τραγωδία, κάθε πολιτική δύναμη οφείλει να διατυπώσει και να εκθέσει τις δικές της θέσεις, το δικό της πρόγραμμα για το αύριο αυτού του τόπου. Και έτσι να αξιολογηθεί από τους πολίτες. Όχι για τα όμορφα συνθήματα και λόγια που χαϊδεύουν τα αυτιά, αλλά για τις προτεινόμενες λύσεις που οφείλουν να είναι ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες αλλά και τολμηρές, με στόχο την αξιοπρέπεια των πολιτών και την εθνική αυτοπεποίθηση. Τη μείωση των ανισοτήτων, την ισόρροπη ανάπτυξη με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Δικαιοσύνης οριζόντιας, διαγενεακής αλλά και περιφερειακής. Ανάπτυξης που όχι μόνο δεν θα αποκλείει, αλλά, αντιθέτως, θα περιλαμβάνει ενεργητικά κάθε καμία περιοχή της χώρας.
Η Περιφερειακή Ανάπτυξη δεν είναι μία χίμαιρα. Αρκεί να υπάρξει όραμα, μεταρρυθμιστική πνοή και ορθή στόχευση: ένα νέο αναπτυξιακό αφήγημα, όχι με έναν ή λίγους πόλους -γύρω από την Αθήνα ή γύρω από συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους, όπως ο τουρισμός- αλλά πολυπολικό. Με έμφαση στην ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική κάθε περιοχής.
Ο χώρος που έχω την τιμή να εκπροσωπώ έχει συνδεθεί ιστορικά με την αποκέντρωση και τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της αυτοδιοίκησης. Έχει άρρηκτη, γενετική σχέση με την περιφερειακή ανάπτυξη, που αποτέλεσε και αποτελεί ως σήμερα γενική αρχή σε κάθε προγραμματική μας επεξεργασία. Μάλιστα, η Δυτική Ελλάδα υπήρξε το πεδίο ειδικής πρότασής μας για αναπτυξιακό μοντέλο, με επίκεντρο την Αρχαία Ολυμπία και την παγκόσμια πολιτισμική της ακτινοβολία.
Η συζήτηση για την ανάπτυξη δεν είναι, ασφαλώς, νέα. Είναι, όμως, πάντα επίκαιρη, ειδικά σε μια χώρα που βγαίνει δειλά από τη στενωπό μιας σφοδρής κρίσης, με τον φόβο της επόμενης. Η υπερδεκεατής διαδοχή κρίσεων, αυτή η «κανονικότητα της κρίσης», τελικά, παρέχει και τα σημαντικότερα διδάγματα για τα επόμενα βήματα, «οδηγίες προς ναυτιλλομένους» για το μέλλον. Είναι αυτή ακριβώς η ιστορική εμπειρία που υποδεικνύει τις αναγκαίες μεγάλες αλλαγές.
Πρώτα απ’ όλα για το ίδιο το Κράτος. Η οριστική εγκατάλειψη συγκεντρωτικών μοντέλων εξουσίας είναι μονόδρομος. Κανένα Κράτος δεν γίνεται «επιτελικό» με τελετή ονοματοδοσίας. Αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά του στην καθημερινότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων. Με διαφάνεια και λογοδοσία στη λειτουργία του. Με σεβασμό στο κράτος δικαίου, στην ανεξαρτησία του ελέγχου, στα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας μας. Ένα αποτελεσματικό κράτος που δεν θυσιάζει τίποτα από τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του. Περιφρουρεί τις ελευθερίες και εγγυάται τη μείωση των ανισοτήτων. Ένα Κράτος που προλαμβάνει, σχεδιάζει, μεταρρυθμίζει. Δεν διαχειρίζεται ούτε αναπαράγει στρεβλές πρακτικές αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας και αδιαφάνειας.
Η ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με διάχυτη διαφάνεια και λογοδοσία, αποτελεί ένα ισχυρό, αποτελεσματικό αντίβαρο σε κάθε συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας. Ιδίως στον κρίσιμο τομέα της οικονομίας.
Φυσικά, με τα μάτια στο μέλλον, οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι η όποια ανάπτυξη δεν θα είναι για λίγους, αλλά θα αποβαίνει ωφέλιμη για όλους. Γι’ αυτό απαιτούνται ισχυρές και σταθερές δομές κοινωνικού κράτους, που θα διασφαλίζουν ότι η ανάπτυξη. Με δίκαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, ώστε να μη μείνει κανείς πίσω. Με ρύθμιση της αγοράς εργασίας, διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Εφαρμοσμένη κοινωνική συνοχή, μακριά από τα πειράματα της απόλυτης αυτορρύθμισης των αγορών, που κόστισαν στο ίδιο το οικοδόμημα της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης -όπως δείχνει η τρέχουσα κατάρρευση αμερικανικών τραπεζών και όπως απέδειξε και η υγειονομική κρίση, με την ανάγκη ενάρετης κρατικής παρέμβασης.
Κι αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα: Τι ανάπτυξη θέλουμε; Μια ανάπτυξη που θα μετράται μόνο στατιστικά σε άμεσες ξένες επενδύσεις ή θα έχει κοινωνικό αποτύπωμα; Μια ανάπτυξη που θα δημιουργεί θέσεις εργασίας, θα συμβάλλει στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, κινητοποιώντας δημιουργικές δυνάμεις. Όχι επενδύσεις αντιπαραγωγικές -σε χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων- project κερδοσκοπικού οπορτουνισμού, με μεγάλο περιθώριο κέρδους και μηδενικό προϊόν για τη χώρα. Όχι μόνο επενδύσεις σε ακίνητα που εξ αιτίας του ρυθμιστικού κενού προκαλούν στρέβλωση στις τιμές της αγοράς. Επενδύσεις που όχι μόνο δεν αφήνουν προστιθέμενη αξία, αλλά νοθεύουν τον ανταγωνισμό και συμβάλλουν σε αυτό που ονομάζεται «αφελληνισμός» της οικονομίας -κίνδυνος που έχει εντοπισθεί και αντιμετωπίζεται ήδη και σε άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία.
Θέλουμε, λοιπόν, επενδύσεις ξένες και εγχώριες, με παραγωγικό πρόσημο και περιεχόμενο. Θέλουμε μια ανάπτυξη συμπεριληπτική. Που θα συνταιριάζει την επενδυτική πρωτοβουλία, την καινοτομία, την έρευνα, με την κοινωνική δικαιοσύνη, την εργασιακή ασφάλεια, την προοπτική των νέων.
Και εδώ αναδεικνύεται κρίσιμος ο ρόλος της υγιούς εγχώριας επιχειρηματικότητας αλλά και των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Που, σε πείσμα πολλών, διατηρεί τη σπουδαιότητα και την εξωστρέφειά του. Και αποδεικνύει ότι μπορεί να συμβάλλει ενεργά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου επιστημονικού δυναμικού και στην ανάπτυξη συνεργειών και συστάδων νεοφυών επιχειρήσεων.
Οφείλουμε να προχωρήσουμε στην ενίσχυση της κρατικής χρηματοδότησης στο εκπαιδευτικό σύστημα. Και φυσικά στην έμπρακτη στήριξη της νέας γενιάς, με αναβάθμιση της πανεπιστημιακής στέγασης και με προγράμματα κοινωνικής κατοικίας, στα πρότυπα άλλων κρατών.
Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για να έχουμε περιφερειακή ανάπτυξη πρέπει πρώτα να έχουμε και περιφέρειες που προσφέρουν στους κατοίκους τους συνθήκες αξιοπρέπειας και ασφάλειας. Στις δημόσιες υποδομές, στην υγεία, την κοινωνική αλληλεγγύη. Η τραγική υστέρηση στις μεταφορές, τα διαρκώς εντεινόμενα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, στο σύνολο της χώρας, οι υψηλοί ρυθμοί ανεργίας σε περιοχές της χώρας και εν τέλει η δημογραφική αφαίμαξη ολόκληρων περιφερειών δείχνουν πως έχουμε πολλά ακόμη βήματα να διατρέξουμε.
Στο δρόμο προς εκεί, η Ελλάδα καλείται να αξιοποιήσει στο έπακρο τους διαθέσιμους εθνικούς -και κυρίως- ευρωπαϊκούς πόρους. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δεν αποτελεί μόνο μια ιστορικών διαστάσεων κατάκτηση της ΕΕ, αλλά και μια σπάνια αναπτυξιακή ευκαιρία για την πατρίδα μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να το εκμεταλλευτούμε, με γνώση, σχέδιο και στα πρότυπα βέλτιστων πρακτικών άλλων κρατών – μελών, που έχουν πολύ αυξημένο κοινωνικό προϋπολογισμό σε σχέση με την Ελλάδα.
Έτσι μπορούμε να μιλάμε και κυρίως να δουλεύουμε προς την κατεύθυνση μιας ισόρροπης, βιώσιμης, εξωστρεφούς και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης, με περισσότερους πόλους σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Σε ένα αναπτυξιακό αφήγημα ενιαίο στη σύλληψη και φιλοσοφία, αλλά πολυποίκιλο στην εφαρμογή και το ανά την Ελλάδα παραγόμενο προϊόν: ψηφιακός μετασχηματισμός, ενεργειακά δίκτυα, διασύνδεση αγροτικού τομέα με τουρισμό, προϊόντα Made in Greece, με ανταγωνιστική διεθνή αξία.
Γιατί, τελικά, αυτό σημαίνει «Περιφερειακή Ανάπτυξη»: ανάπτυξη των Περιφερειών, ως οργανικών πολιτικών και οικονομικών μονάδων. Αλλά κυρίως η ανάπτυξη στις Περιφέρειες: των δημιουργικών και εξωστρεφών δυνάμεων που επιμένουν και ευημερούν στον τόπο τους, απ’ άκρη σε άκρη της εδαφικής επικράτειας της χώρας. Αυτή είναι, αναμφίβολα, μια εθνική προσπάθεια, από την οποία κανείς πολιτικός φορέας, κανείς ενεργός πολίτης, δεν δικαιούται να μείνει έξω και μακριά.
Με αυτές τις σύντομες, αλλά ελπίζω περιεκτικές εναρκτήριες παρατηρήσεις, σε επίπεδο πολιτικής αρχιτεκτονικής, θα ήθελα να ευχαριστήσω για μία ακόμη φορά για την πρόσκληση και να ευχηθώ κάθε επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου σας. Είναι βέβαιο ότι το πλήθος, το εύρος πεδίου και το κύρος των προσκεκλημένων ομιλητών δημιουργεί τις συνθήκες αλλά και τις προσδοκίες για παραγωγικές συζητήσεις και συμπεράσματα, που αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.