ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γιώργος Αρβανιτίδης: «Προσχέδιο προϋπολογισμού εκτός ενεργειακής πραγματικότητας»
Ο Γιώργος Αρβανιτίδης, βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης και αρμόδιος Τομεάρχης Ενέργειας και Περιβάλλοντος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, μίλησε ως ειδικός εισηγητής στην επιτροπή Οικονομικών για το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2023.
Ο κ. Αρβανιτίδης ξεκίνησε την ομιλία του επισημαίνοντας ότι ο Πληθωρισμός και η Ενεργειακή ακρίβεια δεν αποδείχθηκαν παρωδικά φαινόμενα, όπως χαρακτηριστικά τα …ξόρκιζε η Κυβέρνηση στο περσινό προσχέδιο του Προϋπολογισμού και ο δημόσιος διάλογος για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, θα πρέπει να διεξάγεται με σωστά στοιχεία και χωρίς να μένουν ψευδείς εντυπώσεις για επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής κάλεσε τον Υπουργό να ενημερώσει τους πολίτες για το πόσα χρήματα δίνονται τελικά για τις ενεργειακές επιδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Παρά την υπέρβαση του στόχου των εσόδων που σημειώθηκε την περίοδο Ιανουάριος- Σεπτέμβριος του 2022, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι:
1.Οφείλεται σε καθαρά ταμειακούς λόγους.
2.Η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει όρια, τα οποία διαρκώς και στενεύουν.
3.Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ σχεδόν το 15% των ελληνικών νοικοκυριών αντιμετωπίζει προβλήματα υλικών στερήσεων.
4.Οι προοπτικές ανάπτυξης δεν είναι καθόλου αισιόδοξες, ενώ
5.Υπάρχουν πολλές εκκρεμείς επιστροφές φόρων.
Ο Γιώργος Αρβανιτίδης συνέχισε την ομιλία του τονίζοντας τον αδιαφανή τρόπο παρουσίασης των δαπανών του νέου Προϋπολογισμού, όπου δεν διακρίνονται τα έσοδα και οι δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού από τα έσοδα και τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. “Υπάρχουν δύο πολύ μεγάλες συγκεντρωτικές δαπάνες με απροσδιόριστο περιεχόμενο και τιτλοφορούνται ως: «Μεταβιβάσεις» (31.433 εκ. ευρώ) και «Πιστώσεις υπό Κατανομή» (15.110 εκ. ευρώ), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 67% των συνολικών δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού 2023 (69.411 εκ. ευρώ), για τις οποίες ΔΕΝ υπάρχει ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΑΝΑΛΥΣΗ”, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο βουλευτής.
Η αύξηση του απόλυτου μεγέθους του δημόσιου χρέους την τριετία 2020 – 2022 πάνω από 27 δισ. Ευρώ, αλλά και η κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού τους τελευταίους μήνες, – όπως αυτή αποτυπώνεται στον εξαπλασιασμό της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου – υπενθυμίζουν στους Έλληνες ότι ο εφιάλτης του δημόσιου χρέους είναι ακόμη εδώ και απειλεί να συνθλίψει εκ νέου οικονομία και κοινωνία.
Η χώρα δεν έχει ανακτήσει ακόμη πλήρως την αξιοπιστία της και η Κυβέρνηση δείχνει ότι δεν αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα της κατάστασης. Και μπορεί σύμφωνα με το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2023 η χώρα να διαθέτει σήμερα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Το περίφημο «ΜΑΞΙΛΑΡΙ-ΑΠΟΘΕΜΑ». Αλλά αυτό το απόθεμα χτίστηκε για ώρα ανάγκης. Δεν χτίστηκε από τα ακραία ελλείμματα της δημοσιονομικής διαχείρισης της Κυβέρνησης, αλλά με δανεικά και με θυσίες του ελληνικού λαού. Το πρόβλημα υπερχρέωσης της χώρας δεν λύνεται με αλόγιστα και ανεύθυνα ελλείμματα. Ούτε με ευχάριστες προβλέψεις, μακαρίζοντας την τύχη μας λόγω διψήφιου πληθωρισμού.
Ο Γιώργος Αρβανιτίδης έκλεισε την ομιλία του τονίζοντας: “Όπως δεν μας έπειθαν οι περσινές διαβεβαιώσεις της Κυβέρνησης για την παροδικότητα του Πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα, όπως δεν μας έπειθαν οι προβλέψεις της για την παροδικότητα της ενεργειακής ακρίβειας, έτσι και φέτος δεν μας πείθει ο οικονομικός σχεδιασμός της για το 2023. Ιδίως όταν προβλέπει ένα μικρό αποθεματικό για την ενεργειακή κρίση της τάξεως του 1 δις μόνο, την στιγμή που κάθε μήνα δίνει περίπου 500 εκ σε ενεργειακές επιδοτήσεις, κάτι που επισημαίνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σε γνώμη του για το προσχέδιο. Και για αυτό λέω ότι είναι ένα Προσχέδιο Προϋπολογισμού εκτός ενεργειακής πραγματικότητας και εκτιμώ ότι αυτή και αρκετές άλλες από τις παραδοχές του Προσχεδίου θα χρειαστεί να τις αναθεωρήσετε μέχρι το τελικό σχέδιο του Προϋπολογισμού κ. Υπουργέ. Δεν μας πείθει όμως πρωτίστως η Κυβέρνηση γιατί όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας παραμένει εξαιρετικά στρεβλό. Παρά τους πανηγυρισμούς της για τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2022 και του 2023. Αφού η ανάπτυξη του 2022 στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο υψηλό έλλειμμα του 2022 (-4,0%). Κάτι παρόμοιο θα δούμε και το 2023. Αυτό που σίγουρα δεν θα δούμε, με την παρούσα Κυβέρνηση, είναι ένα νέο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο που έχει ανάγκη η χώρα.”