ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γιώργος Καμίνης: «Το νέο ρεκόρ μετακλητών δεν μας πείθει για τις αγαθές προθέσεις της Κυβέρνησης»
Σημεία ομιλίας βουλευτή Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής Γιώργου Καμίνη στη συζήτηση, στην Ολομέλεια της Βουλής, του νομοσχεδίου του Υπουργείου Εσωτερικών για την αξιολόγηση στο Δημόσιο
Για τους μετακλητούς υπαλλήλους και την έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης
– H κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Επιτροπής GRECO του Συμβουλίου της Ευρώπης για το καθεστώς των μετακλητών υπαλλήλων.
– Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της απογραφής για τον μήνα Απρίλιο του 2022, το σύνολο των μετακλητών υπαλλήλων σημείωσε νέο ρεκόρ, φτάνοντας στους 3.245, από 3.141 τον Ιούνιο του 2021. Μία κυβέρνηση που στελεχώνεται με μετακλητούς σε τέτοια έκταση και σε όλες τις βαθμίδες της είναι δύσκολο να μας πείσει για τις αγαθές της προθέσεις.
Για την αξιολόγηση
– Η κυβέρνηση φέρνει ένα σύστημα αξιολόγησης προς το τέλος της θητείας της, τη στιγμή που σύμφωνα με τον κ. Βορίδη το 97,61% των υπαλλήλων έχει αξιολογηθεί ως επαρκής, πολύ επαρκής και άριστος υπάλληλος.
– Το σύστημα αξιολόγησης στο Δημόσιο βασίζεται στην δυαδική, εσωτερική και ιεραρχική σχέση μεταξύ «προϊσταμένου-υφισταμένου». Αν δεν αποσπάσουμε την αξιολόγηση από αυτή τη δυαδική σχέση υφισταμένου-προϊσταμένου, σχέση άκρως ιεραρχική και εσωστρεφή, τότε οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης και να εφαρμοστεί, ποιοτικό, ποσοτικό, με λίγα ή πολλά κριτήρια, είναι καταδικασμένο να αποτύχει στην πράξη.
– Για τον λόγο αυτό, προσυπογράφω την πρόταση που κατέθεσε στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και στη συνέχεια στην Ολομέλεια ο εισηγητής μας Χάρης Καστανίδης για τη σύσταση ενός ειδικού σώματος αξιολογητών. Ας μου επιτρέψει την πρόταση αυτή να την πάω ένα βήμα παρακάτω: Το ειδικό σώμα αξιολογητών να αποτελείται από άτομα τα οποία θα έχουν τύχει προηγούμενης εκπαίδευσης ή και επιμόρφωσης από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης.
– Δεν επιτρέπεται η εσωτερική αξιολόγηση να είναι το κυρίαρχο σύστημα αξιολόγησης.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία:
Προτού αναφερθώ στα θέματα της αξιολόγησης μία παρατήρηση για τις συστάσεις της GRECO για το καθεστώς των μετακλητών υπαλλήλων στη χώρα μας. Ο νόμος για το επιτελικό κράτος που όριζε το καθεστώς των μετακλητών μπήκε στο στόχαστρο αυτής της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έχει αρμοδιότητα την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η κυβέρνηση για να αποφύγει μια νέα αρνητική αξιολόγηση στην ετήσια έκθεση της GRECO θέσπισε τις διατάξεις των άρθρων 36 έως 38. Δηλαδή, η κυβέρνηση συμμορφώνεται με τις συστάσεις της GRECO για το καθεστώς των μετακλητών υπαλλήλων, δεν ενσωματώνει απλώς κάποιες παρατηρήσεις. Αυτό για να ξέρουμε τι λέμε. Είναι επαινετή η πρωτοβουλία αλλά πρόκειται για πολύ σοβαρές παρατηρήσεις με τις οποίες τελικά η κυβέρνηση αναγκάστηκε να συμμορφωθεί.
Το Υπουργείο Εσωτερικών φέρνει ένα σύστημα αξιολόγησης στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης. Κι αυτό σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα το σύστημα αυτό θα παραμείνει ανεφάρμοστο, αφού σύμφωνα με το άρθρο 53 η ισχύς των άρθρων που αφορούν την αξιολόγηση τοποθετείται την 1.1.2023.
Προσπαθώντας να καταλάβω τη σκοπιμότητα της θέσπισης ενός νέου συστήματος αξιολόγησης, άκουσα στις συνεδριάσεις της Επιτροπής τον κ. Υπουργό να μας ενημερώνει ότι το 97,61% των υπαλλήλων έχει αξιολογηθεί ως επαρκής, πολύ επαρκής και άριστος υπάλληλος.
Όμως το Υπουργείο δεν αναρωτήθηκε επί της ουσίας γιατί συμβαίνει αυτό. Και πιστεύω ότι συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι το σύστημα αξιολόγησης στο Δημόσιο βασίζεται στην δυαδική, εσωτερική και ιεραρχική σχέση μεταξύ «προϊσταμένου-υφισταμένου», ατόμων δηλαδή, τα οποία εργάζονται, συνυπάρχουν στην ίδια υπηρεσία και συχνωτίζονται διαρκώς.
Το φαινόμενο της υψηλής βαθμολόγησης μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων δεν βασίζεται μόνο στους δεσμούς μιας κακώς εννοούμενης «συναδελφικής αλληλεγγύης», μεταξύ των υπαλλήλων, διότι η καθημερινότητα μίας δημόσιας υπηρεσίας δημιουργεί μία διοικητική κουλτούρα που εξ αρχής στιγματίζει την αξιολόγηση, την επιβαρύνει με καχυποψία, απόρροια ενός καθεστώτος έλλειψης εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της Δημόσιας Διοίκησης.
Αν δεν αποσπάσουμε την αξιολόγηση από αυτή η δυαδική σχέση υφισταμένου-προϊσταμένου που είναι άκρως ιεραρχική και εσωστρεφής, τότε οποιοδήποτε σύστημα αξιολόγησης και να εφαρμοστεί, ποιοτικό, ποσοτικό, με λίγα ή πολλά κριτήρια, είναι καταδικασμένο να αποτύχει στην πράξη. Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να το αποσπάσουμε πλήρως, αλλά η αξιολόγηση μέσα στη σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου μπορεί να είναι απλώς μια από τις περισσότερες αξιολογήσεις.
Επί της ουσίας η φιλοσοφία του ν. 4369/2016 διατηρείται και εδώ, απλά το πρόσωπο του αξιολογητή δεν είναι δύο ιεραρχικά προϊστάμενοι, δεν είναι δύο οι αξιολογητές, αλλά ο άμεσα ιεραρχικά προϊστάμενος του αξιολογούμενου. Το μόνο που αλλάζει είναι ότι η ποσοτική κλίμακα γίνεται ποιοτική. Και επιπλέον για τον προϊστάμενο που συγκεντρώνει χαμηλή βαθμολογία, συντρέχει εξαιρετικά σοβαρός λόγος απαλλαγής από τα καθήκοντά του.
Την ίδια ώρα, για τον απλό υπάλληλο δεν είναι σαφές το καθεστώς αξιολόγησης, αφού δεν προσδιορίζονται ειδικά ούτε τα κριτήρια αξιολόγησης, ούτε η βαθμολόγησή τους, ούτε τέλος ποια είναι η ακριβής επίπτωσή τους στην υπηρεσιακή εξέλιξη του δημοσίου υπαλλήλου. Παρά μόνο ότι πρέπει υποχρεωτικά να επιλεγούν τρεις δεξιότητες προς ανάπτυξη.
Για τους λόγους αυτούς και προσυπογράφω την πρόταση που κατέθεσε στις συνεδριάσεις της Επιτροπής και στη συνέχεια στην Ολομέλεια ο εισηγητής μας Χάρης Καστανίδης για τη σύσταση ενός ειδικού σώματος αξιολογητών, μιας εξωτερικής δηλαδή αξιολόγησης η οποία θα είναι αποκλειστικά επιφορτισμένη με το έργο αυτό και ακριβώς ως εξωτερική θα βρίσκεται εκτός της υπηρεσιακής δομής.
Αν μπορεί, το επαναλαμβάνω, μια τέτοια αξιολόγηση να συνδυαστεί με χαμηλότερους συντελεστές όμως και με μια εσωτερική αξιολόγηση, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα. Αλλά δεν επιτρέπεται η εσωτερική αξιολόγηση -για τους λόγους που είπα- να είναι το κυρίαρχο σύστημα αξιολόγησης.
Ας μου επιτρέψει την πρόταση αυτή να την πάω ένα βήμα παρακάτω: Το ειδικό σώμα αξιολογητών να αποτελείται από άτομα τα οποία θα έχουν τύχει προηγούμενης εκπαίδευσης ή και επιμόρφωσης από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης.
Θα λαμβάνουν την αναγκαία πιστοποίηση και θα διεξάγουν την προγραμματισμένη αξιολόγηση σε συνεργασία με τις αξιολογούμενες υπηρεσίες και το ΑΣΕΠ. Θα επικουρούν τον υπηρεσιακό Γραμματέα κάθε υπουργείου, έναν θεσμό που μετ’ επαίνων καθιερώσατε με το νόμο για το επιτελικό κράτος, τον οποίο όμως αφήνετε εντελώς αναξιοποίητο στο νέο σύστημα που εισηγείστε. Όπως επίσης έχετε αφήσει αναξιοποίητα τα συμβόλαια απόδοσης που προβλέπονται στο άρθρο 43 μεταξύ Γενικού και Ειδικού Γραμματέα και Υπουργού.
Ομολογώ ότι αδυνατώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να εμπιστευόμαστε αξιολόγηση σε ένα αμιγώς πολιτικό πρόσωπο όπως είναι ο Υπουργός. Ένας υπουργός μάλιστα, που μπορεί να είναι χθεσινός στο Υπουργείο. Πώς θα αξιολογεί ο Υπουργός κύριε Υπουργέ; Αυτό το πρόβλημα πώς θα το λύσετε;
Επιπλέον διαιωνίζετε μία ρύθμιση που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ του ν. 4369/2016, και με βάση αυτή στην έννοια του προϊσταμένου περιλαμβάνονται και όσοι μετακλητοί ή οι υπάλληλοι με θητεία κατέχουν θέση που να βρίσκεται στην κορυφή της οικείας οργανικής μονάδας. Με άλλα λόγια ένας μετακλητός προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου λόγου χάρη, θα εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να αξιολογεί τον μόνιμο δημόσιο υπάλληλο που είναι υφιστάμενός του. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μετακλητούς υπαλλήλους, οι οποίοι ως επί το πλείστον καλούνται να παράξουν κάποιες εργασίες λόγω των ειδικών γνώσεών τους. Στην πραγματικότητα δεν έχουν ιδέα από το τι σημαίνει Δημόσια Διοίκηση. Έρχονται και παρέρχονται. Αποστολή τους είναι ακριβώς να παραμένουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Είναι πρόσωπα που διορίζονται με πολιτικά κριτήρια και αναγκαστικά πολιτική θα είναι και η αξιολόγησή τους.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της απογραφής για τον μήνα Απρίλιο του 2022, το σύνολο των μετακλητών υπαλλήλων σημείωσε νέο ρεκόρ, φτάνοντας στους 3.245, από 3.141 τον Ιούνιο του 2021.
Μία κυβέρνηση που στελεχώνεται με μετακλητούς σε τέτοια έκταση και σε όλες της τις βαθμίδες είναι δύσκολο να μας πείσει για τις αγαθές της προθέσεις. Όπως είναι δύσκολο να πείσει ότι προωθεί αποφασιστικά την προαγωγή των προϊσταμένων με τη διαδικασία των υπηρεσιακών κρίσεων και όχι των αναθέσεων.