ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΣΕΒΕΕ: Ο τεκμαρτός τρόπος υπολογισμού των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών αποτελεί μέτρο εισπρακτικού χαρακτήρα, σε μια περίοδο που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται
Όπως τονίζει η ΓΣΕΒΕΕ “η συζήτηση και επεξεργασία του νομοσχέδιου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών αποτελεί ακόμα ένα νομοσχέδιο που η εξέταση και επεξεργασία του στο πλαίσιο της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής συντελείται εντός ασφυκτικού χρονοδιαγράμματος γεγονός που ελάχιστα περιθώρια αφήνει για σημαντικές τροποποιήσεις ή και προσθήκες. Πλείστες φορές έχουμε επισημάνει ότι η επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση των νομοθετημάτων με διαδικασίες fast-track δεν ενισχύουν τους θεσμούς και τη δημοκρατία μας και δεν βοηθούν στην ανάδειξη των όποιων αδυναμιών μπορεί να εμπεριέχει ένα σχέδιο νόμου. Περαιτέρω και ο χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης είναι περιορισμένος λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι να αναρτηθεί έκαστο νομοσχέδιο στην ιστοσελίδα της δημόσιας διαβούλευσης έχει αξιοποιηθεί υπερ-πολλαπλάσιος χρόνος για την επεξεργασία του από τη μεριά της κυβέρνησης, διαδικασία στην οποία δυστυχώς δεν συμμετέχουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς ή όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς. Τα προαναφερόμενα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως στοιχεία καλής νομοθέτησης ενώ αποτελούν βασικούς λόγους όπου ένα πολύ μεγάλο μέρος νομοθετικών ρυθμίσεων τελικά δεν εφαρμόζονται, συνήθως γιατί ξεπερνούν τα όρια και τις δυνατότητες των υποκείμενων εφαρμογής».
Όσον αφορά το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, αποτελείται από έξι μέρη και συνολικά 49 άρθρα που με βάση τον τίτλο του νομοσχέδιου σχετίζονται με ρυθμίσεις για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις τις ΓΣΕΒΕΕ το ζήτημα της φοροδιαφυγής αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα. Ποτέ, όμως, η Πολιτεία δεν έχει προβεί σε ένα διευρυμένο και εξαντλητικό διάλογο να διαπιστώσει όλες τις διαστάσεις του προβλήματος, τις προεκτάσεις του και τα αίτια με στόχο την εφαρμογή πολιτικών που πράγματι να το περιορίζουν και παράλληλα να χαρακτηρίζονται και από το στοιχείο της δικαιοσύνης. Τις περισσότερες φορές που η Πολιτεία αποφασίζει να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής υιοθετεί πολιτικές μονοδιάστατες και μυωπικές οι οποίες κυρίως εντάσσονται στο πλαίσιο μιας καθαρά εισπρακτικής λογικής. Με άλλα λόγια η Πολιτεία αποδέχεται σιωπηρά ότι δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή σε όλες τις εκφάνσεις της και επιλέγει έμμεσες και οριζόντιες πρακτικές φορολόγησης που τις εφαρμόζει σχεδόν πάντα στις ίδιες κοινωνικές ομάδες οι οποίες σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι και οι πιο αδύναμες. Ο τεκμαρτός τρόπος υπολογισμού των εισοδημάτων των ελεύθερων επαγγελματιών όπως αυτός καθορίζεται με τα άρθρα 12 ,13 και 15 έως 20 του νομοσχεδίου αποτελούν ρυθμίσεις καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα, σε μια περίοδο μάλιστα που τα δημόσια έσοδα αυξάνονται. Η εισπρακτική τους διάσταση προκύπτει από τη μεριά των εσόδων ως ένας τρόπος αντικατάστασης του τέλους επιτηδεύματος, ενώ από την μεριά των δαπανών ως ένας τρόπος περιορισμού τους αφού με την τεχνητή αύξηση των εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων μειώνονται δυνητικά οι δικαιούχοι προνοιακών επιδομάτων. Οι στοιχειώδεις υπολογισμοί πού έχουν γίνει για το αποτέλεσμα των σχετικών ρυθμίσεων στα έσοδα και τις δαπάνες Κράτους αποτελούν ακόμα ένα τεκμήριο της εισπρακτικής λογικής του μέτρου, δεδομένου ότι καμία άλλη επίπτωση από την ενδεχόμενη εφαρμογή τους δεν έχει ληφθεί υπόψη. Περαιτέρω, η εισπρακτική λογική των εν λόγω ρυθμίσεων προκύπτει και από το γεγονός ότι το τέλος επιτηδεύματος μειώνεται κατά 50% μόνο για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που εμπίπτουν στο τεκμαρτό σύστημα φορολόγησης.
“Επί της αρχής η ΓΣΕΒΕΕ δεν μπορεί να συμφωνήσει με κανένα σύστημα τεκμαρτού (υποθετικού) υπολογισμού των εισοδημάτων ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας και ως εκ τούτου εμπεριέχουν ρίσκο και έντονη μεταβλητότητα και αβεβαιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε και με οποιονδήποτε οριζόντιο κεφαλικό φόρο όπως το τέλος επιτηδεύματος, γι’ αυτό και επανειλημμένως ζητάμε την κατάργηση του. Άλλωστε σε ποια άλλη ευνομούμενη χώρα οι επιχειρηματίες πρέπει να καταβάλουν «τέλος» για το δικαίωμα να ασκούν τη δραστηριότητά τους”.
Η επιχειρηματολογία περί περιορισμού της φοροδιαφυγής επισημαίνει η ΓΣΕΒΕΕ είναι έωλη για μια σειρά από λόγους και δεν θα λύσει το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, τουναντίον δημιουργεί προϋποθέσεις για την διαιώνιση και διεύρυνση του.
Πέραν των ασαφειών που υπάρχουν σε κάποια από τα άρθρα που αφορούν το νέο σύστημα τεκμαρτής φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών επισημαίνουμε ως σημαντικά σημεία κριτικής τα εξής:
· Το εισόδημα (κέρδος) από επιχειρηματική δραστηριότητα ή το ελεύθερο επάγγελμα δεν είναι ορθολογικό να συνδέεται με το εισόδημα των μισθωτών διότι δεν είναι σταθερό και προκαθορισμένο.
· Οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν έχουν αφορολόγητο όριο παρόλο που στη πλειονότητα των κρατών – μελών της ΕΕ ισχύει το αφορολόγητο όπως και στους μισθωτούς (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Εσθονία, Ισπανία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία, Φινλανδία)
· Ο υπολογισμός με βάση τον μικτό ετήσιο κατώτατο μισθό έτσι όπως εισάγεται στο νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνει τις ασφαλιστικές εισφορές (δεν είναι το καθαρό φορολογητέο ποσό δηλαδή) ενώ υπολογίζεται επί 14 μήνης βάσης (δηλαδή μαζί με τα δώρα και επιδόματα). Σημειώνουμε ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες καταβάλουν και αυτοί ασφαλιστικές εισφορές οι οποίες εκπίπτουν και ορθά από το φορολογητέο εισόδημά τους και επιπλέον δεν έχουν δώρα ούτε επιδόματα όπως οι μισθωτοί. Περαιτέρω, η σύνδεση του τεκμαρτού με τον κατώτατο μισθό αλλά και τον μισθό των εργαζομένων για όσες επιχειρήσεις απασχολούν προσωπικό ενδέχεται να οδηγήσει σε άρνηση των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε αυξήσεις μισθών αφού πλέον αυτοί συνδέονται με τη φορολόγηση τους. Και τούτο σε μια περίοδο έντονης ακρίβειας που οι πιέσεις για αύξηση των μισθών είναι έντονες. Με άλλα λόγια, θα επηρεάσει αρνητικά και το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας αφού πλέον εισέρχεται μια νέα αρνητική προς την αύξηση των μισθών παράμετρος. Επιπλέον, είναι πιθανό ότι θα εντείνει την αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία. Θα ήταν πιο ορθολογικό να είχε τεθεί ως βάση υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος το κατώφλι φτώχειας για μονοπρόσωπο νοικοκυριό, δηλαδή τα 5712 €, ώστε να αποφευχθούν όλες οι σχετικές αρνητικές παρενέργειες, που θα δημιουργήσουν και μια νέα εστία αντιπαλότητας αλλά και συνδιαλλαγής μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων.
· Η εισαγωγή των τεκμηρίων θα ενισχύσει την άτυπη οικονομία. Άτομα που ασκούν μη δηλωμένη επαγγελματική δραστηριότητα δεν έχουν κανένα κίνητρο για να εισέλθουν στον επίσημο τομέα. Επιπλέον, μπορεί να οδηγήσει ένα σημαντικό μέρος των επαγγελματιών να κλείσουν τα βιβλία τους και να μετακινηθούν και αυτοί στον άτυπο τομέα της οικονομίας.
· Στην ελληνική πραγματικότητα πρέπει αντιληφθεί η ελληνική πολιτεία ότι υπάρχουν αρκετοί μικροεπαγγελματίες που ασκούν την δραστηριότητα όχι για να αποκτήσουν αλλά για να συμπληρώνουν εισόδημα. Οι επαγγελματίες στα χωριά ή στις συνοικίες που λειτουργούν ένα καφενείο ή ένα ψιλικατζίδικο αποτελούν χαρακτηριστικά αλλά όχι τα μόνα παραδείγματα. Επομένως το επιχείρημα ότι «δεν μπορεί να ζει ένας αυτοαπασχολούμενος με κάτω από 10.920 ευρώ», με βάση τα προαναφερόμενα είτε είναι παραπλανητικό είτε δείχνει άγνοια των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
· Η προσαύξηση που προβλέπεται με βάση τον μέσο όρο του τζίρου έκαστου ΚΑΔ δεν έχει λογική αφού ακόμα και για ένα ευρώ να ξεπεράσει κάποια επιχείρηση το μέσο κύκλο εργασιών του κλάδου της θα επιβαρυνθεί με αυτή. Ουσιαστικά με τις προσαυξήσεις επί του τζίρου ένα μέρος των εκπιπτόμενων δαπανών των επιχειρήσεων έμμεσα φορολογούνται.
· Το ζήτημα του μαχητού τεκμηρίου δεν έχει καμία πρακτική εφαρμογή γιατί στην πράξη είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα και ασύμφορη.
· Η τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών δημιουργεί προϋποθέσεις διπλής φορολόγησης αφού πλέον το ποσό των προσωπικών δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών που πρέπει να εξοφλούν και οι αυτοαπασχολούμενοι με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής (30% επί του εισοδήματος), ώστε να μην επιβαρυνθούν με επιπλέον φόρο εισοδήματος 22%, θα υπολογίζεται με βάσει του τεκμαρτό εισόδημα και όχι το δηλωμένο. Συνεπώς, και δεδομένου ότι με βάση το νομοσχέδιο το νέο σύστημα τεκμαρτής φορολόγησης θα ισχύσει από φέτος, δηλαδή για τα εισοδήματα του 2023 είναι βέβαιο ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που τελικά θα φορολογηθούν με το τεκμαρτό εισόδημα θα αναγκαστούν να πληρώσουν και επιπλέον φόρο 22% για τις ατομικές τους δαπάνες που υπολείπονται του 30% επί του εισοδήματος στις οποίες εντάσσονται μόνο όσες έχουν γίνει με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
· Με τον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ελευθέρων επαγγελματιών ουσιαστικά δεν επιτρέπεται στις επιχειρήσεις να καταγράφουν ζημιές.
· Περαιτέρω με το άρθρο 16 η μείωση του τεκμαρτού εισοδήματος δεν γίνεται με βάση όλες τις πηγές εισοδήματος αλλά μόνο από μισθούς, συντάξεις και αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα. Θα ήταν περισσότερο ορθολογικό εάν το συγκεκριμένο άρθρο όριζε για τη μείωση του τεκμαρτού εισοδήματος όλες τις πηγές εισοδήματος όπως εκείνες από ενοίκια ή άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα, όπως επίσης για τις κοινές φορολογικές δηλώσεις το εισόδημα του/της συζύγου.
· Με το άρθρο 17 προβλέπεται μείωση κατά 50% του τεκμαρτού εισοδήματος για εκείνους που δραστηριοποιούνται και έχουν κύρια κατοικία σε οικισμούς της ηπειρωτικής χώρας με πληθυσμό μικρότερο των 500 κατοίκων ή σε νησιά με πληθυσμό μικρότερο των 3.100 κατοίκων. Αυτό σημαίνει ότι σε νησιά με οικισμούς κάτω των 500 κατοίκων δεν ισχύει η ως άνω μείωση. Σε κάθε περίπτωση επί του προκείμενου θα έπρεπε το τεκμήριο να μην ισχύει καθόλου (όχι απλά να μειώνεται κατά 50%) για τους επαγγελματίες που ασκούν δραστηριότητα σε οικισμούς με πληθυσμό έως 2000 κατοίκους (αντί για 500) ή/και σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100. Αυτό κρίνεται αναγκαίο όχι μόνο για να μην ερημώσει η επαρχία από όσες επιχειρήσεις έχουν απομείνει αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας, ειδικά για τις ακριτικές περιοχές.
· Τέλος, ο καθαρά εισπρακτικός χαρακτήρας του μέτρου προκύπτει και από τον χρόνο εφαρμογής του, δηλαδή για τα εισοδήματα του 2023, προσδίδοντας και αναδρομικότητα στην ισχύ του. Θα ήταν περισσότερο ορθολογικό εάν το μέτρο ίσχυε για τα εισοδήματα του 2024, δηλαδή όριζε ως έναρξη ισχύος την 1/1/2025.
Η ΓΣΕΒΕΕ ζητά οι ρυθμίσεις για την τεκμαρτή φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών να αποσυρθούν. “Εάν η κυβέρνηση είχε ως στόχο την στήριξη της πολύ μικρής επιχειρηματικότητας τόσο με μέτρα για την επιβίωση τους όσο και ως προς την ενίσχυση της συμμόρφωσης τους θα έπρεπε τουλάχιστον να προχωρούσε στην άμεση επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τους ελευθέρους επαγγελματίες και στην άμεση και πλήρη κατάργηση τέλους επιτηδεύματος”.
Όσον αφορά τα υπόλοιπα άρθρα του νομοσχεδίου επισημαίνεται ότι:
Άρθρο 7 – Πρόστιμα για παραβάσεις έκδοσης στοιχείων λιανικής πώλησης από Φορολογικό Ηλεκτρονικό Μηχανισμό – Τροποποίηση περ. β) παρ. 1 άρθρου 54ΣΤ Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας:
Το άρθρο 7 αναφέρεται σε παραβάσεις σχετικές με το e-send. Επανειλημμένα είχαμε επισημάνει ότι τεχνικά προβλήματα που ακόμα υφίστανται οδηγούν σε ποινές όχι για λόγους μη έκδοσης των σχετικών παραστατικών αλλά λόγω αδυναμίας διαβίβασης τους μέσω του e-send. Δυστυχώς, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις επιχειρήσεων που λόγω τεχνικού προβλήματος δεν έγινε η σχετική διαβίβαση των αποδείξεων των συναλλαγών και έχουν κληθεί να καταβάλουν υπέρογκα πρόστιμα ή ακόμα και διακόψουν προσωρινά τη λειτουργιά της επιχείρησης τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ύψος του προστίμου θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Η οργή και η απόγνωση ξεχειλίζουν καθώς χωρίς να έχουν αποκρύψει εισόδημα αναγκάζονται να δανειστούν ή να καθυστερήσουν άλλες σημαντικές υποχρεώσεις τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην υποχρέωση που δημιουργεί ο καταλογισμός του προστίμου για μια διαδικαστική παράβαση. Το γεγονός ότι το πρόστιμο για τα μη διαβιβασθέντα, μέσω του e-send, παραστατικά υπολογίζεται επί της αξίας του ΦΠΑ (50%) των σχετικών παραστατικών που τελικά διαβιβάζονται στην φορολογική διοίκηση είναι εντελώς παράλογο. Θεωρούμε ότι το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο κυρώσεων θα πρέπει άμεσα να εξορθολογιστεί. Επιπλέον, να γίνουν οι απαραίτητες τεχνικές αλλαγές ώστε άμεσα να ενημερώνονται οι επιχειρήσεις ότι οι αποδείξεις τους δεν διαβιβάζονται μέσω του e-send και ακολούθως εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να καλούνται να διορθώσουν το τεχνικό πρόβλημα και να καταθέσουν τα μη διαβιβασθέντα παραστατικά. Για τις περιπτώσεις αυτές και εφόσον συμμορφώνονται με τα προαναφερόμενα να μην επιβάλλεται πρόστιμο. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να επιβάλλεται κανένα πρόστιμο στις επιχειρήσεις που δεν διαβίβασαν παραστατικά και μετά τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν αποκρύψει έσοδα. Αυτό να ισχύσει και για τα πρόστιμα που έχουν ήδη επιβληθεί.
Τέλος, είναι απαραίτητο να καθοριστούν σαφείς και απλές εναλλακτικές διαδικασίες συμμόρφωσης των επιχειρήσεων για περιπτώσεις όπως η απώλεια σύνδεσης στο διαδίκτυο ή ενδεχόμενης βλάβης ή δυσλειτουργίας των ΦΗΜ. Για τις περιπτώσεις αυτές επίσης να μην επιβάλλεται πρόστιμο.
Άρθρο 8 – Κυρώσεις για παράβαση της υποχρέωσης προς ηλεκτρονική διαβίβαση
δεδομένων στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων – Προσθήκη άρθρου 54ΙΓ στον
Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Με το άρθρο 8 θεσπίζονται κυρώσεις και τα πρόστιμα για τις παραβάσεις της υποχρέωσης ηλεκτρονικής διαβίβασης δεδομένων στην πλατφόρμα mydata. Για μια ακόμη φορά οφείλουμε να τονίσουμε ότι είναι αναγκαίο να εξορθολογιστούν τα «δρακόντεια» πρόστιμα και οι κυρώσεις που έχουν προβλεφθεί και για τα mydata (όπως και για το e-send). Οι εν λόγω κυρώσεις ως είθισται λαμβάνονται επί δικαίων και αδικών ενώ προβλέπουν ποινές οι οποίες δεν είναι εύλογες και αναλογικές, αλλά τόσο δυσανάλογα υψηλές που αρκούν από μόνες τους για να προκαλέσουν προβλήματα επιχειρηματικής επιβίωσης, ιδιαίτερα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι κυρώσεις σε κάθε νομοθέτημα οφείλουν να είναι ισορροπημένες, ώστε από τη μια μεριά να αποτρέπουν και από την άλλη να οδηγούν σε συμμόρφωση όταν επιβάλλονται.
Άρθρο 26 – Χρηματική επιβράβευση προσώπων κατόπιν επιβολής προστίμου μετά
από επώνυμη καταγγελία- Προσθήκη παρ. 3 έως 9 στο άρθρο 54ΣΤ Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη δεν θεωρούμε ότι θα προσφέρει κάτι στην προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, τουναντίον μπορεί να οδηγήσει σε καταχρηστικές ή και εκδικητικές συμπεριφορές. Τίθεται μάλιστα και ένα σοβαρό ηθικό ζήτημα καθώς μας γυρίζει πολλά χρόνια πίσω. Θα πρέπει η κυβέρνηση να αποσύρει τη συγκεκριμένη διάταξη. Άλλωστε η δυνατότητα κάποιος να καταγγείλει περιπτώσεις φοροδιαφυγής ήδη υφίσταται.