ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η Ευρώπη (και η Ελλάδα) σε κρίση και τι χρειάζεται να γίνει
Η Ευρώπη βρίσκεται κυριολεκτικά στο επίκεντρο της κλιματικής και συνεπακόλουθα της ενεργειακής κρίσης. Οι προβλέψεις για έντονους καύσωνες, οι πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει ήδη το προηγούμενο διάστημα στη χώρα μας, καθώς και ο αναμενόμενος δύσκολος χειμώνας με προβληματική και αβέβαιη ενεργειακή επάρκεια, προμηνύουν μία περίοδο «καυτή» από όλες τις απόψεις.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται άτολμη, αναποφάσιστη, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να πείσει και να απαιτήσει από τους εταίρους μας γενναίες αποφάσεις.
Την ίδια ώρα οι κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία, ως συνέπεια της απαράδεκτης εισβολής στην Ουκρανία, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι όχι μόνο δεν ζημίωσαν τη ρωσική οικονομία αλλά αντίθετα παρουσίασε αύξηση του πλεονάσματος ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο επίπεδο-ρεκόρ των 70,1 δις δολαρίων στο δεύτερο τρίμηνο του 2022, καθώς η εκτίναξη των εσόδων από τις εξαγωγές ενέργειας και εμπορευμάτων αντιστάθμισε τον αντίκτυπο των κυρώσεων της Δύσης. Και αυτό γιατί η μεγάλη αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, κάνει ακόμα και την μικρότερη ποσότητα που φτάνει στις αγορές να πουλιέται σε εξωφρενικές τιμές προς όφελος της ρωσικής οικονομίας.
Τι χρειάζεται;
Αφού η ΕΕ στην ουσία έχει αφήσει το κάθε κράτος-μέλος να κάνει τις δικές του επιλογές χωρίς μια συνολική αντιμετώπιση, είναι επιτακτική ανάγκη να λάβουμε άμεσα μέτρα εμείς ως χώρα, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τις δυσμενείς εξελίξεις και τις ακόμα πιο δυσοίωνες που έρχονται.
Αν λάβουμε υπόψη μας το δελτίο μηνιαίων στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης Μαΐου 2022, οι εισπράξεις από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης την περίοδο Ιανουάριος-Μάιος 2022 ήταν 2,6 δις έναντι 2,34 δις την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, δηλαδή 260 εκατομμύρια ευρώ παραπάνω από το αντίστοιχο πεντάμηνο του προηγούμενου έτους, αύξηση της τάξης του 10%. Επομένως, εδώ υπάρχει ένα δημοσιονομικό περιθώριο για μια προσωρινή, έστω, μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, που έχει προτείνει εδώ και καιρό το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, για την ανακούφιση των καταναλωτών.
Όμως, τα αντανακλαστικά της κυβέρνησης είναι άμεσα μόνο όταν είναι να μπει πλαφόν στο περιθώριο κέρδους για την πώληση των ηλεκτρικών συσκευών που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα “Αλλάζω Συσκευή”. Για πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας όμως, δεν γίνεται καμία παρέμβαση.
Και εδώ είναι η διαφορά νοοτροπίας μεταξύ ημών, καθώς τα εν λόγω μέτρα με έναν διαφορετικό προσανατολισμό, θα απαιτούσαν λιγότερους φόρους απ’ αυτούς που επιβαρύνονται οι Έλληνες πολίτες.
Φυσικά, εξακολουθούν να ισχύουν οι προτάσεις μας για άμεση αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπως η ηλιακή, που πάει χαμένη ειδικά εδώ στην Κρήτη και δεν αξιοποιείται για την ενεργειακή αυτάρκεια και απεξάρτηση του νησιού από τα ορυκτά καύσιμα. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την ανάπτυξη νέων δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με πολλαπλάσια χωρητικότητα και κίνηση, όπως έχουμε επανειλημμένα προτείνει ως ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, με πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Επιπρόσθετα, επιβάλλεται να επιδοτηθούν, σε συνεννόηση με τις τράπεζες, μικρά και μεγάλα έργα φ/β ή αιολικά, ενεργειακού συμψηφισμού, σε κατοικίες, επιχειρήσεις και αλλού, με ενέχυρο τα ίδια τα συστήματα ΑΠΕ και ο παρελκόμενος εξοπλισμός τους (πάνελ, inverters) μέχρι την απόσβεσή τους από μέρος της αξίας της ενέργειας που θα παράγουν.
Άλλες προτάσεις που μπαίνουν στο τραπέζι θα μπορούσαν να είναι η προώθηση κατασκευής πλωτών φωτοβολταϊκών στους ταμιευτήρες υδροηλεκτρικών έργων, ώστε να μειώνεται και το κόστος του νερού για τους πολίτες, ενώ και η παραγωγή βιοαερίου από ζωικά απόβλητα (υποπροϊόντα ή παράγωγα σε στερεή ή υγρή μορφή), είναι μια βιώσιμη, περιβαλλοντική συμφέρουσα πηγή ενέργειας. Επίσης, οι πρώτες ύλες των ζωικών αποβλήτων (απόβλητα σφαγείων και σφαγέντων ζώων, φτερά πτηνών) περιέχουν υψηλό ποσοστό τριγλυκεριδίων και λιπαρών οξέων και ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή βιοντίζελ, ιδιαίτερα στην Κρήτη όπου η κτηνοτροφία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Έτσι, και η Ελλάδα θα απογαλακτίζεται σταθερά από τις συμβατικές πηγές ενέργειας, αλλά και οι τιμές της ενέργειας θα είναι χαμηλότερες και πιο προβλέψιμες, με θετικές συνέπειες για την επισιτιστική και οικονομική μας ασφάλεια. Εξάλλου, η ενεργειακή δημοκρατία είναι κάτι που αφορά όλους μας.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, αντί να καυχιέται αυτάρεσκα για την αποτελεσματικότητά της, που κάθε άλλο παρά πραγματική είναι, θα πρέπει να εισακούσει τις προτάσεις μας ώστε να μπουν οι βάσεις για μεσοπρόθεσμες και κυρίως μακροπρόθεσμες λύσεις στα ζητήματα της ενεργειακής και κλιματικής κρίσης. Η επιδοματική πολιτική μπορεί να ανακουφίζει μερικώς και προσωρινά, αλλά δεν είναι λύση με όρους μέλλοντος που απαιτείται για την Ελλάδα.
Αν δεν αλλάξει ρότα η κυβέρνηση, ο ελληνικός λαός στις εκλογές που έρχονται θα πρέπει να εμπιστευτεί τις πολιτικές δυνάμεις που έχουν αποδείξει ότι μπορούν να πραγματοποιούν αλλαγές και να εφαρμόσουν πολιτικές προς το συμφέρον του.