ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ημερίδα InSocial: Ακρίβεια, φόροι και (στρεβλή) ανάπτυξη το σταυροδρόμι των ανισοτήτων
Οι παθογένειες της αγοράς και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας που ενισχύουν το φαινόμενο της ακρίβειας, η παραγωγική υστέρηση και η στρεβλή και μονοθεματική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και ο άδικος και υπονομευτικός για χαμηλότερα εισοδήματα χαρακτήρας των φόρων, συζητήθηκαν στην εκδήλωση – συζήτηση που διοργάνωσε το InSocial το βράδυ της Τρίτης, 26 Μαρτίου στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ. Παράλληλα, παρατέθηκαν προτάσεις για βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς, αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας, της ποιότητας των επενδύσεων και της εγχώριας προστιθέμενης αξίας καθώς και στον εξορθολογισμό του φορολογικού συστήματος στην κατεύθυνση της δικαιότερης φορολόγησης και ορθότερης αναδιανομής των εισοδημάτων.
Ανοίγοντας την εκδήλωση ο επικεφαλής του InSocial, καθηγητής Νίκος Χριστοδουλάκης, αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της συζήτησης αλλά και στην διττή οπτική της πορείας της ελληνικής οικονομίας λέγοντας χαρακτηριστικά πως «Η ελληνική οικονομία με βάση την οπτική του Economist έχει λαμπρές προοπτικές, όμως με βάση την οπτική των νοικοκυριών έχει πολλές σκοτεινές πλευρές. Η ακρίβεια, λόγου χάρη, είναι ένα φαινόμενο το οποίο συσσωρεύεται και δεν εξαλείφεται παρά μόνο με δραστικές παρεμβάσεις στην ίδια την αγορά και στην ίδια τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Στον τομέα της φορολογίας, σήμερα ο πληθωρισμός αυξάνει τις δαπάνες του καταναλωτή είτε μέσω της λεγόμενης φορολογικής άνωσης είτε μέσω του ΦΠΑ. Έχουμε δηλαδή, ένα αντίστροφο φαινόμενο απ’ ότι γνωρίζαμε στο παρελθόν. Στον τομέα της ανάπτυξης για κάποιους η Ελλάδα είναι ένας φοβερός ελκυστής επενδύσεων, εσφαλμένα όμως λόγω του μεγάλου ποσοστού των επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία. Πρόκειται για επενδύσεις που στρεβλώνουν περισσότερο την αγορά πάρα την βοηθούν να βρει νέα μοντέλα ανάπτυξης τα οποία θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά της και ταυτόχρονα στερεί σε πολλά νοικοκυριά τη δυνατότητα στέγασης».
Ως σημείο «συνάντησης» αυτών των αντινομιών στην ελληνική οικονομία όρισε ο κ. Χριστοδουλάκης τις ανισότητες στην κατανομή εισοδήματος, λέγοντας πως «το 2019 οι μισθοί στην Ελλάδα καταλάμβαναν περίπου το 60% της εσωτερικής προστιθέμενης αξίας. Σήμερα καταλαμβάνουν το 55%. Έχουν υποστεί μία μείωση συμμετοχής οι μισθωτοί, παρά το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι έχουν αυξηθεί κατά 130.000. Αντίθετα, στο μέσο όρο της Ευρωζώνης το μερίδιο των μισθών είναι περίπου σταθερό και σε αρκετές χώρες έχει αυξηθεί μία ή δύο μονάδες».
Κατά την εισήγησή της η καθηγήτρια στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Γεωργία Καπλάνογλου παρουσίασε μια έρευνα του ΕΚΠΑ, που αφορούσε τις αναδιανεμητικές συνέπειες της πληθωριστικής κρίσης στις δαπάνες των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την κυρία Καπλάνογλου «για την μελέτη χρησιμοποιήθηκε η ίδια βάση δεδομένων που χρησιμοποιεί η ΕΛΣΤΑΤ για να βγάλει το δείκτη τιμών καταναλωτή μόνο που έχουμε υπολογίσει την αύξηση στο κόστος ζωής για κάθε ένα από τα 6.500 νοικοκυριά που έχει η έρευνα αυτή. Τα αποτελέσματα της έρευνας απαντούν στο ερώτημα, πόσο παραπάνω πρέπει να ξοδέψει ένα νοικοκυριό για να διατηρήσει σταθερή την ποσότητα τροφίμων και ενέργειας που κατανάλωνε πριν αρχίσει η κρίση αλλά με σημερινές τιμές; Από τα στοιχεία διαπιστώνεται πως η επιβάρυνση των φτωχότερων νοικοκυριών είναι όλο και μεγαλύτερη σε σχέση με των πιο πλούσιων, ιδιαίτερα στον τομέα των τροφίμων καθώς στους τομείς της ενέργειας και των καυσίμων έχουν υποχωρήσει οι επιβαρύνσεις».
Στην συνέχεια της συζήτησης η κυρία Καπλάνογλου αναφέρθηκε και στην επιδείνωση της αναλογίας άμεσων κι έμμεσων φόρων μέσω του πληθωρισμού «η οποία είναι η χειρότερη των τελευταίων 20 ετών» όπως είπε και συνέστησε την ανάγκη μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος και κυρίως της ανισότητας μεταξύ εισοδημάτων από κεφάλαιο και εργασία καθώς η προοδευτικότητα του σημερινού μοντέλου, σύμφωνα με μελέτες, δεν είναι τελικά και τόσο δίκαιη και αναδιανεμητική».
Για μια πρωτόγνωρη αναδιανομή πλούτου σε βάρος της εργασίας, η οποία αποτελεί τη βάση του σύγχρονου «οικονομικού θαύματος», μίλησε ο διευθυντής ερευνών του ΕΚΚΕ και Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ Ηλίας Κικίλιας. Ο κ. Κικίλιας σημείωσε πως «οι αγορές εκμεταλλεύτηκαν την άνοδο των τιμών μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και το κυβερνητικό αφήγημα πως η κρίση είναι εισαγόμενη, για να διευρύνουν την κερδοφορία τους». «Ο εισαγόμενος πληθωρισμός γρήγορα εξελίχθηκε σε πληθωρισμό κερδών και απληστίας» τόνισε .
«Με τον τρόπο αυτό επιταχύνθηκε μια πρωτογενής ‘αναδιανομή’ εισοδήματος μεταξύ μισθών και κερδών: σε απόκλιση από την Ευρωζώνη όπου μισθοί και κέρδη ακολουθούν σχεδόν παράλληλη πορεία, το μερίδιο των μισθών συρρικνώνεται (είναι το δεύτερο χαμηλότερο στους 27) και το μερίδιο των κερδών επεκτείνεται -είναι το τρίτο μεγαλύτερο στους 27» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Σε χονδρικούς όρους, το ΑΕΠ και η «ανάπτυξη» αποτελείται κατά 53% από κέρδη και μόλις 27% από μισθούς» είπε ο κ. Κικίλιας.
Για τον κ. Κικίλια «ουσιαστικά, ζούμε την αντιφατική εφαρμογή δύο ανταγωνιστικών πολιτικών: από την μια ελευθερία διαμόρφωσης των τιμών των προϊόντων, και από την άλλη θεσμικοί περιορισμοί στη διαμόρφωση των ¨τιμών¨ της εργασίας μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων». Ενώ πρόσθεσε πως «μόλις το 14% των εργαζομένων καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας» και σημείωσε πως «επιπλέον, έχουμε ένα πάμφθηνο ευρώ για τους καταθέτες και ένα πανάκριβο ευρώ για τους δανειολήπτες.
«Παρά την πρωτοφανή αύξηση κερδών, η επενδυτική δραστηριότητα υστερεί» τόνισε ο κ. Κικίλιας και όπως είπε «σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, πέρυσι οι επενδύσεις θα αυξάνονταν 15,5% -αυξήθηκαν μόνο 4%. Όσες σχετικά μεγάλες επενδύσεις γίνονται, γίνονται σε μεγάλο μέρος τους με δημόσιο χρήμα (ΤΑΑ και ΕΣΠΑ)».
«Και τι γίνονται τα κέρδη;» αναρωτήθηκε για να αναφέρει πως «αυξανόμενο μέρος τους επενδύεται στο εξωτερικό. Μέσα σε τρία χρόνια οι άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό σχεδόν τριπλασιάστηκαν». Την ίδια ώρα, βουτιά 40% έκαναν οι άμεσες ξένες επενδύσεις το 2023 – που κατευθύνονται κατά κύριο λόγο σε realestate και εξαγορές κόκκινων δανείων – ενώ μειώνεται συνεχώς το απόθεμα των ξένων άμεσων παραγωγικών επενδύσεων στη χώρα μας.
Ολοκληρώνοντας την παρέμβαση του ο κ. Κικίλιας πρότεινε την στήριξη παραγωγικών δραστηριοτήτων που ενισχύουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία ως εργαλείο για πιο υγιή και στέρεη ανάπτυξη που μπορεί να ανατρέψει τις σημερινές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.
Για «συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών τα τελευταία 15 χρόνια» μίλησε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης, «με την Ελλάδα να χάνει συνεχώς έδαφος στο πεδίο αυτό σε σχέση με χώρες που μπήκαν μετά από αυτήν στην ευρωζώνη» και αναρωτήθηκε σε σχέση με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, «αν θα έχει αντοχές για την επόμενη κρίση – όταν αυτή εκδηλωθεί, αν θα αποκτήσει την αναγκαία δυναμικότητα για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος και αν θα καταφέρει αυτό να το πετύχει μέσα από την αναγκαία ψηφιακή και περιβαλλοντική μετάβαση, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς χαμένους και αποκλεισμένους οι οποίοι οδηγούνται σε ακραίες πολιτικές επιλογές» ανέφερε. «Η ανθεκτικότητα της οικονομίας είναι συνδεδεμένη με το παραγωγικό πρότυπο» είπε ο κ. Σαχινίδης τονίζοντας πως «κάθε ανατροπή στην παγκόσμια αλυσίδα οδηγεί σε αύξηση του κόστους εσωτερικά, λόγω της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας» παρουσιάζοντας ως κύριες παθογένειες «τον μονοθεματικό προσανατολισμό της ανάπτυξης και την ελάχιστη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στις επενδύσεις» και τόνισε την ανάγκη για «επενδύσεις στον κεφαλαιουχικο εξοπλισμό των επιχειρήσεων και επενδύσεις τους τομείς της πληροφορικής και τεχνολογίας».
Δεν παρέλειψε ο κ. Σαχινίδης να αναφερθεί στο δημογραφικό, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «μεταξύ 2018-2023 μειώθηκε σημαντικά το εργατικό δυναμικό» και πως επίσης, παρουσιάζεται πλέον «μεγάλη αναντιστοιχία σε όσους ζητούν εργασία και στις θέσεις που προσφέρονται». Για τον λόγο αυτό χρειάζεται «αναβάθμιση των δεξιοτήτων και αξιοποίηση της τεχνική εκπαίδευσης, καθώς και πιο γενναία συζήτηση για την μεταναστευτική πολιτική»
Σχετικά με τον πληθωρισμό ο κ. Σαχινίδης σημείωσε πως «από εισαγόμενος έγινε εγχώριος γιατί κάποιες επιχειρήσεις εκμεταλλεύθηκαν εσωτερικές δομές για να αυξήσουν τα κέρδη τους» και σημείωσε την επιβαρυντική για τα χαμηλά εισοδήματα σύνδεσή του με τους χαμηλούς μισθούς αναφέροντας πως “το 50% των εργαζομένων έχει μισθούς κάτω από 800 ευρώ”.
Ολοκληρώνοντας την παρέμβαση του ο πρώην υπουργός συνέδεσε την δυναμικότητα που πρέπει να αποκτήσει η οικονομία με την ενίσχυση της ανθεκτικότητα της και σημείωσε πως χρειάζεται στρατηγικός σχεδιασμός για τους τομείς και την ποιότητα των επενδύσεων καθώς όπως είπε «η αποκλειστική διαχείριση των επενδυτικών επιλογών από τις Τράπεζες έδειξε ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί σταθερό και επιτυχές αναπτυξιακό αποτέλεσμα και αυτό πρέπει να αλλάξει». Κλείνοντας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην ανάγκη για εσωτερικές επενδυτικές συγκλίσεις μεταξύ των περιφερειών που παρουσιάζουν τεράστιες ανισότητες με ολόκληρες περιοχές της ελληνικής περιφέρειας να κινδυνεύουν με οικονομικό αφανισμό».
Παρεμβάσεις από την Κοινωνία των Πολιτών και τα Καταναλωτικά Κινήματα
Την εικόνα της αγοράς στο λιανεμπόριο και των βιωμάτων των καταναλωτών μετέφεραν στη συζήτηση με τις παρεμβάσεις τους η πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ κυρία Παναγιώτα Καλαποθαράκου και ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών της ΓΣΕΕ κ. Απόστολος Ραυτόπουλος.
Για υπέρογκες αυξήσεις από 164% έως 300% σε ορισμένα απορρυπαντικά πολυεθνικών εταιρειών και αντίστοιχα από 32% έως 213% στο βρεφικό γάλα μίλησε η κα. Καλαποθαράκου σημειώνοντας πως «ο μισθός στα περισσότερα νοικοκυριά κρατάει μόλις τις πρώτες 19 ημέρες του μήνα, με αποτέλεσμα πάνω από το 70% των νοικοκυριών σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΠΟΙΖΩ να έχουν μειώσει βασικές ανάγκες». Τόνισε ακόμα πως «η ακρίβεια δεν είναι εισαγόμενη, πως υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες και παθογένειες στην λειτουργία όλων των αγορών (ενέργεια, τρόφιμα, τηλεπικοινωνίες κλπ), ταυτόχρονα παρατηρείται παντελής έλλειψη ελεγκτικών μηχανισμών, πολιτικής βούλησης κι επιλογών για να αντιμετωπιστεί η ακριβεία με αποτέλεσμα να φτωχοποιούνται τα νοικοκυριά και να αυξάνεται συνεχώς ο κίνδυνος περιθωριοποίησης». Χαρακτήρισε ακόμα «περιορισμένο» το μέχρι σήμερα αποτέλεσμα των κυβερνητικών μέτρων (όπως τα διάφορα καλάθια κλπ) και πρότεινε αντίστοιχα «την δόμηση μόνιμων θεσμικών εργαλείων κατά της ακρίβειας με αναβάθμιση του ρόλου του καταναλωτή κι ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού»
Από την πλευρά του ο κ. Ραυτόπουλος σημείωσε πως «στην αγορά εκτός από την ακρίβεια επικρατεί η αισχροκέρδεια και η παραπλάνηση κι εξαπάτηση του καταναλωτή». Ανέφερε χαρακτηριστικά πως «έχει φέρει ήδη 25 νομοθετήματα η κυβέρνηση και δεν έχει καταφέρει να πατάξει την ακρίβεια, αφού ο υπουργός Ανάπτυξης κάνει πρώτα συναντήσεις με τους βιομηχάνους, εισαγωγείς και με τους κεντρικούς λιανέμπορους που απαρτίζουν το ολιγοπώλιο». Στη συνέχεια αναρρωτήθηκε ο κ. Ραυτόπουλος, «πώς 73 εργαζόμενοι στο υπουργείο και την ΓΓ Καταναλωτή μπορούν να ελέγξουν 156.000 εμπορικές επιχειρήσεις;» και προχώρησε καταγγέλλοντας συγκεκριμένα πως «τα 51 προϊόντα του καλαθιού δεν έχουν μπει σε όλες τις επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί στο μέτρο» και σημείωσε πως «έχουν σταλεί στοιχεία στο υπουργείο με τις ελλείψεις του καλαθιού και δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο»
Σημείωσε ακόμα πως «το 14% εργαζομένων με τον κατώτατο μισθό δεν μπορεί να αγοράσει βασικά προϊόντα για την επιβίωση του» και ζήτησε την επιστροφή των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των μισθών».
Την συζήτηση συντόνισε η έμπειρη δημοσιογράφος οικονομικών και αναπτυξιακών θεμάτων κα. Ειρήνη Χρυσολωρά.