ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κώστας Σκανδαλίδης: «Η Ιστορία μας δείχνει το δρόμο»
Άρθρο του Κώστα Σκανδαλίδη στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Αλ. Τσίπρας εξακολουθεί να αγρεύει στο χώρο της Κεντροαριστεράς ως νέος Ανδρέας και ο ΣΥΡΙΖΑ ως συνεχιστής και κληρονόμος της δημοκρατικής παράταξης. Ξεχνά, όμως, θελητά ή αθέλητα ότι το ΠΑΣΟΚ δεν γεννήθηκε σε κάποια ιστορική στιγμή οργής, αγανάκτησης και τυφλής διεκδίκησης φοβισμένων και απελπισμένων που οδηγούνται στο όριο της κοινωνικής σύγκρουσης και της εμφυλιοπολεμικής διαμάχης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2010-2012. Ούτε ως μετεξέλιξη συνδικαλιστικών οργανώσεων και ταξικών αγώνων, όπως τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς. Υπήρξε προϊόν κοινωνικής διεργασίας και πολιτικής διεκδίκησης δεκαετιών. Ένωσε κάτω από την ίδια στέγη τις δυνάμεις της εθνικής αξιοπρέπειας, του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, της πολιτικής χειραφέτησης. Και συνέθεσε στους κόλπους του πολιτικά διαφορετικής προέλευσης ρεύματα, του πολιτικού φιλελευθερισμού, του δημοκρατικού σοσιαλισμού, του χειραφετημένου τμήματος της παραδοσιακής αριστεράς και – κυρίως – της νέας γενιάς που έβγαινε από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Διαμορφώθηκε, έτσι, ένα πλειοψηφικό ρεύμα και ως τέτοιο πορεύτηκε για δεκαετίες.
Σε όλη την ιστορική του διαδρομή, είτε στη δεκαετία της Αλλαγής (1980-1990), είτε στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική (1994-2004), ακόμη και στην ανανεωτική προσπάθεια την εποχή της κρίσης διατηρούσε πάντοτε δυο ταυτοτικά χαρακτηριστικά. Υπήρξε ταυτόχρονα δύναμη κοινωνικής αλλαγής και θεσμικού εκσυγχρονισμού και δύναμη προοδευτικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης. Γι’ αυτό και ταυτίστηκε με όλες σχεδόν τις προοδευτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις του ιστορικού κύκλου της Μεταπολίτευσης. Σε αυτό το δίπολο στηρίχτηκε η πλειοψηφική του αναφορά σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά προτάγματα αλλά με ενιαίο και συνεκτικό ιστό και χάραξε την αυτοδύναμη και αυτόνομη πορεία του. Ούτε η γέννηση, ούτε η πορεία, ούτε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει την παραμικρή σχέση με αυτή τη διαδρομή. Μόνο ιστορική καρικατούρα μπορεί να θεωρηθεί.
Όλοι οι Πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ που διαδέχτηκαν τον Ανδρέα παρά τις διαφορές τους, την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία τους, την διαφορετική τους προσωπικότητα και κυρίως τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες κλήθηκαν να το υπηρετήσουν, δεν υπέστειλαν τη σημαία, της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης, της αυτονομίας της και της εν δυνάμει πλειοψηφικής της αναφοράς. Όλοι τους, δε, επιχειρούσαν με πρωτοβουλίες να διευρύνουν αυτό το ρεύμα. Η Αλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Εκσυγχρονισμός του Κ. Σημίτη, η Ανανέωση του Γ. Παπανδρέου , η Δύναμη Ευθύνης του Ε. Βενιζέλου κινήθηκαν σε διαφορετικούς σταθμούς στις ίδιες ράγες. Και η Πρόεδρος Φώφη Γεννηματά με το Κίνημα Αλλαγής στον ίδιο δρόμο δρομολογεί τα πράγματα.
Είναι αλήθεια ότι η κάθε φορά προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα συνθηκών που και εμείς οι ίδιοι συμβάλαμε στην αλλαγή τους δεν ήταν σε ευθεία συνάρτηση με τις εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Εύκολα επικρατούσαν μηδενιστικές τάσεις ή μεροληπτικές αναγνώσεις όχι χωρίς ευθύνη των πρωταγωνιστών που ίσως δικαιολογημένα αγωνιούσαν να δικαιώσουν τις προσωπικές τους επιλογές. Παρ’ όλα αυτά αυτές οι αντιπαραθέσεις που εδράζονται σε σημαντικές κοινωνικές ή πολιτικές καταβολές και πραγματικές διαφορές δεν πήραν ποτέ τη μορφή διαμετρικά αντίθετων στρατηγικών όπως δείχνουν οι μεγάλες πλειοψηφικές ή και ομόφωνες αποφάσεις Συνεδριών και συλλογικών οργάνων. Αναζητώντας τις νέες συνθέσεις κανείς δεν νομιμοποιείται να τραβάει το σχοινί στα άκρα.
Το κρίσιμο δίλημμα για μας είναι αν αυτή η παράταξη, αυτός ο χώρος μπορεί να γίνει ξανά πλειοψηφικό ρεύμα ή θα παραμείνει χώρος λεηλασίας στελεχών ιδεών και προγραμμάτων. Και πλειοψηφικό ρεύμα σημαίνει να εκφράσει ξανά σε ενιαίο πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα τόσο τις παραγωγικές, εκσυγχρονιστικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας, όσο και τους νέους μη προνομιούχους. Αυτό που ασφαλώς δεν πρόκειται να εκφράσει ούτε η συντηρητική παράταξη ούτε ο αριστερός λαϊκισμός όσο κι αν «Κεντροποιηθούν».