ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ν.Γιαννακοπούλου: Αφήστε την αυταρέσκεια χωρίς αποτέλεσμα την ώρα που η κοινωνία δοκιμάζεται από την ακρίβεια
Στην συζήτηση του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/262 για τη θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης και λοιπές τελωνειακές και φορολογικές ρυθμίσεις, τοποθετήθηκε η Κοινοβουλευτική Εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, Νάντια Γιαννακοπούλου.
Κατά την τοποθέτηση της η κα Γιαννακοπούλου, αναφέρθηκε στα πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία καταδεικνύουν την πολύ δύσκολη κατάσταση που βιώνει η Ελληνική κοινωνίας λόγω της ακρίβειας.
Χαρακτηριστικά η Βουλευτής του Β2 Δυτικού Τομέα Αθήνας, επισήμανε ότι:
«Δεν μπορώ να μην σταθώ στα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Ιούνιο ξεπέρασε το 12%, από 11,3% που ήταν τον Μάιο. Πρόκειται για μεγάλη διαφορά που επηρεάζει δραματικά τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την προσπάθεια των νοικοκυριών να αντέξουν αυτό το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών να μειώσουν τις αγορές βασικών αγαθών, σε μία προσπάθεια περιορισμού των εξόδων ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε ανελαστικές υποχρεώσεις. Είναι πραγματικά ανησυχητικό να βλέπουμε να υποχωρεί το βιοτικό επίπεδο μιας κοινωνίας που εδώ και 12 χρόνια βρίσκεται υπό συνεχή πίεση.
Το πλέον ανησυχητικό όμως είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ. Τα μέτρα στήριξης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή καθώς προσφέρουν μία μικρή ανακούφιση αλλά σε καμία περίπτωση δεν λύνουν το πρόβλημα. Χρειάζονται μέτρα, πολιτικές με βαθύ χαρακτήρα, βαθιές τομές.
Επιτέλους ακούστε τις προτάσεις μας, τις προτάσεις μιας σειράς παραγωγικών φορέων, επιμελητηρίων της χώρας. Αφήστε αυτή την αυταρέσκεια χωρίς αποτέλεσμα την ώρα που η κοινωνία δοκιμάζεται. Μόνο με μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα –τουλάχιστον στο ποσοστό της αύξησης των τελευταίων μηνών- και μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, υπάρχει η περίπτωση να υποχωρήσουν οι υψηλές τιμές στην αγορά. Καλά είναι τα επιδόματα και η όποια κρατική μέριμνα, αλλά χωρίς δραστικά μέτρα δεν θα αντέξει η κοινωνία.».
Ολόκληρη η ομιλία
Κύριε Υπουργέ,
Κύριες και κύριοι Συνάδελφοι,
Δεν μπορώ να μην σταθώ στα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Ιούνιο ξεπέρασε το 12%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, εξέλιξη αναμενόμενη καθώς τους τελευταίους μήνες υπάρχει συνεχής ανοδική τάση των πληθωριστικών πιέσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση του πληθωρισμού τον Μάιο είχε φτάσει στο 11,3% και μόλις ένα μήνα μετά, ανέβηκε στο 12,1%. Πρόκειται για μεγάλη διαφορά που επηρεάζει δραματικά και τη λειτουργία των επιχειρήσεων και την προσπάθεια των νοικοκυριών να αντέξουν αυτό το πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Μόλις σε διάστημα ενός έτους ο ηλεκτρισμός ακρίβυνε κατά 70,4%, το φυσικό αέριο κατά 117,7%, το πετρέλαιο θέρμανσης κατά 65,1%, τα καύσιμα και τα λιπαντικά κατά 45,6%, το ψωμί και τα δημητριακά κατά 15,9%, τα κρέατα κατά 14,9%, τα γαλακτοκομικά και τα αυγά κατά 15,5%, τα έλαια και τα λίπη κατά 24,9% και τα λαχανικά κατά 11,3%.
Είναι τεράστιες οι αυξήσεις σε προϊόντα που σχετίζονται με το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών και βέβαια οδηγούν πιο κοντά στην καταστροφή την πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος των πολιτών να μειώσουν τις αγορές βασικών αγαθών, σε μία προσπάθεια περιορισμού των εξόδων ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε ανελαστικές υποχρεώσεις. Είναι πραγματικά ανησυχητικό να βλέπουμε να υποχωρεί το βιοτικό επίπεδο μίας κοινωνίας που εδώ και 12 χρόνια βρίσκεται υπό συνεχή πίεση. Είτε εξαιτίας της επιβολής μνημονίων, είτε λόγων των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και πλέον υπό την ασφυκτική πίεση των πολύ μεγάλων αυξήσεων.
Το πλέον ανησυχητικό όμως είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν φαίνεται φως στο βάθος του τούνελ. Τα μέτρα στήριξης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή καθώς προσφέρουν μία μικρή ανακούφιση αλλά σε καμία περίπτωση δεν λύνουν το πρόβλημα. Μόνο αν δούμε χαμηλότερες τιμές σε πρατήρια, λογαριασμούς ρεύματος, σε σούπερ μάρκετ και υπηρεσίες μπορεί να αντιστραφεί το κλίμα. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, θα πρέπει να υπάρξει επιτέλους συνολικό σχέδιο και να εφαρμοστεί μια διαφορετική πολιτική.
Μόνο με μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα –τουλάχιστον στο ποσοστό της αύξησης των τελευταίων μηνών- και μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, υπάρχει η περίπτωση να υποχωρήσουν οι υψηλές τιμές στην αγορά. Καλά είναι τα επιδόματα και η όποια κρατική μέριμνα, αλλά χωρίς δραστικά μέτρα δεν θα αντέξει η κοινωνία.
Η Κυβέρνηση οφείλει να ξανασκεφτεί ότι με αποσπασματικά και με επιδοματικού χαρακτήρα μέτρα απλά κυνηγάμε το πρόβλημα από πίσω χωρίς να το αντιμετωπίζουμε. Χρειάζονται μέτρα, πολιτικές μα βαθύ χαρακτήρα, βαθιές τομές. Επιτέλους ακούστε τις προτάσεις μας, τις προτάσεις μιας σειράς παραγωγικών φορέων, επιμελητηρίων της χώρας. Αφήστε αυτή την αυτάρκεια χωρίς αποτέλεσμα την ώρα που η κοινωνία δοκιμάζεται.
Κύριε Υπουργέ,
Κύριες και κύριοι Συνάδελφοι,
Συζητούμε σήμερα την ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της οδηγίας 2020/262 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2019, που αφορά τη θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης, την άσκηση της τελωνειακής αντιπροσώπευσης και ρύθμιση επαγγέλματος τελωνειακού αντιπροσώπου και λοιπές τελωνειακές και φορολογικές ρυθμίσεις. Πρόκειται για ένα νόμο που, όπως προέκυψε και κατά τις συνεδριάσεις της Επιτροπής, αφορά κατ’ εξοχήν τεχνικά ζητήματα.
Όπως έχει εκφράσει και με την τοποθέτηση του στην πρώτη συνεδρίαση ο Ειδικός Αγορητής του ΠΑΣΟΚ κατ’ αρχήν η στάση μας είναι θετική, καθώς τα θέματα που έρχεται να ρυθμίσει το παρόν νομοσχέδιο δεν χαρακτηρίζονται από κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που εγείρουν πολλές φορές διαφωνίες και συζήτηση επί της ουσίας, τόσο στην Επιτροπή, όσο και στην Ολομέλεια.
Παρόλα αυτά, σημαντική εξαίρεση σε αυτό το χαρακτηριστικό του παρόντος νομοσχεδίου, αποτελεί το άρθρο 52. Είναι και το μόνο σημείο για το οποίο ο συνάδελφος και Ειδικός Αγορητής του ΠΑΣΟΚ, εξέφρασε τη διαφωνία του και τον έντονο προβληματισμό που προκαλεί η συγκεκριμένη διάταξη, με τον τρόπο που εισάγεται, χωρίς νομίζω να έλαβε ουσιαστικές απαντήσεις.
Ειδικότερα, μέχρι τώρα δεν έχει γίνει αντιληπτός και κατανοητός ο λόγος και η σκοπιμότητα του άρθρου 52 για τη φορολογία των πλοίων.
Φαίνεται να προσαυξάνονται τα ποσά των φόρων και εισφοράς πλοίων πρώτης κατηγορίας του νόμου 25 του 1975, χωρίς να δίνετε ακριβείς απαντήσεις. Η αναπροσαρμογή του συντελεστή φόρου και εισφοράς για την πενταετία 2021 έως και 2025 με το ποσοστό προσαύξησης 4% που αναστέλλεται για το έτος 2021, προστίθεται κατά 2% ετησίως στα ποσοστά των ετών 2024 και 2025. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως, δημιουργείται μια τεράστια διαφοροποίηση στον τρόπου που αντιμετωπίζετε τους μικρούς από τους μεγάλους, τους αδύναμους από τους ισχυρούς. Δεν κατανοούμε τον λόγο αυτής της άνισης μεταχείρισης που στην ουσία θα οδηγήσει τους μικροεπιχειρηματίες να ξεκινήσουν να πληρώνουν εντός του 2022 αλλά τους εφοπλιστές το 2024 και το 2025.
Οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά και την οικονομία μας, ειδικά το τελευταίο διάστημα, θεωρώ είναι ξεκάθαρο πως οδηγεί στο συμπέρασμα και κάνει ολοφάνερο ότι αυτοί που χρήζουν άμεσης βοήθειας από κάθε κυβερνητική επιλογή κι απόφαση, είναι οι μεσαίοι και αδύναμοι οικονομικά. Για ακόμα μία φορά, επιλέγετε όμως να νομοθετήσετε υπέρ των λίγων και ισχυρών.
Όπως τόνισε και ο Ειδικός Αγορητής του ΠΑΣΟΚ οι διατάξεις αφορούν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια, σε αλκοόλη και αλκοολούχα ποτά, σε βιομηχανοποιημένα καπνά. Οι ειδικοί φόροι σε αυτά τα προϊόντα αποτελούν μια κρίσιμη πηγή εσόδων που θεωρητικά αντιστοιχεί σχεδόν στο 15% των φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με το δελτίο μηνιαίων στοιχείων γενικής κυβέρνησης Μαΐου 2022, οι εισπράξεις από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης την περίοδο Ιανουάριος-Μάιος 2022 ήταν 2,6 δισεκατομμύρια, σχεδόν 260 εκατομμύρια ευρώ παραπάνω από το αντίστοιχο πεντάμηνο του προηγούμενου έτους, αύξηση της τάξης του 10%. Μάλιστα, αντίστοιχα, στην ίδια περίοδο η αύξηση των έμμεσων φόρων σε σχέση με την περσινή περίοδο ήταν 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ έως σήμερα, ήτοι 25%.
Άρα, λαμβάνοντας μόνο αυτό σαν στοιχείο, φαίνεται να υπήρχε η δημοσιονομική επιλογή της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Παρόλα αυτά, η σημερινή Κυβέρνηση, όσο και να θέλει να διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έρχονται στιγμές που τη διαψεύδουν. Αναφέρομαι προφανώς, στην αγαπημένη τακτική της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, αντί να λαμβάνει μέτρα ουσίας για τους Έλληνες πολίτες να αρκείται στην εφεύρεση κάθε φορά, ενός νέου επιδόματος. Μια επιλογή της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που στις εκλογές όπως γνωρίζουμε όλοι, δεν τους ήταν αρκετό ώστε να ξεγελάσουν τον ελληνικό λαό. Είναι σίγουρο ότι το ίδιο θα συμβεί και στη Νέα Δημοκρατία.