ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Όλες οι “μάχες” που έδωσε το ΠΑΣΟΚ κόντρα σε όσους ήθελαν να καταστήσουν την εκκλησία μηχανισμό χειραγώγησης του λαού. Απο την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα!
Στην εποχή της λογικής και της αυτοπροστασίας απο μια επιδημία, αυτή του κορονοϊού, η Ελλάδα-με την σιωπή της κυβέρνησης ΝΔ- “διχάζεται” βλακωδώς μεταξύ “θείας κοινωνίας” και μέτρων πρόληψης εξάπλωσης της νόσου…
Το ΠΑΣΟΚ, η δημοκρατική παράταξη, δεν δίστασε ποτέ να τα “βάλει” με αυτούς που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν ως μοχλό χειραγώγησης την Εκκλησία της Ελλάδος. Ας θυμηθούμε απο την μεταπολίτευση κι ύστερα τις “μάχες” ενάντια στον συντηρητισμό και τις αγκυλώσεις που υπάρχουν -ξόφθαλμα- στην Ελληνική κοινωνία, την.. “δεξιά του Κυρίου”.
Εκκλησία και κράτος (η εκάστοτε κυβέρνηση) από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα έχουν πολλές φορές «διασταυρώσει» τα ξίφη τους για καίρια ζητήματα (διαχωρισμός κράτους-Eκκλησίας, ταυτότητες, εκκλησιαστική περιουσία, πολιτικός γάμος, Θρησκευτικά, καύση νεκρών) και πρόσφατα με την “θεια κοινωνία” Vs Κορονοϊος με «νίκες και ήττες» εκατέρωθεν. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος και όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί η Εκκλησία είναι ο «μεγάλος κερδισμένος» και αυτό εκτιμάται πως οφείλεται τόσο στους χειρισμούς των ηγετών της (Σεραφείμ, Χριστόδουλος, Ιερώνυμος) όσο και στο ότι «στη συνείδησή του ο λαός βλέπει στο πρόσωπό της μια σταθερή αξία».
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Το 1982 ξεσπά η πρώτη σοβαρή κόντρα Εκκλησίας με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους της Εκκλησίας, με τους μητροπολίτες να καταγγέλλουν την τότε κυβέρνηση από άμβωνος. Διοργανώθηκαν, μάλιστα, και διαδηλώσεις, με κυρίαρχο σύνθημα «Αλλαγή δεν γίνεται δίχως τον Χριστό». Τελικά, το νομοσχέδιο ψηφίστηκε στις 17 Φεβρουαρίου, με την Εκκλησία να καταγράφει στο ιστορικό της μία μικρή «ήττα».
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Η δεκαετία του ’80 υπήρξε «σταθμός» για τις σχέσεις Εκκλησίας-κράτους, οι οποίες δοκιμάστηκαν έντονα. Το 1985 ο τότε υπουργός Παιδείας Απόστολος Κακλαμάνης έφερε στη Βουλή νομοσχέδιο για τη ρύθμιση θεμάτων της μοναστηριακής περιουσίας.
Η απάντηση της Ιεραρχίας ήταν άμεση. Με υπόμνημά της στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου κατήγγειλε «την ενέργειαν της κυβερνήσεως να προσέλθει εν αγνοία αυτής εις την σύνταξιν και κατάθεσιν του εν λόγω νομοσχεδίου, διότι κάτω από τη μονομερή αυτήν πράξιν διαβλέπει τον κίνδυνο προστριβών μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας».
Η Ιεραρχία, μάλιστα, πρότεινε «εις το πλαίσιο μιας αμφοτεροβαρούς συμφωνίας θα ενδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το κράτος τη δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσία, λαμβάνουσα όμως ανταλλάγματα άλλης μορφής».
Το κλίμα ήταν «εκρηκτικό». Ο μακαριστός Σεραφείμ, στις 13 Ιανουαρίου του 1986, πηγαίνει εσπευσμένα στο Καστρί και συζητά για τις εξελίξεις με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Ακολουθεί και νέα συνάντηση. Ο Ανδρέας Παπανδρέου παίρνει στα χέρια του το υπόμνημα της Ιεραρχίας, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία δεχόταν να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και της μοναστηριακής περιουσίας, που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), τη λεγόμενη ρευστοποιητέα, καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές. Ως αντάλλαγμα έγινε πρόταση να εξασφαλιστεί η κυριότητα των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, ενώ ζητείτο επίσης η κατάργηση της εισφοράς του 35% των εσόδων των ναών.
Στην κυβέρνηση Παπανδρέου γίνεται ανασχηματισμός και νέος υπουργός ορίζεται ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος παρουσιάζει και τις δικές του προτάσεις: Το σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο κράτος. Ο Τρίτσης πρότεινε, μάλιστα, να παραχωρήσει η Εκκλησία τη μη αστική της περιουσία στην Πολιτεία.
Οι αντιδράσεις ήταν έντονες. Ο Αντώνης Τρίτσης επιμένει και δεν δέχεται καμία υποχώρηση. Στις 12 Μαρτίου του 1987 φέρνει στη Βουλή νομοσχέδιο για τη μοναστηριακή περιουσία, το οποίο περιελάμβανε διατάξεις που προέβλεπαν τη συμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια.
Στις 19 Μαρτίου 1987 η Ιεραρχία ανακοινώνει συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα και ταυτόχρονα ενημερώνει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Μάλιστα, αποφασίζει να απέχει από τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου. Τελικά, παρά τις αντιδράσεις, ο νόμος 1700/1987 ψηφίστηκε στις 2 Απριλίου, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Λίγο αργότερα, ο Αντώνης Τρίτσης παραιτείται.
ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
«Ας λέει ο νόμος ό,τι θέλει, αν ο λαός δεν συναινεί, δεν εφαρμόζεται», ήταν η απάντηση του μακαριστού Χριστόδουλου για την απόφαση της τότε κυβέρνησης Σημίτη (το 2000) να απαλείψει το θρήσκευμα από τις ταυτότητες. Παρά τις εκρηκτικές αντιδράσεις της Εκκλησίας, η κυβέρνηση, με υπουργό Δικαιοσύνης τον Μιχάλη Σταθόπουλο, προωθεί κανονικά το θέμα. Ο Χριστόδουλος προειδοποιεί: «Την Εκκλησία όποιο χέρι τόλμησε να την αγγίξει ξεράθηκε».
Στα κηρύγματά του κάνει λόγο για «πραξικόπημα» και μιλά ευθέως για δημοψήφισμα. «Να γίνει ένα δημοψήφισμα και θα δουν ότι ο λαός προσυπογράφει μαζί μας».
Αποφασισμένος να φτάσει στα άκρα την κόντρα του με την κυβέρνηση Σημίτη, διοργανώνει συλλαλητήρια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, στη «λαοσύναξη» της Αθήνας κράτησε στα χέρια του το αντίγραφο του λαβάρου της Επανάστασης του 1821, που μετέφερε από την Αγία Λαύρα ο μητροπολίτης Καλαβρύτων, Αμβρόσιος. Η Εκκλησία συγκεντρώνει 3 εκατομμύρια υπογραφές, τις οποίες και παρέδωσε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. Στη «μάχη» αυτή η Εκκλησία δεν είχε «το πάνω χέρι», ενώ οι σχέσεις με την κυβέρνηση είχαν ήδη «ψυχρανθεί» για τα καλά.
Με πληροφορίες απο “Ελευθερο Τύπο” και “Μηχανη του Χρόνου”