ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Παύλος Χρηστίδης: «Νομοθετείτε τη φτώχεια»
Ομιλία Παύλου Χρηστιδη, υπεύθυνου Κ.Τ.Ε. Εργασίας ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής στην 4η συνεδρίαση της επιτροπής Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, με θέμα ημερήσιας διάταξης τη συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και με τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (Ε.Ε.) 2022/2041 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Οκτωβρίου 2022 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Αναπροσαρμογή μισθών προσωπικού δημοσίου τομέα – Ρυθμίσεις για τον καθορισμό κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027»
Ευχαριστώ κύριε Πρόεδρε,
Θα ξεκινήσω με το γενικό συμπέρασμα όλων αυτών των ημερών που συζητούμε την πρόταση της κυβέρνησης για την ενσωμάτωση της Οδηγίας της ΕΕ για επαρκή κατώτατο μισθό και την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με στόχο την κάλυψη του 80% των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Κατά τη γνώμη μας η κυβέρνηση ακολουθώντας μια φοβική και εξόχως συντηρητική προσέγγιση αποτυγχάνει και στους δύο κύριους στόχους της Οδηγίας. Επί της ουσίας επιλέγει να νομοθετήσει απλώς για να καλύψει την υποχρέωσή της, διαπράττει μια οφθαλμοφανή απάτη σε βάρος των εργαζομένων κυρίως όμως σε βάρος των προοπτικών της εθνικής μας οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας.
Η ουσία της οδηγίας που προήλθε κατόπιν της επιμονής των σοσιαλιστών Ευρώπης, δηλαδή του ΠΑΣΟΚ και των συγγενών ιδεολογικά κομμάτων είναι να αναπτυχθεί ένας μηχανισμός που θα διασφαλίζει την επάρκεια των εισοδημάτων κάθε εργαζόμενου από την εργασία του και μόνο, ενώ με την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων θα μπορεί να επιτυγχάνεται καλύτερο επίπεδο διαβίωσης για όσους εργαζόμενους καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας χωρίς να απειλείται η πραγματική οικονομία.
Το πρώτο επομένως που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν ο κατώτατος μισθός των 830 μεικτά σήμερα είναι επαρκής, εάν θα είναι επαρκής το 2025 που θα αυξηθεί κατά 40 ευρώ μεικτά, εάν θα είναι επαρκής το 2026 που θα αυξηθεί σύμφωνα με τις εξαγγελίες για ακόμη 40 ευρώ μεικτά ή εάν θα είναι επαρκής το 2027 που θα αυξηθεί επίσης κατά 40 ευρώ μεικτά.
Η απάντηση είναι όχι. Ούτε σήμερα είναι επαρκής ούτε το 2027 θα είναι επαρκής και σε αυτό συμφωνεί η ΕΛΣΤΑΤ, η Eurostat, o ΟΟΣΑ, η Τράπεζα της Ελλάδος. Για να είναι επαρκείς αυτές οι αυξήσεις θα πρέπει να έχουμε αποπληθωρισμό στους δείκτες βασικών αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή στην ομάδα διατροφής, στέγασης, ενέργειας, μεταφοράς, ιδιωτικών δαπανών υγείας και παιδείας και βέβαια αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας και των ασφαλιστικών εισφορών.
Επομένως το ερώτημα είναι όταν η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι διαμορφώνει ένα δίχτυ ασφαλείας τι εννοεί; Πρόκειται για τη νομοθέτηση της φτώχειας. Η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα βρίσκονται στα όρια της φτώχειας ότι και αν γίνει και σε περίπτωση ακραίου πληθωρισμού μέχρι το 2027 ο κατώτατος μισθός θα βρεθεί κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ακόμα όμως και με σταθερό πληθωρισμό οι αυξήσεις που φέρνει υπολείπονται σημαντικά των αναγκών κάλυψης των βασικών αναγκών.
Γιατί όταν η καθαρή αύξηση κατ’ έτος υπολείπεται και μάλιστα σημαντικά των 40 ευρώ το μήνα το διαθέσιμο εισόδημα παραμένει ανεπαρκές και καθίσταται ο εργαζόμενος ευάλωτος σε κάθε ακραία ανατίμηση είτε του ρεύματος, είτε ενός και μόνο βασικού προϊόντος όπως για παράδειγμα το ελαιόλαδο το 2024.
Μπορεί να προσδιοριστεί ο επαρκής κατώτατος μισθός; Εμείς λέμε ναι εφόσον συμφωνηθούν οι κατάλληλοι δείκτες που θα χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό. Μπορούν αυτοί οι δείκτες να αποφασιστούν από την κυβέρνηση και μόνο; Εμείς πιστεύουμε ότι όχι. Οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να προχωρήσουν σε διαβουλεύσεις και να συμφωνήσουν αυτούς τους δείκτες έτσι ώστε και η επάρκεια να επιτευχθεί και να μην βρεθούν σε ευάλωτη θέση οι επιχειρήσεις και άρα σε διακινδύνευση οι προσφερόμενες από αυτές θέσεις εργασίας. Σε αυτή τη διαπραγμάτευση οφείλει να συμμετέχει και η κυβέρνηση ως εργοδότης και οι δημόσιοι υπάλληλοι ως εργαζόμενοι. Έχει εφαρμοστεί αυτή η μέθοδος στην Ελλάδα και ποια τα αποτελέσματα; Έχει εφαρμοστεί, κατέληγε πάντα σε συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και ταυτόχρονα λειτουργούσε πολύ πιο αποτελεσματικά από ότι σήμερα ο θεσμός των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές ή κλαδικές συμβάσεις εργασίας.
Η λογική του αλγόριθμου τώρα που εισηγείται η κυβέρνηση και κατηγορεί τόσο τα κόμματα της αντιπολίτευσης όσο και συνολικά τους κοινωνικούς εταίρους ότι τοποθετούνται ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων, ειδικά όσων αμείβονται με τον μικρότερο νόμιμο μισθό, αποτελεί μια μειοψηφική πρακτική σε επίπεδο ΕΕ. Συγκεκριμένα από τις 21 χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό μόλις οι 8 χρησιμοποιούν κάποιον αλγόριθμο ή κάτι που να μοιάζει μα αλγόριθμο. Πρόκειται για τις Γαλλία, Πολωνία, Ρουμανία, Λιθουανία, Ουγγαρία που χρησιμοποιούν διαφορετικούς αλγόριθμους ή προβλέπουν άλλου τύπου ασφαλιστικές δικλείδες (Γαλλία) για να προστατεύονται τα συμφέροντα των εργαζομένων. Σε αυτές αν θέλετε μπορούμε να προσθέσουμε το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο που διαθέτουν ένα αυτοματοποιημένο σύστημα αρκετά διαφορετικό, ίσως και την Ολλανδία που διαφέρει πλήρως από τις άλλες χώρες και αξιολογεί τον κατώτατο μισθό δύο φορές τον χρόνο.
Στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό αυτός προκύπτει από συλλογικές διαπραγματεύσεις όπως ζητούν οι κοινωνικοί εταίροι και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Από τις χώρες τώρα που χρησιμοποιούν κάποιον αλγόριθμο εσείς επιλέξατε την Γαλλία. Επιλέξατε δηλαδή τον αλγόριθμο που στην τελευταία τετραετία ακραίου πληθωρισμού επέφερε της χαμηλότερες ποσοστιαία ονομαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Ο αλγόριθμος της Γαλλίας που διαφημίζεται ως ιδανικό συνεπάγεται τις μικρότερες αυξήσεις όχι μεταξύ των οκτώ χωρών που αναφέρθηκαν προηγουμένως αλλά μεταξύ των 21 χωρών της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό.
Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό τα τελευταία τέσσερα χρόνια που δόθηκαν στη Γαλλία υπολείπονται του 15%, ενώ στην Ελλάδα ήταν περίπου στο 25% και κατά μέσο όροι στην ΕΕ αυξήθηκαν περισσότερο από 35%. Αυτά τα δεδομένα μας κατέταξαν προτελευταίους σε αγοραστική δύναμη ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία, η οποία είναι θέμα χρόνου να μας ξεπεράσει αφού η συνολική αύξηση στον κατώτατο μισθό ήταν τα τελευταία τέσσερα χρόνια διπλάσια από αυτή της Ελλάδας ξεπερνώντας το 50%. Οι φτωχότερες χώρες της ΕΕ κάνουν πραγματικά έναν αγώνα δρόμου να συγκλίνουν με τις πλουσιότερες σε όρους εισοδημάτων και αγοραστικής δύναμης των πολιτών τους, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαρκή πορεία όλο και μεγαλύτερης απόκλισης.
Στη Γαλλία μάλιστα που χρησιμοποιείται ως παράδειγμα, το 94% των εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό οριακά υπερβαίνει το 30% και με τη διαδικασία που προτείνετε περισσότερο πιθανό είναι το ποσοστό αυτό να μειωθεί. Επίσης στη Γαλλία υπάρχουν θεσμοθετημένοι κανόνες υπέρβασης του ποσοστού που προκύπτει από τον αλγόριθμο ενώ στην Ελλάδα αντίθετα προβλέπεται συνολικά 8 παράγοντες που έστω και ένας να συντρέχει οι αυξήσεις θα μπορούν να είναι μικρότερες. Οι παράγοντες μάλιστα αυτοί είναι τόσο αόριστα διατυπωμένοι που είναι στην ευχέρεια της κυβέρνησης να τους επικαλείται κάθε χρόνο καθιστώντας τους εργαζόμενους ακόμα φτωχότερους από όσο είναι σήμερα.
Μας καλείτε να συναινέσουμε σε μια υπόσχεση φτώχειας, αφού ο κατώτατος μισθός δεν θα μπορεί να υπερβεί του πληθωρισμού των φτωχών και το ήμισυ της γενικής παραγωγικότητας.
Τι άλλο κάνετε; Αφού έχετε προαποφασίσει αυξήσεις ως το 2027 προφανώς ανεπαρκείς, καλείτε τους κοινωνικούς εταίρους να συντάξουν εκθέσεις για τον κατώτατο μισθό και να συμμετέχουν σε μια μη δεσμευτική διαβούλευση για την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η ευρωπαϊκή οδηγία ορίζει ότι πρέπει με την ενσωμάτωσή της να προκύπτει σαφές σχέδιο σε χώρες σαν την Ελλάδα ώστε οι συλλογικές συμβάσεις να καλύψουν το 80% των μισθωτών στις χώρες-μέλη της ΕΕ. Καλείτε τους κοινωνικούς εταίρους να υποβάλλουν τις προτάσεις τους και επιφυλάσσετε για την κυβέρνηση τον καθορισμό τελικά του οδικού χάρτη επέκτασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε ένα χρονοδιάγραμμα πενταετίας.
Θα φτάσουμε με αυτό το αόριστο και μη δεσμευτικό πλαίσιο στο ποσοστό κάλυψης του 80% που ζητά η οδηγία ή ακόμα καλύτερα στο 94% που έχει κατακτήσει η Γαλλία; Όχι. Γιατί; Διότι αν η κυβέρνηση επιδίωκε πραγματικά την επέκταση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ώστε να οδηγούν σε επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα εκκινούσε η ίδια τις διαπραγματεύσεις ως εργοδότης με τις ομοσπονδίες των δημοσίων υπαλλήλων.
Για να αντιστρέψουμε την φτώχεια στην Ελλάδα θα πρέπει να αναπτυχθεί μια ολιστική πολιτική αύξηση τόσο των ονομαστικών εισοδημάτων όσο και της αγοραστικής δύναμης που αυτά εξασφαλίζουν στους αποδέκτες τους, δηλαδή οι αυξήσεις θα πρέπει να υπερβαίνουν και μάλιστα σημαντικά τον πληθωρισμό. Για να στηριχθεί μάλιστα η μεσαία τάξη θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική αναπροσαρμογή της φορολογικής πολιτικής και λογικής και να προκύψουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας που θα προσφέρουν και αυτές καλύτερους μισθούς από αυτούς που σήμερα προσφέρονται.
Η κοινωνική ειρήνη άλλωστε και η κοινωνική συνοχή προκύπτει μέσα από αυτές, ακόμα και τις επίπονες συλλογικές διαπραγματεύσεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση αυτό που προκύπτει είναι οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις. Επίσης, μια χώρα που θέλει να ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ και του δυτικού κοινωνικού και οικονομικού status δεν μπορεί να διακατέχεται από την εμμονή ότι θα κερδίσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υποβαθμίζοντας την αμοιβή της εργασίας. Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης έχει αποτύχει και οι συνέπειες είναι πλέον ορατές παντού.
Κυρία Υπουργέ, δεν ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί αλλά η κυβέρνηση έχει επιλέξει εσάς, ως το πρόσωπο που θα νομοθετήσει τη φτώχεια. Η συνολική πολιτική της κυβέρνησης, παρά τα όσα ισχυρίζεστε και παρά την ανάπτυξη που καταγράφεται υπόσχεται στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μια μέτρια ζωή. Εμείς δεν μπορούμε να συναινέσουμε και δεν πρόκειται να συμβιβαστούμε με μια μέτρια ζωή για τον ελληνικό λαό. Εργαζόμαστε, διαβουλευόμαστε καθημερινά και διαμορφώνουμε μια πολιτική πρόταση διακυβέρνησης που θα θεμελιώνει μια καλύτερη ζωή για όλους, που θα αυξάνει τις προοπτικές και τις προσδοκίες όλων, που θα βγάλει τον ελληνικό λαό από τη φτώχεια και θα του επιτρέψει να διεκδικήσει ένα καλύτερο παρόν και μέλλον για όλους.