ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΓΣΕΕ: Έρευνα-“κόλαφος” για την κυβέρνηση Μητσοτάκη – Ο πληθωρισμός “μηδενίζει” την αύξηση του κατώτατου μισθού
Πόσα έχουν χάσει οι εργαζόμενοι. Χωρίς κλαδική κάλυψη η συντριπτική πλειονότητα. Χτυπά καμπανάκι στασιμοπληθωρισμού η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
Η ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ που παρουσίασε χθες ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Γιάννης Παναγόπουλος και ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) Γιώργος Αργείτης, χτυπάει μάλιστα, το καμπανάκι του στασιμοπληθωρισμού, καθώς εκτιμάται ότι «ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημίας, της ακρίβειας και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας» με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή κι επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Σε επίπεδο κατανάλωσης, τα στοιχεία είναι ανησυχητικά καθώς τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν 18% έναντι 14,7% το Μάρτιο.
Αναφέρει το “Euro2day”: Σύμφωνα με την ανάλυση του επιστημονικού διευθυντή του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Γ. Αργείτη, ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης και κυρίως του πληθωριστικού σοκ δημιουργούν ένα εκρηκτικό και άκρως ανησυχητικό κοκτέιλ. Στην έκθεση μάλιστα, επισημαίνεται πως εάν δεν υπάρξει αποτελεσματική διαχείριση, τότε υπονομεύεται η προοπτική της οικονομίας για τη διετία 2022-2023. Η ΓΣΕΕ επισημαίνει πως είναι πολύ σημαντικό για την πολιτική οικονομία της χώρας να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εγκλωβισμού της σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού καθώς εκτιμά πως μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το πολιτικό και το γεωπολιτικό ρίσκο της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, το κύμα της ασταμάτητης ακρίβειας έχει ισχυρές μακροοικονομικές συνέπειες. Αυξάνει την αβεβαιότητα σε πολλά πεδία οικονομικών αποφάσεων, αλλά πρωτίστως επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση, που αποτελεί τον κύριο προσδιοριστικό παράγοντα του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται δε, στο έλλειμμα αυτάρκειας και την υψηλή εξάρτηση της χώρας από τις εισαγωγές σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά επισημαίνοντας ότι αυτά τα στοιχεία μας δείχνουν και τους αναγκαίους μετασχηματισμούς που πρέπει να συντελεστούν ώστε το παραγωγικό σύστημα να γίνει βιώσιμο.
Η ΓΣΕΕ υπογραμμίζει το γεγονός ότι η πανδημική κρίση, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι οικονομικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία έχουν διαμορφώσει μια νέα οικονομική και γεωπολιτική πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από έναν κίνδυνο μιας πιθανής επισιτιστικής κρίσης. Οι ελλείψεις και οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων, των καυσίμων, των λιπασμάτων και πολλών άλλων τελικών και ενδιάμεσων αγαθών πολύτιμων στις εθνικές και διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και διανομής αποτελούν στην τρέχουσα περίοδο πηγή μεγάλης αβεβαιότητας, καθώς θεωρούνται πιθανές αιτίες ενεργοποίησης αποσταθεροποιητικών διαδικασιών.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν σύμφωνα με την Συνομοσπονδία, τη σημασία της ποιοτικής αναβάθμισης και της ποσοτικής επέκτασης του εγχώριου παραγωγικού συστήματος με άξονα την αυτάρκεια και επάρκεια σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά.
Παρατηρώντας την εξέλιξη του δείκτη εξάρτησης από τις εισαγωγές το 2010 και το 2019 διαπιστώνεται ότι οι περισσότερες κατηγορίες τροφίμων σημείωσαν αύξηση της εξάρτησής τους από τις εισαγωγές με την υψηλότερη να εντοπίζεται στις αμυλώδεις ρίζες (28,2%) και ακολουθούν τα αυγά (14,4%) και τα γαλακτοκομικά προϊόντα (13,4%). Από την άλλη πλευρά μόλις δύο κατηγορίες τροφίμων παρουσίασαν βελτίωση, τα όσπρια (-25,8%) και τα ελαιούχα φυτά (-4,3%), ενώ σχεδόν αμετάβλητη παρέμεινε η εισαγωγική εξάρτηση στα φυτικά έλαια, στο ψάρι και στα αλκοολούχα ποτά.
Η κατάσταση της εισαγωγικής εξάρτησης το 2019 ‒η οποία πιθανόν είναι ενδεικτική και για την τρέχουσα περίοδο‒ είναι η εξής: Την υψηλότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές παρουσιάζουν οι κατηγορίες ζάχαρη & γλυκαντικά (111,4%), ψάρι (91,9%) και γαλακτοκομικά (62,7%). Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη εξάρτηση από τις εισαγωγές παρουσιάζουν τα ελαιούχα φυτά (12,2%) και ακολουθούν τα λαχανικά (13,7%) και τα όσπρια (15,2%).
Εάν συγκριθεί ο δείκτη αυτάρκειας σε βασικά προϊόντα μεταξύ των ετών 2010 και 2019 διαπιστώνεται ότι τη μεγαλύτερη βελτίωση ως προς την αυτάρκεια της εγχώριας παραγωγής παρουσιάζουν τα όσπρια (26%) και ακολουθούν σε σαφώς χαμηλότερο επίπεδο τα λαχανικά (6,3%) και τα ελαιούχα φυτά (4,7%). Από την άλλη πλευρά, ιδιαίτερα υψηλή εμφανίζεται η μείωση της αυτάρκειας στη ζάχαρη και γλυκαντικά (-28,6%), όπως και στις αμυλώδεις ρίζες (-19,8%) και στα δημητριακά (-16,5%).
Έτσι, και παρά την βελτίωση στην αυτάρκεια που εμφάνισαν οι περισσότερες κατηγορίες διατροφικών αγαθών, μόλις τρεις χαρακτηρίζονται από πλήρη αυτάρκεια, δηλαδή με ποσοστό άνω του 100%: τα φρούτα πλην κρασιού (147,6%), τα λαχανικά (117,2%) και τα ελαιούχα φυτά (101,7%). Την ίδια στιγμή η χαμηλότερη αυτάρκεια εντοπίζεται στη ζάχαρη και γλυκαντικά (11,4%) και ακολουθεί το ψάρι (36,7%) και το κρέας (51%).
Τα ανησυχητικά στοιχεία που επισημάνθηκαν κατά την παρουσίαση της έκθεσης είναι μεταξύ άλλων:
Τον Απρίλιο του 2022 η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού ήταν 18% έναντι 14,7% το Μάρτιο. Ο μέσος μισθός στο ιδιωτικό τομέα έχασε τον Απρίλιο το 9,9% της αγοραστικής δύναμης ενώ στη μερική απασχόληση οι απώλειες διαμορφώθηκαν στο 28% έναντι 23% το Μάρτιο του 2022.
Ακόμη κι αν η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού είχε δοθεί το Απρίλιο η απώλεια θα ήταν 9%.
Το 2021 υπεγράφησαν 16 κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις εργασίας. Συνολικά, βρίσκονται σε ισχύ 34 κλαδικές συμβάσεις εργασίας που καλύπτουν όμως, δυνητικά, 625.000 εργαζόμενους, ήτοι μόλις το 27% του συνόλου των μισθωτών.
Μεγάλες είναι οι ανισότητες στις αμοιβές μεταξύ εργαζόμενων πλήρους και μερικής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 2021 οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης απασχολούνταν το 76 % του χρόνου εργασίας των πλήρως απασχολούμενων αλλά αμείβονταν με μόλις το 38% της αμοιβής των τελευταίων. Μάλιστα, οι γυναίκες μερικώς απασχολούμενες ελάμβαναν το 84 % της αμοιβής των ανδρών.
Στην αγορά εργασίας κρίνεται θετική η μείωση της ανεργίας. Ωστόσο η Ελλάδα έχει το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ.
Σε επίπεδο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2021, η Ελλάδα υπολείπονταν του 2019 κατά 1%. Συνυπολογίζοντας δε και το κόστος διαβίωσης, η χώρα μας είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος έθεσε εκ νέου θέμα ισχυρής δέσμευσης της κυβέρνησης για αποτελεσματικά μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, του εισοδήματος των εργαζομένων και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, εκτίμησε ότι όσο πλησιάζουν οι εκλογές, το θέμα της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, ήτοι τα προ –μνημονιακά επίπεδα θα επανέρχεται, με εργαλιακή χρήση από την πλευρά της κυβέρνησης. Ο κ. Παναγόπουλος για μια ακόμη φορά κάλεσε την κυβέρνηση να παραχωρήσει στους κοινωνικούς εταίρους τη δυνατότητα ρύθμισης του κατώτατου μισθού, ενώ τάχθηκε και υπέρ μιας Εθνικής Συμφωνίας για τα εργασιακά όπως έγινε στην Ισπανία μεταξύ κυβέρνησης, εργαζομένων και εργοδοτών.