ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Παναγιώτης Βλάχος: «Αυτή τη φορά είναι αλλιώς: Επιδοτήσεις, δάνεια και εγγυήσεις να στηρίξουν θέσεις εργασίας και να δημιουργήσουν νέες»
Άρθρο του Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής στην εφημερίδα «Θέμα της Κυριακής»:
«Η εργασία είναι από τα πρώτα θύματα της πανδημικής κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες 42 εκ. Ευρωπαίοι έχουν ενταχθεί σε προγράμματα στήριξης. Περίπου το ¼ έχασε τη δουλειά του ή μπήκε σε αναστολή. Ενώ στην Ελλάδα οι πρώτες εκτιμήσεις “βλέπουν’ ανεργία από 18% έως 22% για το 2020. Μέσα σε μια χρονιά δηλαδή, θα χαθούν περίπου όσες δουλειές κερδήθηκαν την τελευταία τριετία.
Σε Ελλάδα και Ευρώπη, δίπλα στις τάσεις που προϋπήρχαν της πανδημίας, βλέπουμε να προστίθενται καινούριες. Για παράδειγμα, η επισφάλεια αυξάνεται και δεν αφορά μόνο τα επαγγέλματα που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, όπως νοσηλευτές, κουριερ, ντελιβεράδες, οδηγοί κ.α. Αγγίζει πλέον τους αυτοαπασχολούμενους, τους επιστήμονες, τους μικρομεσαίους, τα στελέχη επιχειρήσεων, τους καλλιτέχνες. Ήδη στην Ελλάδα, η ΠΝΠ Βρούτση και το πρόγραμμα “συν-εργασία” με την πρόβλεψη “μισός μισθός για μισή δουλειά” έχει προετοιμάσει το έδαφος για να γίνει η μερική απασχόληση και η φτώχεια μέσα στην εργασία, κανόνας.
Επιπλέον, είδαμε ότι η αυτοματοποιηση ή τηλεργασία είναι μια καλοδεχούμενη διέξοδος, αλλά δεν αφορά σε όλα τα επαγγέλματα ούτε σε όλους τους εργαζομένους. Απαιτεί οργάνωση, τεχνολογική υποδομή, διαδικασίες και δεξιότητες, που το 60% περίπου των εργαζομένων και εταιρειών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, δεν διαθέτει. Η προσαρμογή της στις ανάγκες ενός μεγαλύτερου μέρους της οικονομίας, απαιτεί και τεχνολογική ετοιμότητα αλλά και σεβασμό στην ιδιωτικότητα, στον χρόνο και τις ιδιαιτερότητες κάθε εργαζομένου, ώστε να γίνεται πιο παραγωγικός.
Νομοτελειακά, οι ανισότητες θα βαθύνουν. Η θέση της γυναίκας, των μεταναστών και των ευάλωτων ομάδων στον καταμερισμό εργασίας χειροτερεύει, μαζί με την καταπίεση που δέχονται εντός και εκτός σπιτιού. Κάποιοι εργαζόμενοι θα εκτεθούν στους κινδύνους της πανδημίας την τουριστική περίοδο, όπως και οι βιομηχανικοί εργάτες. Οι νεότεροι “ψηφιακοί ιθαγενείς” διατηρούν το τεχνολογικό προβάδισμα έναντι των μεγαλύτερων εργαζομένων. Όσοι νοσούν ή βρίσκονται σε καραντίνα πρέπει να προφυλάσσονται χωρίς να χάνουν τη δουλειά τους.
Επίσης, το κοινωνικό κράτος θα συμπιεστεί. Περισσότεροι άνεργοι, περισσότεροι υπο-απασχολούμενοι μαζί με περισσότερους συνταξιούχους είναι ένα εκρηκτικό μίγμα για τα δημόσια ταμεία, τη χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η παιδεία, η υγεία, η πρόνοια, η ασφάλεια. Χωρίς κοινωνικό διάλογο, με διαδικασίες έκτακτης νομοθέτησης και τα συνδικάτα αποδυναμωμένα, οδηγούμαστε σε μια μονομερή κατάργηση του κοινωνικού συμβολαίου και τους εργαζομένους σε δυσμενέστερη θέση.
Βέβαια, όλα αυτά ξυπνάνε πολιτικά και ιδεολογικά αντανακλαστικά, κυρίως από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως η θεσμοθέτηση μιας μορφής κοινωνικού μισθού στην Ισπανία, η επαναφορά της συζήτησης για το καθολικό εισόδημα, το “πρασίνισμα” των επενδύσεων στην Ιταλία, οι κοινωνικές ρήτρες για πρόσληψη ευπαθών ομάδων ή ανέργων σε δημόσια έργα ή ως εργάτες γης, η επέκταση επιδομάτων των ανέργων, τα δάνεια σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με κρατικές εγγυήσεις αφήνουν περιθώρια ελπίδας και εφαρμόζονται αποσπασματικά και απο συντηρητικές κυβερνήσεις. Έχει συμβεί ξανά άλλωστε και στις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και μετά τον ‘Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν κρίνουμε και από την προηγούμενη οικονομική κρίση, το πρώτο κύμα ωμής κεϋνσιανικής παρέμβασης με κρατικό χρήμα, διαδέχεται η απορρύθμιση, η λιτότητα και μεγαλύτερα κοινωνικά χάσματα. Αυτην τη φορά όμως, μπορούμε να λειτουργήσουμε διαφορετικά. Επιδοτήσεις, δάνεια και εγγυήσεις να χρησιμοποιηθούν για να διατηρήσουν θέσεις εργασίας και γιατί όχι, να δημιουργήσουν νέες. Όχι να καταλήξουν στις τσέπες των ιδιοκτητών, σε offshore ή σε αμφίβολης ποιότητας επενδύσεις. Μόνο έτσι θα βρεθούμε σε καλύτερο σημείο επανεκκίνησης την επόμενη μέρα».