ΓΝΩΜΕΣ
Έφη Στεφοπούλου: “Εγώ ήθελα να τους φάω: Λόγια ενός που «το ‘φερε η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσει έναν ποιητή»”
Γράφει η Έφη Στεφοπούλου*
Διαβάζω ξανά την συνέντευξη που είχε δώσει ο οδηγός του τανκ που έριξε την πόρτα του πολυτεχνείου, ο οποίος είναι μέσα στο προαύλιο του πολυτεχνείου κι έχει βγει από το άρμα του, αμέσως μετά την εισβολή: «Κάποια στιγμή ένας φοιτητής όρμησε κατά πάνω μου και μου είπε: “Τι κατάλαβες τώρα που μπήκες;” Αφήνιασα. Έβγαλα το πιστόλι και προτάσσοντάς το γύρισα και του είπα ουρλιάζοντας: “Σκάσε, ρε κωλόπαιδο, μη σε καθαρίσω”. Αυτός ο φοιτητής δεν ξέρει πόσο τυχερός στάθηκε εκείνη τη στιγμή… Αν έλεγε μια κουβέντα παραπάνω, θα τον σκότωνα! Τέτοιος ήμουν. Ένας φασίστας».
Προσπαθώ να καταλάβω πως είναι δυνατό ένας οπλισμένος και εκπαιδευμένος υποτίθεται άνθρωπος, να σηκώνει με τέτοια ευκολία το όπλο απέναντι σε έναν άοπλο νέο.
Με πόση ευκολία σήμερα – όχι στη χούντα – αστυνομικοί σήκωσαν όπλο να σκοτώσουν 3 άοπλους έφηβους ρομά; Τότε, το ’73, ο οδηγός του τανκ πήγαινε «να τα φάει τα κομμούνια». Τους είχαν γανώσει το μυαλό στο στρατό ότι κάνουν κάτι σπουδαίο, κι ότι αυτοί οι μαλλιάδες φοιτητές είναι κάτι λιγότερο από σκουλήκια. Σήμερα, οι ρομά, οι μετανάστες, οι «σκουρόχρωμοι» αναπαριστούν στον δημόσιο λόγο αυτή την απειλητική ετερότητα. Τον «άλλο» που μέσω της διαφορετικότητάς του, βοηθά να αποκτήσουν ταυτότητα δια της αρνητικής συσχέτισης, άνθρωποι που δεν μπορούν να δουν στον εαυτό τους θετικά χαρακτηριστικά, πρώτη ύλη για να οικοδομήσουν μια ταυτότητα θετικού παραδείγματος.
Η έκθεση του συνηγόρου του πολίτη για τη διερεύνηση περιστατικών αυθαιρεσίας των σωμάτων ασφαλείας είναι αποκαλυπτική. Μόνο σε 16 από τις 113 υποθέσεις που εξετάστηκαν από τον συνήγορο, επιβλήθηκε κάποια πειθαρχική ποινή. Όταν καταγγέλλεται αστυνομικός για περιστατικό αυθαιρεσίας, σπάνια αναζητούνται οι μάρτυρες του περιστατικού οι οποίοι από τις καταθέσεις τεκμαίρεται ότι υπάρχουν (πχ σε μια διαδήλωση). Η γενική γραμματεία αντεγκληματικής πολιτικής που είναι υποχρεωμένη να προωθεί αμελητί στον Συνήγορο τις καταγγελίες για περιστατικά ρατσιστικής συμπεριφοράς σωφρονιστικών υπαλλήλων, δεν το κάνει.
Η τοποθέτηση καμερών (bodycams) στις στολές των αστυνομικών, που θα έλυνε κάποια προβλήματα, θ’ αργήσει ακόμα, γιατί το υπουργείο προστασίας του πολίτη αποφάσισε να μην κάνει διαγωνισμό αλλά να δώσει το έργο με απευθείας ανάθεση (άλλη πληγή αυτή των απευθείας αναθέσεων). Κι όπως ήταν λογικό το ελεγκτικό συνέδριο ακύρωσε τον διαγωνισμό, ο οποίος πρέπει τώρα να τρέξει κανονικά με ανοικτή διαγωνιστική διαδικασία – αφού πρώτα χάθηκαν μερικοί πολύτιμοι μήνες.
Η εν θερμώ αντίδραση των αστυνομικών διορθώνεται με καλύτερη εκπαίδευση, ο διαγωνισμός για τις κάμερες θα γίνει παρόλες τις καθυστερήσεις. Εκείνο που δεν διορθώνεται εύκολα, είναι η διαχεόμενη αίσθηση ατιμωρησίας. Η υποδαύλιση ενός γενικευμένου «καλά τους έκαναν» που προσδίδει μια ηθική υπεροχή και μια νομιμότητα σε κρατικές ενέργειες εναντίον των πιο αδύναμων ή των διαφορετικών.
Το 1973 ο κόσμος ήταν ανοιχτός στο κάλεσμα εκείνων των νέων και έτρεξε στο πολυτεχνείο, παρόλο που τα προηγούμενα 6 χρόνια δεν είχε δείξει κανένα μαζικό σήμα αντίστασης. Σήμερα, πόσο ανοιχτοί είμαστε να ακούσουμε και να καταλάβουμε το διαφορετικό; Τον πιο αδύναμο; Αυτόν που έχει την ταμπέλα του αποσυνάγωγου;
*Έφη Στεφοπούλου
Γραμματέας του τομέα Δημόσιας Διοίκησης στο ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ