Connect with us

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

“H κρίση και οι προοπτικές της Σοσιαλδημοκρατίας”. Άρθρο του Χάρη Καστανίδη

Published

on

Γράφει ο Χάρης Καστανίδης.

 “Η κρίση και οι προοπτικές της σοσιαλδημοκρατίας”

 

Η ιδεολογική ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας και η ισχυρή πολιτική παρουσία των σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη έχoυν κλονισθεί τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό, που ορισμένοι αναρωτιούνται αν υπάρχουν πιθανότητες ανάκαμψης και ελπιδοφόρας προοπτικής τους.

Πιστεύω βάσιμα ότι οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού μπορούν να επανακτήσουν την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, αρκεί να αναλύσουν ψύχραιμα και με γενναιότητα τα αίτια της τωρινής οπισθοχώρησής τους. Μόνο μέσα από την κατανόηση των ιστορικών λαθών τους, μπορούν να ιχνηλατήσουν ένα νέο δρόμο προς το μέλλον, να διαμορφώσουν μια ταυτότητα απολύτως διακριτή από αυτή των συντηρητικών κομμάτων και να αφηγηθούν μια πειστική εναλλακτική λύση στην πραγματικότητα που επέβαλαν η παγκοσμιοποίηση και οι αχαλίνωτες δυνάμεις των αγορών.

KANE “ΚΛΙΚ” ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΓΙΝΕ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗΣ ΣΤΟ ΜΗΝΙΑΙΟ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ “THESOCIALIST.GR” ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟ 1ο ΤΕΥΧΟΣ -ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθέτησαν δύο θεμελιώδεις προγραμματικές αρχές. Η πρώτη αναγνώριζε την αγορά ως το μόνο ρεαλιστικό τρόπο παραγωγής πλούτου. Η δεύτερη όριζε ως ηθικά αποδεκτή την κατανομή του παραγόμενου πλούτου μόνο με οδηγό την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μέσο για τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού και την πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης ήταν η δημιουργία του κοινωνικού κράτους, ως μηχανισμού αναδιανομής του εισοδήματος από τους πλουσιότερους στους φτωχότερους.

Η σοσιαλδημοκρατία πέτυχε τους στόχους της. Κινούμενη στο πλαίσιο των κανόνων που καθιέρωσε η συμφωνία του Bretton Woods, η οποία διευκόλυνε, μεν, την απελευθέρωση του εμπορίου, αλλά προνόησε σοβαρούς ελέγχους στις κεφαλαιακές ροές, καθοδήγησε μια πρωτοφανή ανάπτυξη και ευημερία, τα αγαθά των οποίων διανέμονταν με προσήλωση στην κοινωνική δικαιοσύνη, μέσω του ισχυρού κοινωνικού κράτους. Ο σοσιαλδημοκρατικός ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στα όρια του εθνικού κράτους, ευνοϊκός καθώς ήταν για τις δυνάμεις της εργασίας και της διανόησης, προσέδωσε αδιατάρακτη πολιτική ισχύ στα σοσιαλιστικά κόμματα και κύρος στις ιδέες τους για σχεδόν 40 χρόνια.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες αρχίζουν να μεταβάλλονται ριζικά. Η βαθειά οικονομική ύφεση και ο στασιμοπληθωρισμός που εμφανίσθηκαν τότε, προκάλεσαν δημοσιονομική κρίση του κοινωνικού κράτους. Όσο μειώνονταν τα επιχειρηματικά κέρδη και αυξανόταν η ανεργία, τόσο μειώνονταν τα φορολογικά έσοδα, δηλαδή οι πόροι που χρηματοδοτούσαν τις πολιτικές πρόνοιας. Η αύξηση της ανεργίας συνοδευόταν από το αίτημα μεγαλύτερης έντασης στη λειτουργία του κοινωνικού κράτους και στην παροχή υπηρεσιών πρόνοιας. Η μείωση των επιχειρηματικών κερδών συνοδευόταν από την πίεση για μείωση της φορολογίας. Οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν σε στρατηγική αμηχανία. Έπρεπε να επιλέξουν αν θα διατηρούσαν, σε συνθήκες κρίσης, τις υψηλές δαπάνες του κοινωνικού κράτους ή θα ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με μείωση των φόρων και του πληθωρισμού. Το δίλημμα δεν πρόλαβαν να το αντιμετωπίσουν. Ένα ισχυρό ωστικό κύμα μεταβολών αφαίρεσε από τις εθνικές κυβερνήσεις τον έλεγχο στη διαχείριση των εθνικών οικονομιών. Η κατάργηση της συμφωνίας του Bretton Woods σήμανε την αρχή μιας νέας περιόδου στην παγκοσμιοποίηση, με κύριο χαρακτηριστικό την πλήρη απελευθέρωση της κίνησης του κεφαλαίου. Οι ανεμπόδιστες υπερεθνικές ροές του κεφαλαίου και η στενή διασύνδεση των εθνικών οικονομιών, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, μετέθεσαν το κέντρο βάρους των οικονομικών αποφάσεων από τις αποδυναμωμένες εθνικές κυβερνήσεις στις δυνάμεις της διεθνούς αγοράς, σε μια πυραμίδα ισχυρών ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων που καθοδηγούσαν τις αγορές χρήματος. Ιδεολογικά θεωρήματα, κοινωνικές αξίες, οικονομικές κατακτήσεις και πολιτισμικά πρότυπα ανατράπηκαν άρδην. Ο φονταμενταλισμός των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς κατέστη η νέα πραγματικότητα.

Η σοσιαλδημοκρατία πλήρωσε ακριβά και τη στρατηγική της αμηχανία και την αμφισβήτηση της εθνικής ικανότητας στη λήψη και διαχείριση οικονομικών αποφάσεων. Οι Εργατικοί στη Βρετανία ηττήθηκαν 4 φορές, από το 1979 μέχρι και τις εκλογές του 1992. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες παρέμειναν στην αντιπολίτευση από το 1982 μέχρι και το 1998. Ο Lionel Jospin απέτυχε δύο φορές, το 1993 και το 2002, να περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία. Οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες έχασαν την πρωτοκαθεδρία.

Advertisement

Οι σοσιαλιστές για να ξεπεράσουν τα άγονα χρόνια επιχείρησαν σειρά ιδεολογικών και προγραμματικών αναθεωρήσεων, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Έτσι, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετακίνησαν τον ιδεολογικό και πολιτικό τους άξονα δεξιότερα. Οι αναθεωρήσεις που επέλεξαν έφεραν πιο κοντά τις θέσεις τους στις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού.

Οι νέοι Εργατικοί του Μπλερ, οι νέοι Δημοκρατικοί του Κλίντον και οι νέοι Κεντρώοι του Σρέντερ επεξεργάσθηκαν και υιοθέτησαν παραλλαγές αυτού που ο Giddens αποκάλεσε Τρίτο Δρόμο. Οι πολιτικές του Τρίτου Δρόμου δεν ήταν τίποτε άλλο από την αναγνώριση του πρωτείου της αγοράς έναντι της Δημοκρατίας και της κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Βρετανικό Εργατικό κόμμα τροποποίησε το καταστατικό του, ύστερα από πολλές δεκαετίες, για να δηλώσει την πίστη του στην “δυναμική οικονομία της αγοράς”. Κεντρικό θέμα στην πολιτική αφήγηση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ήταν πλέον η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όχι η δίκαιη κατανομή του πλούτου και οι συναφείς εξισωτικές πολιτικές υπέρ των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Το πρωτείο της αγοράς οδηγούσε μοιραία στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας κι αυτή με τη σειρά της στην ευελιξία της εργασίας και στη μείωση των κοινωνικών δαπανών, δηλαδή στη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους.

Ο αναθεωρητισμός της σοσιαλδημοκρατίας στηριζόταν στην πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός μεταλλάχθηκε σε μια κοινωνία της πληροφορίας, σε μιαν οικονομία της γνώσης, όπου πρωταρχική σημασία έχουν η τεχνολογία της πληροφορίας, η ατομική ικανότητα, η ευελιξία των επιχειρήσεων και της εργασίας, όχι οι παραδοσιακές θεωρήσεις της σοσιαλδημοκρατίας.

Οι σοσιαλδημοκράτες επανήλθαν, πράγματι, στην εξουσία και για αρκετά χρόνια άσκησαν τις πολιτικές του Τρίτου Δρόμου. Ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα των οικονομιών τους, μείωσαν τις κοινωνικές δαπάνες, προώθησαν την εργασιακή ευελιξία και, καθώς οι άνεμοι της παγκοσμιοποίησης συρρίκνωναν τις δυνατότητες εθνικών επιλογών, μείωσαν τη φορολογία, αυξάνοντας, έτσι, το περιθώριο του επιχειρηματικού κέρδους. Οι εξισωτικές πολιτικές για όλους όσους είχαν ανάγκη υποχώρησαν  και αντικαταστάθηκαν από στοχευμένες πολιτικές για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι αποκλεισμένοι.

Οι συνέπειες για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν ολέθριες. Για πολλούς ευρωπαίους πολίτες κατέστησαν δυσδιάκριτες οι προγραμματικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ σοσιαλιστών και συντηρητικών. Οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές αυτό που πέτυχαν ουσιαστικά με τις αναθεωρήσεις τους και την άσκηση εξουσίας, από τα μέσα του ’90 και έπειτα, ήταν μια “διόρθωση” της Δημοκρατίας στις ανάγκες της αγοράς. Το εκλογικό τίμημα για τη σοσιαλδημοκρατική στροφή υπήρξε υψηλό. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες είδαν να μειώνεται σταδιακά το εκλογικό ποσοστό τους και το 2017 ηττήθηκαν για τέταρτη συνεχόμενη φορά, πετυχαίνοντας τη χειρότερη εκλογική επίδοση στη μεταπολεμική ιστορία τους. Κατάντησαν το κυβερνητικό συμπλήρωμα των Χριστιανοδημοκρατών. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές, παρά μια μοναδική έκλαμψη, ακολούθησαν την ίδια πτωτική πορεία. Στις τελευταίες προεδρικές εκλογές, το γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα συνετρίβη, με αποτέλεσμα να τίθενται υπαρξιακά ερωτήματα για τη συνέχειά του. Το Εργατικό κόμμα της Βρετανίας παραμένει από το 2010 στην αντιπολίτευση, παρά το γεγονός ότι ο ριζοσπαστισμός του Κόρμπιν του προσέφερε μια δυναμική στις εκλογές του 2017. Το Δημοκρατικό κόμμα του Ματέο Ρέντζι υπέστη καθίζηση τα τελευταία χρόνια στις ιταλικές εκλογές. Τέλος στην Ελλάδα, η δραματική μείωση της δύναμης των σοσιαλιστών δεν εντάσσεται στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο, αλλά οφείλεται στην έκρηξη και τη διαχείριση της χειρότερης κρίσης μετά τον εμφύλιο. Η Κεντροαριστερά διέσωσε τη χώρα από τη χρεοκοπία, χωρίς να μπορέσει να διασώσει τα δικά της εκλογικά ποσοστά. Κατά έναν άδικο ιστορικά τρόπο, πλήρωσε μόνη της βαρύ τίμημα, ενώ όσοι την ακολούθησαν στην εξουσία, δεξιοί και αριστεροί, συνάντησαν την κατανόηση ενός παραιτημένου κόσμου, παρότι  άσκησαν επαχθέστερες πολιτικές. 

Και λοιπόν, δεν έχουν μέλλον τα ευρωπαϊκά κόμματα του δημοκρατικού σοσιαλισμού ;

Οι σοσιαλιστές θα ανακάμψουν στην Ευρώπη, όταν απαντήσουν στον οικονομικό “εξτρεμισμό” της παγκοσμιοποίησης. Όταν επιχειρήσουν εκ νέου τη “διόρθωση” των αγορών προς τις ανάγκες της Δημοκρατίας και της κοινωνίας. Όταν μετατρέψουν το πρωτείο της οικονομίας σε πρωτείο της πολιτικής, μέσω του δημοκρατικού επανελέγχου των εθνικών αποφάσεων. Όλα αυτά δεν σημαίνουν επιστροφή στις πολιτικές των πρώιμων μεταπολεμικών χρόνων. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν από τότε μεταβληθεί άρδην. Απαιτούνται νέες επεξεργασίες και προσεγγίσεις.

Χρειαζόμαστε μια συνετή παγκοσμιοποίηση, που πειθαρχεί σε κανόνες και σέβεται την κανονιστική αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αν το κεφάλαιο απάντησε στον ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό με την κατάργηση των διασυνοριακών ελέγχων και την ανεξέλεγκτη υπερεθνική κίνησή του, οι σοσιαλιστές οφείλουν να ανταπαντήσουν με την επιδίωξη ενός νέου συμβιβασμού υπέρ της κοινωνίας, των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, υπέρ των ανθρώπινων αναγκών, της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Οφείλουν, ακόμη, να εργασθούν εντατικά για να μετατραπεί ο απαθής, ιδιώτης καταναλωτής σε πολίτη, μέσω της εμβάθυνσης της Δημοκρατίας  και της εξασφάλισης διαδικασιών συμμετοχής  στη λήψη των αποφάσεων.

Advertisement

Για να το διατυπώσω όπως το έθεσε ο Rodrick, στο πολιτικό τρίλημμα παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία δεν μπορούμε να επιλέξουμε και τα τρία μαζί. Οι σοσιαλιστές πρέπει να δώσουν έμφαση στη Δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Η θέσπιση παγκόσμιων κανόνων για να ελεγχθούν οι ανεξέλεγκτες χρηματιστηριακές αγορές, προϋποθέτει μια παγκόσμια δημοκρατική διακυβέρνηση. Αλλά, η μεγάλη ποικιλομορφία  εθνών και κρατών και τα διαφορετικά στρατηγικά τους συμφέροντα, καθιστούν μια τέτοια πιθανότητα σχεδόν αδύνατη. Οι σοσιαλιστές, βεβαίως, πρέπει να βρεθούν στην πρωτοπορία των διεθνών συνεννοήσεων για τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών και του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να επανεφεύρουν  τη Δημοκρατία στο εσωτερικό των κρατών τους και στο εσωτερικό λελογισμένων υπερεθνικών ολοκληρώσεων, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σημαντικότερο απ’ όλα, πρέπει να δημιουργήσουν πολλαπλά και πυκνά δίκτυα οικονομικής συνεργασίας και κοινωνικής αλληλεγγύης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, δηλαδή μεταξύ πόλεων και περιφερειών, αναδεικνύοντας ένα νέο πνεύμα τοπικού φεντεραλισμού. Στην υποεθνική κλίμακα, στην κλίμακα κάτω από την εθνική διάσταση, εκεί όπου η εξουσία είναι εγγύτερη στους πολίτες, μπορεί να βρεθούν πολύτιμες απαντήσεις στη μάχη για μια συνετή παγκοσμιοποίηση.

Οι σοσιαλιστές στην πρωτοπορία της διεθνούς συνεννόησης, στην πρωτοπορία του αγώνα για την επιστροφή του πολιτικού και την επαναθεμελίωση της Δημοκρατίας, στην πρωτοπορία για την ανάδειξη του τοπικού φεντεραλισμού, θα είναι οι σοσιαλιστές που ξανακερδίζουν το στοίχημα για την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία τους.