ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Κ.Λαλιώτης: Ανδρέας Παπανδρέου – «Ένας Ηγέτης από το Μέλλον – Αρνητικά στερεότυπα και αλήθειες»
Aρθρο του Κ.Λαλιώτη πιο επίκαιρο απο ποτέ εν έτει.. 2018
Στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και κυρίως την περίοδο που κυοφορήθηκε και εκδηλώθηκε η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, μια κρίση, που έφερε το «Σοκ και Δέος» των αλλεπαλλήλων Μνημονίων τείνουν να επικρατήσουν διάφορα «στερεότυπα» με σχηματικές γενικεύσεις και επικίνδυνες απλουστεύσεις και κυρίως μακριά από τις αλήθειες και τα συγκεκριμένα παραδείγματα. Πολλοί παράγοντες της Δημόσιας Ζωής αλλά και μυριάδες πολίτες περιφέρουν στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και στα Κοινωνικά Δίκτυα Επικοινωνίας διάφορα αρνητικά «στερεότυπα» με συνονθυλεύματα είτε από ψέματα είτε από μισές αλήθειες, που είναι χειρότερα από τα ψέματα.
Τα αρνητικά «Στερεότυπα» αναφέρονται σε αφορισμούς και μηδενισμούς, σε καταδίκες και αναθέματα για την αντίσταση, τη δικτατορία και τη Μεταπολίτευση, για τη Δημοκρατία και τους Δημοκρατικούς Θεσμούς, για το Πολιτικό Σύστημα και την Αυτοδιοίκηση, για τα Κόμματα και τους Πολιτικούς, για τους Κοινωνικούς Θεσμούς, τους Συλλογικούς Φορείς και τα Κοινωνικά Δίκτυα.
Πολλά από τα «στερεότυπα» αυτά με τους συνακόλουθους αφορισμούς και τα συνακόλουθα αναθέματα αφορούν τους θεσμικούς πρωταγωνιστές, τα Κόμματα και τα κυρίαρχα πρόσωπα της Μεταπολίτευσης. Πρωταρχικά και κύρια έχουν ως αιχμή το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εμφανής στόχος ήταν και είναι ο ιστορικός στιγματισμός τους, η πολιτική και η ηθική απαξίωση τους.
Σε όλα αυτά τα αρνητικά «στερεότυπα» υπάρχει απάντηση, υπάρχει επίλογος με τεκμηριωμένα στοιχεία, με επιχειρήματα και αλήθειες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου χωρίς σχεδόν καμία υπεράσπιση παίρνει όπως πάντα μια «γλυκιά εκδίκηση» μέσα από την αλήθεια των λόγων και των έργων του.
Ο Ανδρέας επιθυμούσε να συνομιλεί ο ίδιος αυτοπροσώπως με την Ιστορία. Άλλωστε ο ίδιος ο Ανδρέας όσο ζούσε δεν επιδίωξε ποτέ να οργανώσει την υστεροφημία του είτε μέσα από ένα δίκτυο βιογράφων, υμνογράφων και αγιογράφων είτε μέσα από επιχορηγούμενα Ινστιτούτα και επιχορηγούμενες Ονομαστικές έδρες Πανεπιστημίων, όπως έκαναν ή κάνουν άλλοι Πολιτικοί.
Οι τιμητές, οι αρνητές και οι υβριστές του Ανδρέα Παπανδρέου με τους μύριους τόσους χαρακτηρισμούς, όπως «Λαϊκιστής», «Λαοπλάνος», «Δημαγωγός», «Κρατιστής», «αντι-Ευρωπαϊστής», «Ολετήρας», «Φαύλος», «Αναχρονιστής» κ.λ.π. δεν έχουν καταφέρει να «σβήσουν το άστρο του».
Δεν έχουν καταφέρει να σβήσουν τον αυθεντικό του μύθο και την εγγραφή των προοδευτικών ιδεών του, των δημιουργικών του έργων και των λυτρωτικών πολιτικών του από τη σκέψη, το συναίσθημα και το βίωμα εκατομμυρίων Ελλήνων.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια σε όλες τις Δημοσκοπήσεις, που οι Πολίτες αξιολογούν, κρίνουν και συγκρίνουν όλους τους Πρωθυπουργούς της μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μια σαφέστατη υπεροχή παντού σε όλους τους κρίσιμους τομείς.
Η κατάταξή του διαχρονικά στην πρώτη θέση από τον Ελληνικό Λαό είναι μια αποστομωτική απάντηση για τους εχθρούς και τους αντιπάλους του και μια λυτρωτική απάντηση για τους φίλους του.
Θεωρώ σκόπιμο και χρήσιμο την ανάδειξη τριών σημαντικών πολιτικών παρεμβάσεων του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, γιατί θα συμβάλλουν καταλυτικά να σημάνει η αρχή μιας αντίστροφης μέτρησης για τις αλήθειες ενός Πολιτικού Ηγέτη χωρίς αγιογραφίες και λιβανωτούς.
Αυτές οι τρεις σημαντικές πολιτικές παρεμβάσεις του Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοιχούν στα εξής κείμενα:
(Α.) στην ομιλία του στη Βουλή (28/7/1992) για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με τίτλο «Η Ελλάδα, η Ευρώπη, το Μάαστριχτ, η ΟΝΕ», προφητικά, με διορατικότητα και οξυδέρκεια διατυπώνει τα προβλήματα και τα διλήμματα, που θα αντιμετωπίσει τόσο η Ευρώπη όσο και η Ελλάδα στην πορεία προς την ΟΝΕ και στις διαδικασίες οικονομικής, πολιτικής και αμυντικής ενοποίησής της. Πολύ συνοπτικά σταχυολογώ και παραθέτω ορισμένες περικοπές.
(α.) «Με δεδομένο ότι το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, έχουμε χρέος να περιγράψουμε και να προβάλλουμε ορισμένες κρίσιμες πτυχές της. Όμως το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να πει στο Λαό μόνο τα αναμενόμενα οφέλη, ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα. Αντίθετα πρέπει να τονίσει με ειλικρίνεια το κόστος αυτής της προσαρμογής. Θα πρέπει ο Έλληνας πολίτης να ξέρει τι να περιμένει στο τέλος της πορείας, αλλά και τι θα έχει καταβάλει για να φθάσει στο τέρμα αυτής της δύσκολης και άνισης πορείας…»
(β.) «Αυτή η στρατηγική της Γερμανίας αποτελεί έναν αγώνα για τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, που μας πάνε πίσω περίπου έναν ολόκληρο αιώνα. Παραμένει, βέβαια, πάντα το ερώτημα, σε όλη αυτή την πορεία, εάν πορευόμαστε προς μία «Ευρωπαϊκή Γερμανία» ή προς μία «Γερμανική Ευρώπη».
(γ.) «Στο πλαίσιο της ΕΟΚ σοβούν πάντα η σύγκρουση Βορρά και Νότου. Και αυτό γιατί η Ενιαία Αγορά όταν απουσιάζει κάθε άλλη ουσιαστική πολιτική σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου οξύνει τις αντιθέσεις. Οξύνει τις ανισότητες, όχι μόνο ανάμεσα σε Κράτη – Μέλη, αλλά ανάμεσα και σε περιοχές – περιφέρειες, οι οποίες είναι καθυστερημένες και σε άλλες που είναι προχωρημένες.»
(δ.) «Η Ελλάδα είναι και Ευρωπαϊκή και Βαλκανική και Μεσογειακή χώρα. Είμαστε αναπόσπαστο τμήμα της νέας Ευρώπης που γεννιέται. Στην Ευρωπαϊκή πρόκληση δεν χωράει παρά μόνο μία σθεναρή και θετική απάντηση. Ναι, θα συμμετάσχουμε ενεργά και ισότιμα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Δεν υπάρχει πράγματι εναλλακτική πορεία, παρά μόνο η περιθωριοποίηση της Χώρας μας, όσα και αν είναι τα εμπόδια που στέκονται στο δρόμο μας.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ απλώς αποτελεί για μας ένα εισιτήριο σε ένα δύσκολο και άνισο αγώνα.»
(ε.) «… Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί στην εκκίνηση είμαστε οι τελευταίοι. Ο αγώνας είναι άνισος, γιατί η συνθήκη του Μάαστριχτ εκφράζει σχεδόν απόλυτα τα συμφέροντα και την οπτική γωνία του πλούσιου Βορρά. Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης δεν χωράει μέσα στο Μάαστριχτ. Το Μάαστριχτ για μας αποτελεί ένα σταθμό σε μία πορεία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ένα σταθμό που θα ξεπεραστεί και ίσως αλλοιωθεί στην ίδια την πορεία…».
(στ.) «… Στις προϋποθέσεις για τη συμμετοχή για κάθε μία χώρα ξεχωριστά και για την Ευρώπη ως σύνολο στην ΟΝΕ δεν υπάρχει αναφορά καν στο τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας, τη χειρότερη μορφή ανισότητας που μπορεί να γνωρίσει μία σύγχρονη χώρα…»
(ζ.) «… Οι δείκτες – στόχοι της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) συνιστούν το όραμα ενός «Ευρωπαίου Τραπεζίτη». Εκφράζουν κατά κύριο λόγο τις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις της σημερινής Ευρώπης.»
Το κοινωνικό κόστος για την Ελλάδα της επίτευξης των στόχων στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει η συνθήκη του Μάαστριχτ, είναι τεράστιο όπως και για τις άλλες χώρες του Νότου…»
(η.) «… “Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν είναι πραγματόσημες στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει για την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα και την Ισπανία”. Οι υπολογισμοί που αφορούν την Πορτογαλία και την Ελλάδα φέρνουν ίλιγγο”…»
(θ.) «… Για μένα είναι σαφέστατο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτήν την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου. Τότε μπορείτε να μου πείτε, μοιρολατρικά να δεχθούμε αυτήν την πορεία;
Γιατί ψηφίζουμε “ναι”, μία πορεία συνεχιζόμενης ύφεσης, μεγέθυνσης της ανεργίας και της ανισοκατανομής του πλούτου και του εισοδήματος της βίαιης δημιουργίας μιας κοινωνίας των 2/3, για να μην φθάσω να λέω του 1/3. Η δική μας θέση είναι «Ναι» γιατί υπάρχει και άλλος δρόμος….»
(ι.) «… Στη συνθήκη του Μάαστριχτ υπάρχουν διακηρύξεις. Ουσιαστικές δεσμεύσεις, υπάρχουν κατά κύριο λόγο για την ΟΝΕ, την Οικονομική Νομισματική Ένωση. Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την πολιτική, ούτε για την ενιαία -ούτε καν απλώς για κοινή – Εξωτερική Πολιτική, ούτε για την ενιαία Άμυνα…»
«… Τα σύνορα της Ελλάδας πρέπει να είναι και σύνορα της Ενωμένης Ευρώπης …»
(Β.) στην ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο (2/12/1993) όταν η χώρα μας και η οικονομία μας βρισκόταν στα όρια της χρεοκοπίας, μετά από 3 1/2 χρόνια διακυβέρνησης της Ν.Δ. με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Παραθέτω μόνο τρία εδάφια από αυτή στο Ιστορικό Κείμενο :
«…Αισθάνομαι την ανάγκη να ενημερώσω και εσάς και τον Ελληνικό λαό για την οικονομική κατάσταση και την πορεία της χώρας μας.
Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά της, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρώτου μεγέθους κρίση στα οικονομικά του Δημοσίου. Το Ελληνικό Κράτος δεν είχε διαθέσιμα αρκετά χρήματα για τις άμεσες υποχρεώσεις του, που περνούσαν τα 2,5 τρις δρχ τους τελευταίους τρεις μήνες του 1993. Εξασφαλισμένους χρηματικούς πόρους είχε μόλις 450 δις. Τα υπόλοιπα δυο τρις έπρεπε να βρεθούν, με τακτικό και έκτακτο δανεισμό. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 1993 είχε πέσει άσχημα έξω…».
«…Την κρίση αυτή δεν την προκαλέσαμε εμείς. Βρισκόταν εκεί και μας περίμενε. Χωρίς να είμαστε υπεύθυνοι για την δημιουργία της, είχαμε την ευθύνη για την αντιμετώπισή της. Το πετύχαμε χάρις στην ακούραστη δουλειά των αρμόδιων Υπουργών και άλλων στελεχών της Κυβέρνησης, τους οποίους θέλω όλους να ευχαριστήσω. Τη στιγμή αυτή οι αναγκαίοι χρηματικοί πόροι για να κλείσει ομαλά το 1993 έχουν βρεθεί. Μια πολύ επικίνδυνη για την οικονομία της χώρας κατάσταση ξεπεράστηκε χωρίς καν να γίνει αισθητή στις αγορές. Χωρίς να διαταράξει την οικονομική ζωή του τόπου…».
«…Η κρίση ήταν το αποκορύφωμα της κάκιστης δημοσιονομικής διαχείρισης των τελευταίων τριών χρόνων. Στα χρόνια αυτά χαρίστηκαν αφειδώς φόροι στους πλούσιους, ενώ για δημαγωγικούς καθαρά λόγους οι δαπάνες του Προϋπολογισμού διογκώθηκαν πέρα από κάθε μέτρο. Τον τελευταίο ιδίως χρόνο, που του έδωσαν προεκλογικό χαρακτήρα, η σπατάλη και ο χαρισμός πήραν τις διαστάσεις οργίου. Καταλήξαμε να έχουμε υπέρβαση του ελλείμματος ένα περίπου τρισεκατομμύριο δραχμές πάνω από ό,τι είχε αρχικά προϋπολογισθεί για το 1993. Γενικός απολογισμός της όλης τριετίας της Νέας Δημοκρατίας ήταν να εκτιναχθεί το Δημόσιο Χρέος από 9 τρις δραχμές που το αφήσαμε το 1989 σε 20 περίπου τρις το 1993. Για τόκους και για χρεωλύσια αυτού του Χρέους, θα πληρώσουμε το 1993 πάνω από 4 τρις δραχμές. Το 1994, 5 τρις 300 δις δρχ θα δαπανηθούν για τον ίδιο σκοπό, πάνω από το 70% των συνολικών εσόδων του Προϋπολογισμού…».
(Γ.) στην ομιλία του Ανδρέα στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ (Ιούνιος 1987) με τίτλους «Οι Νέες Τεχνολογίες και οι κυοφορούμενες αλλαγές στις Κοινωνίες, στην Πολιτική και στη Ζωή μας» και «Οι απαντήσεις της Ελλάδας στις προκλήσεις του 1992 και του 2000» περιγράφει εναργέστατα την επερχόμενη επανάσταση των Νέων Τεχνολογιών με τις κοσμογονικές αλλαγές παντού και πάντα, περιγράφει αυτά που ζούμε σήμερα, τον κόσμο του 21ου αιώνα.
Τον περασμένο Ιούνιο συμπληρώθηκαν 21 χρόνια από τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου έφυγε από τη ζωή. Με το εκτεταμένο και αναλυτικό άρθρο μου αποτίω, για μια ακόμη φορά, έναν οφειλόμενο φόρο τιμής και αποσκοπώ να ρίξω τον προβολέα της αλήθειας και της μνήμης σε τρία κείμενα με ιστορική καταγραφή, που έχουν σχέση με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, μέσα στην Ευρώπη και τον Κόσμο.
Η αλήθεια και η μνήμη συνδέονται απόλυτα και άρρηκτα στις σηματοδοτήσεις τους. Άλλωστε η ετυμολογική αναφορά της λέξης αλήθεια, ταυτίζεται με την άρνηση της λήθης (α στερητικό + λήθη).
Θεωρώ χρέος μου να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο Κείμενο της ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 2 – 12 – 1993. Έχει σημαντικά ιστορική και πολιτική αξία γιατί συμπυκνώνει ένα δραματικό δίλημμα με τον τραγικά επίκαιρο τίτλο :
«… Είτε το Έθνος θα εξαφανίσει το Χρέος,
Είτε το Χρέος θα αφανίσει το Έθνος…»
Σταχυολόγησα τις τρεις παραπάνω περικοπές, για να δείξω το «οικονομικό θαύμα» της καταστροφής από το νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ και από το βαλκανοθατσερισμό του Κ. Μητσοτακη. Όμως, αυτό το ιστορικό κείμενο είναι απολύτως αναγκαίο και χρήσιμο να διαβαστεί ολόκληρο.
Το Κείμενο αυτό έχει σημαντική αξία γιατί καθορίζει το «δέον γενέσθαι». Θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί πυξίδα για όλους τους Πρωθυπουργούς και τους Πολιτικούς Ηγέτες.
Σίγουρα συνοψίζουν οδηγίες για ναυτιλομένους και όχι ναυαγούς Πολιτικούς με θέμα πως μπορεί να αποτραπεί η χρεοκοπία μιας χώρας.
Όμως πιο σημαντική αξία από το Λόγο έχει η Πράξη. Η αντιστοιχία και η συνέπεια Λόγου και Πράξης με αναφορά στα «έργα και τις ημέρες» του Ανδρέα Παπανδρέου. Εδώ θέλω να σημειώσω ότι από τους τιμητές και αντιπάλους του Ανδρέα Παπανδρέου έχει εφαρμοστεί συστηματικά μια παραπλανητική μέθοδος επικοινωνίας.
Πολλά αναμφισβήτητα θετικά κεκτημένα των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ αναφέρονται μεμονωμένα και ασύνδετα μόνο με το όνομα των Υπουργών, χωρίς καμμία αναφορά στις Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, χωρίς καμμία συσχέτιση και ταύτιση με τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Θα παραθέσω ενδεικτικά ορισμένα παραδείγματα:
Ο Ανδρέας ως Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1993 και το 1995 επεξεργάστηκε και εφάρμοσε ιεραρχημένα ένα πρόγραμμα με το 4πτυχο «Σταθερότητα, Ανάπτυξη, Κοινωνική Συνοχή, Κοινωνική Αλληλεγγύη».
Αυτό το πρόγραμμα προσαρμογής και σύγκλισης με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί τη Λυδία Λίθο γιατί έθεσε τα θεμέλια για να μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ και μετά στην Ευρωζώνη.
Υπενθυμίζω ότι οι Κυβερνήσεις της Ν.Δ. με Πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη είχαν επεξεργαστεί την χρονική περίοδο 1990 – 1993 δύο προγράμματα προσαρμογής. Όμως τα δύο προγράμματα της Ν.Δ. είχαν στεφθεί με απόλυτη αποτυχία και είχαν απορριφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Με τις τραγικές επιδόσεις της Ν.Δ. αντί για σύγκλιση με τους στόχους του Μάαστριχτ είχαμε μεγάλες αποκλίσεις. Αυτό σήμαινε ότι η «Ευρωπαϊκή» Ν.Δ. δεν μπορούσε σε καμμία περίπτωση να διασφαλίσει τη θέση της Ελλάδας στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης και τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ το Κυβερνητικό Πρόγραμμα, για την περίοδο 1994 και 1995, με το «επάρατο» και «βαθύ» ΠΑΣΟΚ, με Πρωθυπουργό τον «ολετήρα», «λαϊκιστή», «αντι-Ευρωπαίο», «άρρωστο – ανίκανο» και «αναχρονιστικό» Ανδρέα Παπανδρέου είχε απόλυτη και αδιαμφισβήτητη επιτυχία.
Αυτό το πρόγραμμα με τη συνέχεια και την κλιμάκωσή του από τις επόμενες Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ με Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, διασφάλισε και κατοχύρωσε το κεκτημένο της Ελλάδας να συμμετέχει ισότιμα και ενεργά στις δομές και τους θεσμούς της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας επισημάνουμε ενδεικτικά ορισμένες μόνο επιτυχίες, του Ανδρέα Παπανδρέου και των Κυβερνήσεών του (κατά τη διετή περίοδο 1994 και 1995) :
(α.) Ο προϋπολογισμός του 1994 ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις απολύτως ισοσκελισμένος.
(β.) Ο προϋπολογισμός του 1995 ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τις προβλέψεις οριακά ισοσκελισμένος, γιατί συνειδητά αυξήθηκαν οι πόροι του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων για προφανείς λόγους ανάπτυξης και απασχόλησης.
(γ.) Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ είχε θετικά πρόσημα για το 1994 +2% και το 1995 +2,1%, ενώ το 1993, όπως και τα προηγούμενα δύο χρόνια είχε αρνητικό πρόσημο -1,6%.
(δ.) Το 1994 και το 1995 δημιουργήθηκαν ουσιαστικά αυθεντικά πρωτογενή πλεονάσματα +4,2% και +2,2% αντίστοιχα και κυρίως με δυναμική προβολή για τα επόμενα χρόνια.
(ε.) Το 1994 και το 1995 με Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε σημαντικά και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για δραστική μείωσή του τα επόμενα χρόνια με Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και Πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη. Η εξέλιξη του πληθωρισμού ήταν το 14,4% το 1993, σε 10,9% το 1994, 8,99% το 1995, 2,6% το 1999 και 2,4% το 2004.
(στ.) Το 1994 και 1995 με Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου και Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, το ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ με συνδυαστικές πολιτικές και αποκλιμακώθηκε και μειώθηκε.
Θέλω να θυμίσω σε όλους ότι το 1993 με Κυβέρνηση της «ενάρετης» Ν.Δ. και πρωθυπουργό τον «νοικοκύρη» Κ. Μητσοτάκη, το Δημόσιο Χρέος είχε φτάσει και με δυναμική να ξεπεράσει σημαντικά το 100% του ΑΕΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1988 με Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και Πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου το ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ ήταν 61% του ΑΕΠ, ενώ το 1989 έκλεισε στο 64,8% του ΑΕΠ αφού το 2ο εξάμηνο μεσολάβησε η Κυβέρνηση Τζανή Τζανετάκη.
Μια φράση με συνθηματολογική ρίμα του Ανδρέα Παπανδρέου σε προεκλογική συγκέντρωση «… Τσοβόλα δώστα όλα…» έχει καταγραφεί ως μνημείο λαϊκισμού και παροχών με δανεισμό. Το σύνθημα αυτό δεν αποδίδει νοηματικά και ουσιαστικά το πνεύμα και το περιεχόμενο της ομιλίας του Ανδρέα γιατί οι τρεις λέξεις είναι αποκομμένες από τα, πριν τη φράση και μετά τη φράση, λόγια του. Ίσως όμως να μην αρκεί αυτή η ρητορική προσέγγισή μου για τη συνθηματολογική ρίμα και τη συσχέτισή της με τον ειρμό του λόγου του Ανδρέα.
Υπάρχει όμως, τη δεδομένη χρονική περίοδο, μια ατράνταχτη αλήθεια για την αναντιστοιχία του συνθήματος αυτού με την Κυβερνητική Πράξη του Ανδρέα και του Δημήτρη Τσοβόλα. Η αδιάψευστη απάντηση βρίσκεται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του πρώτου εξαμήνου του 1989. Αν και ήταν μια μακρά και πρωτόγνωρη προεκλογική περίοδος δεν υπήρξαν αποκλίσεις από τους στόχους του προϋπολογισμού τόσο ως προς τα έσοδα όσο και ως προς τις δαπάνες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας διαχρονικά απαντά με επιχειρήματα και αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι το σύνθημα αυτό δεν έχει καμμία αντιστοιχία με την αλήθεια και την πραγματικότητα με την εξέλιξη του προϋπολογισμού του 1989. Αυτή την αλήθεια αυτή την έχουν γράψει και αναδείξει αρκετοί οικονομικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι.
Δυστυχώς όμως η συνθηματολογική ρίμα έμεινε ως αρνητικό στιγματιστικό στερεότυπο για τον Ανδρέα Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ και το Δημήτρη Τσοβόλα.
Δυστυχώς, ένα σκόπιμα αποκομμένο σύνθημα επικράτησε στο δημόσιο λόγο και δημιούργησε μια απατηλή και παραπλανητική εικόνα εκτοπίζοντας την αλήθεια και την πραγματικότητα όπως ακτινογραφούνται στο πρώτο 6μηνο του προϋπολογισμού του 1989.
Αντιθέτως εάν ακτινογραφηθεί η εξέλιξη του προϋπολογισμού του 1989 κατά το 2ο 6μηνο με την ευθύνη της Κυβέρνησης Τζανετάκη, θα φανούν οι αποκλίσεις και τα ελλείμματα από τους στόχους του προϋπολογισμού και προς τα έσοδα και ως προς τις δαπάνες του Κράτους.
Εάν αποτιμηθεί το οικονομικό κόστος όλων των παροχών, των δεσμεύσεων και των πελατειακών ρουσφετιών το 2ο εξάμηνο του 1989 από τη συγκυβέρνηση της ακραίας Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς του Κ.Μητσοτάκη με τον Συνασπισμό της Αριστεράς, τότε θα αποκαλυφθεί η αλήθεια για εκείνη την ταραγμένη εποχή.
Τότε αυτή η αλήθεια θα παραπέμπει με στοιχεία στο πραγματικό σύνθημα της Ν.Δ. του Κώστα Μητσοτάκη και του Τζανή Τζανετάκη «… Δώστε τα σε όλους όλα …».
Ο στόχος για την παλινόρθωση της Δεξιάς δικαιολογούσε κάθε υπόσχεση και κάθε παροχή, εξάγνιζε κάθε μέσο έξω και πέρα από κάθε θεσμικό και ηθικό κανόνα.
Το 1994 με Πρωθυπουργό τον «φαύλο» Ανδρέα Παπανδρέου και Κυβέρνηση του «σπάταλου» και «πελατειακού» ΠΑΣΟΚ κατοχυρώθηκε θεσμικά το διαφανές και αξιοκρατικό σύστημα του ΑΣΕΠ (Νόμος Α. Πεπονή), που σηματοδοτούσε το τέλος του ρουσφετιού και του «Πελατειακού Κράτους», μια νέα αρχή για την αξιοκρατική Δημόσια Διοίκηση και το σύγχρονο Κράτος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επί ημερών της Νεοφιλελεύθερης Δεξιάς με την εξαγγελία για «μικρότερο Κράτος», για «αξιοκρατία» με Πρωθυπουργό το «νοικοκύρη», «νουνεχή», «αντι-φαύλο» και «εξυγιαντή» Κώστα Μητσοτάκη έγιναν με απροκάλυπτο και προκλητικό τρόπο 10δες χιλιάδες προσλήψεις, διορισμοί στο Δημόσιο με τους πιο φαύλους όρους εκλογικής πελατείας και κομματο-οικογενειακής πατρωνίας.
Είναι γνωστό και τεκμηριωμένο με στοιχεία και αριθμούς ότι η ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κώστα Μητσοτάκη, μόνο για τα χρόνια 1989, 1990, 1991, 1992, 1993 διόριζε με φαύλες, παράτυπες και αναξιοκρατικές διαδικασίες κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες ημέτερους – κολλητούς.
Αρκεί να αναφέρω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Εάν ανατρέξει κανείς στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων το καλοκαίρι του 1993 θα διαπιστώσει ότι μόνο μέσα σε μια εβδομάδα προσελήφθησαν, διορίστηκαν στους Δημόσιους Οργανισμούς (με αιχμή κυρίως τον ΟΤΕ, τη ΔΕΗ και την Αγροφυλακή) 15 χιλιάδες πολίτες – πελάτες εκλεκτοί και κολλητοί φίλοι της Κυβέρνησης, της Οικογένειας και του Κόμματος της Ν.Δ.
Το 1994 και το 1995 με το 2ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (με Εθνικούς και Ευρωπαϊκούς πόρους) σχεδιάστηκαν και άρχισε η υλοποίηση όλων των προγραμμάτων (σε Εθνική, Περιφερειακή κλίμακα) για τις σύγχρονες υποδομές, για τα νέα Δίκτυα στις Μεταφορές, στους Οδικούς Άξονες, στην Ενέργεια, στις Τηλεπικοινωνίες, στο Κοινωνικό Κράτος και την Υγεία, στο Περιβάλλον, στην Παιδεία, στον Πολιτισμό και τον Αθλητισμό.
Το 1994 και το 1995 μπήκαν τα θεμέλια για την Αποκέντρωση με μεταφορά πόρων, αρμοδιοτήτων και εξουσιών σε όλους τους βαθμούς της Αυτοδιοίκησης, με θεσμική κατοχύρωση και ανάδειξη της αιρετής (και όχι Διορισμένης) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης με την ψήφο των Πολιτών. Αυτή η πρωτόγνωρη θετική μεταρρύθμιση με τη δυναμική της προοπτική βρήκε την ολοκλήρωσή της τα επόμενα χρόνια με το «σχέδιο Καποδίστριας» και το «σχέδιο Καλλικράτης».
Την άνοιξη του 1994 αλλά και την επόμενη περίοδο μέχρι το 1995 η Ελλάδα αντιμετώπισε με απόλυτη επιτυχία την οργανωμένη κερδοσκοπική επίθεση εναντίον της Δραχμής.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αντιστάθηκε οργανωμένα με σθεναρή στάση και θαυμαστή νηφαλιότητα στα τυχοδιωκτικά παιχνίδια των ξένων και ντόπιων κερδοσκόπων με προεξάρχοντα τον κ. Σόρος.
Στην Ελλάδα ο κ. Σόρος και οι κερδοσκόποι, οι «γύπες» των αγορών ηττήθηκαν και έχασαν 10δες δισεκατομμύρια δολάρια.
Αντίθετα, την ίδια εποχή περίπου, ο κ. Σόρος και οι διεθνείς κερδοσκόποι στην Αγγλία νίκησαν γονατίζοντας την Βρεττανική Οικονομία, κέρδισαν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια με τη βίαιη υποτίμηση της Λίρας, και ταπείνωσαν την ισχύ και το διεθνές κύρος μιας μεγάλης χώρας.Είναι απορίας άξιο γιατί αυτή η πρωτοφανής νίκη της Ελλάδας, με Πρωθυπουργό τον «ολετήρα» Ανδρέα Παπανδρέου και Κυβέρνηση το «επάρατο» ΠΑΣΟΚ, αποσιωπάται εντελώς από τους Έλληνες Οικονομολόγους και από τους ολοφυρόμενους λιβελλογράφους – διανοούμενους στην Ελλάδα.
Όμως προκύπτουν αβίαστα ορισμένα τρία αμείλικτα ερωτήματα.
(α.) Έχει αναλογιστεί κανείς εάν δεν υπήρχε η σθεναρή στάση και η νικηφόρα αντίσταση του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ ποιο θα ήταν το τεράστιο οικονομικό κόστος για την Ελλάδα;
(β.) Έχουν αναρωτηθεί ποτέ όλοι αυτοί, που λοιδωρούν και μηδενίζουν τη θετική συμβολή στην οικονομία του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ (…στιγματίζοντας την Κυβερνητική Θητεία τους με τις ρετσέτες για «χαμένη 10ετία» και για «20ετία διάλυσης και καταστροφής» …), που θα είχαν εκτιναχτεί τα ελλείμματα και το Δημόσιο Χρέος, ποιο θα ήταν το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας, ποια θα ήταν η τύχη της χώρας μας στην Ενωμένη Ευρώπη;
(γ.) Εάν τότε ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε γονατίσει και ηττηθεί θα μπορούσε ποτέ να κατοχυρωθεί η ισχύς και το κεκτημένο της ισότιμης και ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στις δομές και τους θεσμούς της Ευρωζώνης και της Ενωμένης Ευρώπης;
Στις 27 Ιουνίου του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου συμμετείχε ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Κάννες για τελευταία φορά. Στη Σύνοδο αυτή υπήρξαν διαφωνίες και αντιπαραθέσεις τόσο για το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης, όσο και για την ενεργή και ισότιμη συμμετοχή των Εθνών, των Λαών και των Δημοκρατικά εκλεγμένων Κυβερνήσεών τους, γίγνεσθαι Ευρωπαϊκό.
Στη συνέντευξη Τύπου με εμφανώς καταβεβλημένη την υγεία του συμπύκνωσε την αντίθεσή του και την απογοήτευσή του για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, για την αποδυνάμωση των θεσμικών δημοκρατικών εκφράσεων των χωρών με τα Κοινοβούλια και τις Κυβερνήσεις τους στο όνομα και προς όφελος ενός Ευρωπαϊκού διευθυντηρίου με ατμομηχανή την Ισχυρή Ενοποιημένη Γερμανία.
Ο μεστός και διορατικός λόγος του Ανδρέα Παπανδρέου (σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου) ήταν το «Κύκνειο Άσμα» ενός μεγάλου Έλληνα και Ευρωπαίου Πολιτικού Ηγέτη για το μέλλον της Ευρώπής.
Δυστυχώς για την Ευρώπη και την Ελλάδα, για τις χώρες και τους Λαούς τους, για τους Έλληνες και τους Ευρωπαίους Πολίτες τα προφητικά του λόγια, χρόνο με το χρόνο έχουν γίνει πραγματικότητα.
Παραθέτω τα λόγια του:
«…Δεν έχω κανένα λόγο να κρύψω από τον Ελληνικό λαό την αλήθεια. Θέλω να πω ότι είδα πράγματι το διευθυντήριο να λειτουργεί, διότι, ενώ πολλοί συνάδελφοι, πρωθυπουργοί, ιδιαιτέρως και στο διάδρομο μου έλεγαν, «τι καλά που τα είπες, έχεις δίκιο», κανείς δεν πήρε το λόγο, για να καλύψει τις θέσεις μου…»
«…Τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνά; Τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς, οι κυβερνήσεις, οι εθνικές κυβερνήσεις; Αυτά είναι ερωτήματα πολύ βασικά…»
«…Βρίσκω ότι πάμε σ’ ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στο βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στο βωμό των κρίσεων και των συμφερόντων.
Συμφερόντων, το λέγω, ρητά… Δεν θέλω ν’ αποκαλύψω ονόματα.
Σας λέγω όμως ότι εδώ…υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το διευθυντήριο…».
Τον Νοέμβριο του 1995 με εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου, το Υπουργείο Εξωτερικών κατέθεσε γραπτώς και εγκαίρως με την πιο επίσημη και έγκυρη διαδικασία το αίτημα της Ελλάδας προς τη Γερμανική Κυβέρνηση, με τις αξιώσεις της χώρας μας για το «Κατοχικό Δάνειο» και για τις «Πολεμικές Αποζημιώσεις» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή η απόφαση – εντολή του Ανδρέα Παπανδρέου, ίσως να ήταν η τελευταία μεγάλη απόφασή του με εθνικό, ηθικό, δημοκρατικό και οικονομικό συμβολισμό πριν από την εισαγωγή του στο Ωνάσειο, με κλονισμένη την υγεία του.
Στις μέρες μας αυτό το επίσημο, έγκαιρο και έγκυρο διάβημα του Ανδρέα το 1995 αποτελεί ένα κεκτημένο για την Ελλάδα και μια διαχρονική διεκδίκηση προς την Γερμανία για το πολλαπλό ιστορικό χρέος προς τους Έλληνες.
Τα τελευταία χρόνια η δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση έχει επικεντρωθεί κυρίως στο Δημόσιο Χρέος.
Η μόνιμη επωδός όλων των Νεοφιλελεύθερων Πολιτικών, Οικονομολόγων, Ιστορικών και Δημοσιογράφων, αλλά και αρκετών «ευεργετημένων αχάριστων και αμνημόνων» είναι ότι για όλα φταίει το «επάρατο» και το «σπάταλο» ΠΑΣΟΚ και κυρίως «ο ολετήρας» Ανδρέας Παπανδρέου. Αυτό όμως είναι ένα οργανωμένο και πολλαπλό περιφερόμενο, για πολλά χρόνια, ψέμα.
Η αλήθεια είναι ριζικά διαφορετική και αδιαμφισβήτητη.
Το 1981 η Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ παρέλαβε από τη Ν.Δ. το Δημόσιο Χρέος στο 27% του ΑΕΠ μαζί με αρνητικό ρυθμό στο ΑΕΠ -1,6% με πληθωρισμό το 1980 24,9% και το 1981 24,5%.
Το 1988 είχε θετικό και υψηλότατο ΑΕΠ με ρυθμό ανάπτυξης +4,3%, με Δημόσιο Χρέος 61,5% του ΑΕΠ και πληθωρισμό 13,5%.
Τον Ιούνιο του 1989 η οικονομία είχε δυναμική με θετικό και υψηλό ΑΕΠ, ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ +3,8% και πληθωρισμό 13,7%.
Το παραμύθι και το ψέμα των Νεοφιλελεύθερων για την εκτίναξη του Δημοσίου Χρέους από το «επάρατο» και το «βαθύ» ΠΑΣΟΚ και από τον «ολετήρα», «Λαϊκιστή και αναχρονιστή» Ανδρέα Παπανδρέου έχει αποκαλυφθεί με εμπεριστατωμένη επιστημονική τεκμηρίωση σε αναλύσεις, άρθρα και βιβλία από τον αείμνηστο Καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρο Γεωργακόπουλο.
Στο βιβλίο «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ – ΠΑΡΕΛΘΟΝ – ΠΑΡΟΝ – ΜΕΛΛΟΝ» (Εκδόσεις Θεμέλιο), στις σελίδες 226 και 227, ο πάντα έγκυρος και αξιόπιστος τεχνοκράτης καθηγητής αείμνηστος Θεόδωρος Γεωργακόπουλος περιγράφει την αλήθεια με στοιχεία για το Δημόσιο Χρέος με αναφορά σε χρονικές περιόδους και Κυβερνήσεις ως εξής:
«… Τα πολύ δύσκολα φαίνεται ότι πέρασαν, αλλά τα δύσκολα υπάρχουν ακόμη. Πρώτον, το κόστος της ένταξης, ή καλύτερα το κόστος εξορθολογισμού της οικονομίας μας, δεν το πληρώσαμε ακόμη και το χρωστάμε. Οι πολιτικοί συνειδητά μετέφεραν αυτό το βάρος στις επόμενες γενιές που δεν ψηφίζουν!
Δε φορολόγησαν, ούτε περιόρισαν τις δημόσιες δαπάνες, όπως συνιστούσαν οι Διεθνείς Οργανισμοί και πολλοί οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μεγάλα ελλείμματα και να αυξηθεί δραματικά το χρέος της χώρας από 25% το 1980 σε 110% το 1993.
Αυτό ήταν συνειδητή πολιτική όλων των κυβερνήσεων της περιόδου προσαρμογής της χώρας, με πρωταγωνιστές μάλιστα τις συντηρητικές κυβερνήσεις (Ράλλη, Τζανετάκη, Οικουμενικής και Μητσοτάκη) και όχι των κυβερνήσεων Παπανδρέου όπως συνήθως υποστηρίζεται…»
«….Πράγματι, αν εξετάσει κανείς τις εξελίξεις των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του μεγέθους του Δημόσιου Χρέους στη χώρα μας κατά την περίοδο δυσπραγίας της ελληνικής οικονομίας 1981-1993, οπόταν ουσιαστικά χρεώθηκε η χώρα, παρατηρεί ότι :
Ττις περιόδους 1980-1981 και 1989-1993 των Συντηρητικών Κυβερνήσεων τα μέσα ετήσια συνολικά ελλείμματα ανέρχονταν σε 12,4% και τα καταναλωτικά ελλείμματα σε 7,6%.
Ενώ στην περίοδο 1982-1988 των κυβερνήσεων Παπανδρέου τα μέσα ετήσια συνολικά ελλείμματα ανέρχονταν σε 9,3% και τα καταναλωτικά ελλείμματα σε 5,5%.
Το Δημόσιο Χρέος:
Στην πρώτη περίπτωση (με τις Συντηρητικές Κυβερνήσεις) αυξήθηκε κατά 46,4 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ σε έξι χρόνια, δηλαδή αυξανόταν κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.
Ενώ στη δεύτερη περίπτωση (με τις Κυβερνήσεις Παπανδρέου) αυξήθηκε κατά 38,7 ποσοστιαίες μονάδες σε επτά χρόνια, δηλαδή αυξανόταν κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες στο ΑΕΠ ετησίως …»
Αποτελεί ιστορικό και πολιτικό παράδοξο οι τιμητές, οι αρνητές και οι υβριστές (Οικονομολόγοι, Πολιτικοί, Δημοσιογράφοι, Πανεπιστημιακοί) του Ανδρέα Παπανδρέου να μην απαντούν επιδεικτικά της τεχνοκρατικά τεκμηριωμένες και αντικειμενικές επισημάνσεις του αείμνηστου καθηγητή Θεόδωρου Γεωργακόπουλου και να αναμασούν προκλητικά τα αρνητικά της στερεότυπα και της άθλιους στιγματιστικούς χαρακτηρισμούς για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ.
Οι νεοφιλελεύθεροι Οικονομολόγοι της και οι αναθεωρητές Δημοσιολόγοι αποφεύγουν συστηματικά «σαν το διάβολο με το λιβάνι» να αναφερθούν στην «αυστηρώς απόρρητη» Έκθεση του Ευάγγελου Αβέρωφ, που ως Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως της Ν.Δ. με ευθύνη του Οικονομικού Τομέα είχε περιγράψει και υπογράφει με τον πιο έγκυρο τρόπο της συνταρακτικές ομολογίες και της αδιαμφισβήτητες αλήθειες για την δραματική κατάσταση της οικονομίας το 1981.
Οι αναφορές του Ε. Αβέρωφ είναι συγκεκριμένες, αδιαμφισβήτητες και τεκμηριωμένες με στοιχεία που αφορούν (μεταξύ άλλων) το δανεισμό της χώρας, τα ελλείμματα του Δημοσίου και των Δημοσίων Οργανισμών, την ύφεσή των τιμών και τον πληθωρισμό, για την κακή συναλλαγματική θέση της χώρας, για την πιθανή προσφυγή της Ελλάδας στο Δ.Ν.Τ., για τις Τράπεζες, για τις «προβληματικές επιχειρήσεις» και τις «υπό πλειστηριασμό επιχειρήσεις».
Αυτή η αποκαλυπτική «Έκθεση Αβέρωφ», είχε παραδοθεί τον Ιούλιο του 1981 προς τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη με το χαρακτηρισμό «Αυστηρώς Απόρρητον».
Η «Έκθεση Αβέρωφ» αποτελούσε κόλαφο για την Κυβέρνηση της Ν.Δ. γιατί αποκάλυπτε την τραγική αλήθεια για την Ελληνική Οικονομία και γιατί τεκμηρίωνε με επίσημα και έγκυρα στοιχεία την «καμμένη γη», που παραλαμβάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 1981.
Δημοσιεύτηκε αποκλειστικά στις 14,15 και 16 Σεπτεμβρίου του 1981 στην Εφημερίδα «ΕΓΝΑΤΙΑ» και αναδημοσιεύτηκε από όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Δυστυχώς η «Έκθεση Αβέρωφ» έχει διαχρονικά εξαφανιστεί (με όρους «ένοχης σιωπής» και «σκόπιμης παράλειψης») από όλα τα βιβλία, από όλα τα συνέδρια, από όλα τα αφιερώματα και τα άρθρα των Νεοφιλελεύθερων και Συντηρητικών Οικονομολόγων και Δημοσιογράφων όπως και όλων των Πολιτικών της Ν.Δ. και της Δεξιάς.
Εύχομαι και ελπίζω όλοι αυτοί, οι οποίοι έξω και πέρα από την αλήθεια «όλα τα σφάζουν και όλα τα μαχαιρώνουν» να ξαναβρούν τη μνήμη τους αλλά και τις αλήθειες μέσα από τις επισημάνσεις του καθηγητή Θεόδωρου Γεωργακόπουλου και μέσα από τα τεκμηριωμένα στοιχεία όπως περιγράφονται στην αδιαμφισβήτητη «Έκθεση Αβέρωφ»
Επειδή η «Μυστική Έκθεση» του Ευάγγελου Αβέρωφ είναι πολυσέλιδη θεωρώ αναγκαίο να καταγράψω συνοπτικά αλλά αυτολεξεί ορισμένα κρίσιμα εδάφιά της:
(α.) «…Από την μελέτη των κυριοτέρων οικονομικών στοιχείων «την ασφαλώς ατελή ακόμα» καταλήγω σε πάρα πολύ ανησυχητικά συμπεράσματα για την προσεχή πορεία της οικονομίας μας.
Καταλήγω στο ότι αν από τώρα -παρά την προεκλογική εποχή- δεν ληφθούν ορισμένα μέτρα, στο τέλος του έτους η κατάσταση θα είναι πολύ χειρότερη και μετά θα είναι σχεδόν ασυμμάζευτη.
Είναι γι’ αυτό ανάγκη να γράψω την παρούσα έκθεση, την περιορισμένη μόνο για ελάχιστο κύκλο υπευθύνων προσώπων, και κατά τ’ άλλα να μείνει αυστηρότατα απόρρητη…
(Για να επιτευχθή το τελευταίο τούτο, η ανά χείρας έκθεση δακτυλογραφείται εντός του γραφείου μου από πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης μου)…»
(β.) «…Το αναμφισβήτητα δυσμενέστερο από τα υπάρχοντα στοιχεία, το οποίο και ως τώρα δεν εγνώριζα, αφορά το δημοσιονομικό τομέα.
Το έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού, από όσα ακούγαμε, θεωρούσαμε ότι θα είναι γύρω εις τα 10 ή το πολύ 15 δισεκατομμύρια, και ότι με κάποια ανάκαμψη που λεγόταν ότι αρχίζει, θα μειωνόταν χάρη σε αύξηση εσόδων. Ήδη όμως φαίνεται βέβαιον ότι τα έσοδα θα μειωθούν κατά 20-30 δισεκατομμύρια δραχμών και ότι τα έξοδα (λόγω ιδίως αυξήσεως της τιμής του δολλαρίου και συνεπώς αυξήσεως της τιμής των πετρελαιοειδών), θα αυξηθούν κατά 20 δισεκατομμύρια.
Συνεπώς έλλειμμα του τακτικού προϋπολογισμού του 1981, σχεδόν βέβαιον, 40 έως 50 δισεκατομμύρια.
Αλλά τούτο δεν είναι το χειρότερο. Διότι εις τούτο πρέπει να προστεθούν τα επίσης βέβαια ανοίγματα των «Δημοσίων Επενδύσεων» και των οργανισμών ή επιχειρήσεων τα οποία καλύπτονται από το Δημόσιον. Φθάνουμε τότε στον πολύ μεγάλο για τις ελληνικές συνθήκες αριθμό των 240 δισεκατομμυρίων δραχμών. (Σ’ αυτά δεν προστίθενται 25 δισεκατομμύρια για αποθεματοποίηση πετρελαίου. Θα έπρεπε όμως να προστεθούν περίπου άλλα τόσα που αντιπροσωπεύουν οφειλή του Δημόσιου προς το ΙΚΑ).
Από οποιαδήποτε ελληνική σκοπιά και να κοιτάξουμε τους αριθμούς αυτούς, θα καταληφθούμε από δέος. Τα 240 δισεκατομμύρια δρχ. δεν αντιπροσωπεύουν το 52,5% των προβλεφθέντων συνολικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του 1981. Η αναλογία δεν χρειάζεται σχολιασμό…»
(γ.) «… Δεδομένου ότι το έλλειμμα αυτό (όπως και εκείνα των προηγούμενων ετών το σχεδόν εξ’ ίσου υψηλό) καλύπτονται με δανεισμούς, έχουμε τις εξής πολύ δυσμενείς επιπτώσεις:
Αυξάνουμε κάθε χρόνο το έλλειμμα κατά το μέγεθος των τόκων που καταβάλλουμε για τα δάνεια τα οποία συνάπτουμε για να καλύπτουμε το έλλειμμα. Το ποσόν δε τούτο αυξάνει πάλι κάθε χρόνο λόγω καταβολής τόκων επί των κεφαλαιοποιηθέντων τόκων. Δύσκολο πρόχειρα να βρω ποιο είναι αυτό το ποσό και με τι ρυθμό πορεύεται προς τα άνω. Πάντως κάθε χρόνο ξοδεύουμε αρκετά δισεκατομμύρια και συνεχώς περισσότερα μόνο και μόνο για τους τόκους των ελλειμμάτων του δημοσίου τομέως, (για το 1981 γύρω στα 15 δις)
Ο προαναφερθείς δανεισμός γίνεται κατά 70-75 % περίπου σε δραχμές, και κατά 25-30 % (οργανισμών του δημοσίου) σε συνάλλαγμα στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο δηλ. μέρος (γύρω στα 170 δις) τα παίρνουμε από τις καταθέσεις. Που σημαίνει ότι εκτρέπουμε σημαντικώτατο μέρος των καταθέσεων από τον υγιή και παραγωγικό τους σκοπό, που είναι η χρηματοδότηση της ιδιωτικής επιχειρησιακής δραστηριότητας. Και τούτο όταν η δραστηριότητα αυτή είναι η βάση για την εν γένει ανάπτυξη της οικονομίας, και σήμερα για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού και την ενίσχυση της ανακάμψεως…»
(δ.) «…Ο επίσημος τιμάριθμος, όσο ειλικρινής και όσο συγκρίσιμος με το παρελθόν και αν είναι, δεν είναι, ο μόνος που επηρεάζει τον καταναλωτή. Όλοι καταναλίσκουν πολλά είδη που δεν περιλαμβάνονται στη διαμόρφωση του τιμαρίθμου και οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από αυτόν.
Τούτο μαζί με την πολλή πιθανή συνέχιση της αυξήσεως του επισήμου τιμαρίθμου, θα προκαλέσει εντόνους πιέσεις για σοβαρές νέες αυξήσεις μισθών και ημερομισθίων, με όλες τις συνέπειες που αυτό έχει για την αποσταθεροποίηση της οικονομίας…»
(ε.) «…Η συναλλαγματική μας θέση δεν είναι καλή. Θα χρειασθούν και πάλι νέα δάνεια εις το εξωτερικό για να καλυφθεί το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών. Ένα σοβαρό μέρος αυτού οφείλεται σε υγιή πολιτική αποθεματοποιήσεως πετρελαίου, που σημαίνει προκαταβολική κάλυψη μελλοντικών ελλειμμάτων. Αλλά παραμένει το γεγονός ότι το συναλλαγματικό έλλειμμα (μαζί με τοκοχρεωλύσια των παλαιοτέρων δανείων) θα κυμανθή γύρω εις τα τρία δισεκατομμύρια δολλάρια.
Παραμένει επίσης το γεγονός ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 1981 το απόθεμά μας εις χρυσό και συνάλλαγμα μειώθηκε περίπου κατά ένα δισεκ. δολλάρια. Δηλαδή έχει δημιουργηθεί μια αρκετή κρίσιμη συναλλαγματική κατάσταση.
Πόσο αντέχουμε να δανειζόμαστε;
Πού θα φθάση το εις συνάλλαγμα τοκοχρεωλύσιο, που τώρα πάντως υπερβαίνει τα 1.000 εκατομμύρια δολλάρια;
Και ως πότε το εξωτερικό θα μας δανείζει;…»
(στ.) «…Οι προηγούμενες παρατηρήσεις δείχνουν ότι τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυνατόν να την θεραπεύσουμε αντιμετωπίζοντας μόνον εσωτερικά αίτια.
Δείχνουν όμως συγχρόνως, εν συνδυασμώ με όσα αναφέρω, ότι αν δεν βελτιώσουμε την επίδραση των εσωτερικών αιτίων, η κατάσταση μπορεί να γίνη προσεχώς πολύ πιο δύσκολη, και η θεραπεία της να είναι άκρως οδυνηρή.
Τέτοια θα ήταν ασφαλώς και σήμερα η θεραπεία που θα μας συμβούλευαν εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αν τους καλούσαμε τώρα, πράγμα που καθόλου δεν αποκλείεται να υποχρεωθούμε να κάνουμε αύριο…»
(ζ.) «…Μέτρο γενικής φύσεως που επιβάλλεται να ληφθή για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι η μείωση των επιτοκίων. Πιθανόν κατά 3%.
Με τα σημερινά επιτόκια ούτε μικρές ούτε μεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να σταθούν, ούτε κανείς σοβαρός άνθρωπος τολμά να κάνει επενδύσεις που μας είναι απολύτως απαραίτητοι.
Με αυτά τα επιτόκια ο αριθμός των λεγομένων «Προβληματικών Επιχειρήσεων» ή των επιχειρήσεων που πρέπει να βγουν σε πλειστηριασμό, θα βαίνει αυξανόμενος.
Είναι και η πλευρά αυτή (ανεργία, ψυχολογικοί αντίκτυποι) πάρα πολύ σοβαρά, λόγω του αριθμού αυτών των επιχειρήσεων…».
Πηγή: The Caller