ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μαν. Χριστοδουλάκης: «Δεν θα αφήσουμε το έγκλημα των Τεμπών να ξεχαστεί. Όχι με όρους εκδίκησης, αλλά ως την ελάχιστη δικαίωση»
Παρέμβαση στη Βουλή έκανε σήμερα ο βουλευτής Ανατολικής Αττικής Μανώλης Χριστοδουλάκης για τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την τραγωδία των Τεμπών.
Ο κ. Χριστοδουλάκης απέτινε φόρο τιμής στα 57 θύματα της τραγωδίας και στους συγγενείς τους, που ένα χρόνο μετά ψάχνουν ακόμη δικαίωση. «57 συνάνθρωποι μας, ανάμεσα τους και δεκάδες νέα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα. 57 οικογένειες θρηνούν την απώλεια των δικών τους ανθρώπων. Και 57 ψυχές ζητούν ακόμα και σήμερα δικαίωση. Βρίσκοντας απέναντι τους, τον κυνισμό και την αδιαφορία μίας πολιτείας, που αρνείται πεισματικά να αποδώσει δικαιοσύνη».
Συνέχισε την τοποθέτηση του υπογραμμίζοντας τη συνεπή προσπάθεια της κυβέρνησης να συγκαλύψει το έγκλημα των Τεμπών, διαχέοντας τις ευθύνες, μιλώντας εξ’ αρχής για «ανθρώπινο λάθος» και προσπαθώντας να αποποιηθεί των ευθυνών της. «Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση πορεύτηκε στην κατεύθυνση όχι μόνο της υποβάθμισης, αλλά και της συγκάλυψης του εγκλήματος. Κρυπτόμενη πίσω από κατασκευασμένους ενόχους που παρέδιδε βορά στην μουδιασμένη κοινή γνώμη, με μοναδικό στόχο να ξεσκονίσει πρόχειρα από πάνω της το πολιτικό κόστος. Υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή τη βολική θεωρία του ανθρώπινου λάθους, και πορεύτηκε με αυτήν μέχρι και σήμερα, χωρίς αιδώ, χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Για να την «δέσει» στη συνέχεια με τη δημιουργική ασάφεια του αφηγήματος περί διαχρονικότητας των ευθυνών».
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ τόνισε τις ευθύνες της κυβέρνησης που επιχειρεί να απαξιώσει το πόρισμα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, σύμφωνα με το οποίο παραπεμπόταν προς εξέταση για τυχόν τέλεση κακουργηματικής απιστίας και παράβαση καθήκοντος, ο τότε Υπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής. «Διάλεξαν ξανά χωρίς αιδώ τον δρόμο των πολιτικών αντί των ποινικών ευθυνών, γιατί έτσι βόλευε. Έκαναν πως δεν άκουσαν ποτέ για το πόρισμα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, σύμφωνα με το οποίο παραπεμπόταν προς εξέταση για τυχόν τέλεση κακουργηματικής απιστίας και παράβαση καθήκοντος, ο τότε Υπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής».
Ιδιαίτερη μνεία έκανε στην εξεταστική επιτροπή που σύστησε η ΝΔ άρον άρον για να την κλείσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Υπογράμμισε την μη κλήση βασικών μαρτύρων που θα έριχναν φως στα αίτια της τραγωδίας καθώς και την υπερπροσπάθεια που κατέβαλλε η κυβερνητική πλειοψηφία ώστε να μην συνδεθεί το δυστύχημα με τη σύμβαση 717 για την τηλεσήμανση και τηλεδιοίκηση. Επεσήμανε, δε, την απόφαση για το «μπάζωμα» της περιοχής, μια απόφαση που παραμένει «ορφανή» καθώς και την ξαφνική απώλεια των τριών βαγονιών, χάνοντας έτσι πλήθος αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της αλήθειας. «Τα βασικά ερωτήματα μένουν ακόμα αναπάντητα, προκαλώντας νέα θλίψη και οργή. Γιατί μαζί με τους 57 συνανθρώπους μας, «χάθηκαν» ως δια μαγείας και 3 βαγόνια. «Χάθηκαν» ως δια μαγείας, δια του «μπαζώματος», κρίσιμα στοιχεία για την δίκαιη απόδοση των ευθυνών, για την απονομή δικαιοσύνης».
Ο κ. Χριστοδουλάκης έκλεισε την τοποθέτηση του με μια υπόσχεση προς τις οικογένειες των θυμάτων και το σύνολο των πολιτών. «Χάθηκε άλλη μία ευκαιρία της πολιτείας και του πολιτικού συστήματος να ψηλώσει λίγο παραπάνω το ανάστημα του, να περισώσει τη στοιχειώδη του αξιοπρέπεια. Να κοιτάξει στα μάτια όλους όσους το αμφισβητούν και να τους πει το αυτονόητο. Ότι «μπορείς να με εμπιστευτείς ξανά». Αλλά δεν θα αφήσουμε το έγκλημα αυτό να ξεχαστεί. Με όλες τις δυνάμεις και με κάθε δυνατό τρόπο, θα δώσουμε ανυποχώρητα τη μάχη να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να τιμωρηθούν οι πραγματικά υπεύθυνοι. Όχι με όρους εκδίκησης. Αλλά ως την ελάχιστη δικαίωση. Ως το ελάχιστο και αυτονόητο χρέος μας. Ως το ελάχιστο εφόδιο για να θωρακίσουμε έστω και πολύ αργά, τη συλλογική μας αξιοπιστία».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης του Μανώλη Χριστοδουλάκη στη Βουλή για την επέτειο συμπλήρωσης ενός έτους από την τραγωδία των Τεμπών:
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η σημερινή συζήτηση διεξάγεται υπό τη βαριά σκιά της συμπλήρωσης ακριβώς ενός έτους από το έγκλημα των Τεμπών. Ένα έγκλημα που άφησε βαθιά χαραγμένο το αποτύπωμα του στη συλλογική μας μνήμη, ένα τραύμα συλλογικό, μία πληγή κοινωνική.
57 συνάνθρωποι μας, ανάμεσα τους και δεκάδες νέα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους τόσο άδικα. 57 οικογένειες θρηνούν την απώλεια των δικών τους ανθρώπων. Και 57 ψυχές ζητούν ακόμα και σήμερα δικαίωση. Βρίσκοντας απέναντι τους, τον κυνισμό και την αδιαφορία μίας πολιτείας, που αρνείται πεισματικά να αποδώσει δικαιοσύνη.
Από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση πορεύτηκε στην κατεύθυνση όχι μόνο της υποβάθμισης, αλλά και της συγκάλυψης του εγκλήματος. Κρυπτόμενη πίσω από κατασκευασμένους ενόχους που παρέδιδε βορά στην μουδιασμένη κοινή γνώμη, με μοναδικό στόχο να ξεσκονίσει πρόχειρα από πάνω της το πολιτικό κόστος. Λες και αυτό ήταν το μόνο της πρόβλημα.
Υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή τη βολική θεωρία του ανθρώπινου λάθους, και πορεύτηκε με αυτήν μέχρι και σήμερα, χωρίς αιδώ, χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Για να την «δέσει» στη συνέχεια με τη δημιουργική ασάφεια του αφηγήματος περί διαχρονικότητας των ευθυνών.
Ακούσαμε να μας λένε «ποιον ενδιαφέρει η τραγωδία των Τεμπών», και μετά να μας ξαναλένε ότι «ο κόσμος έκρινε την κυβέρνηση στις εκλογές με 41%». Ακούστηκαν πολλά και έγιναν ακόμα περισσότερα. Ειπώθηκαν πράγματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μιας και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα είπαν.
Διάλεξαν ξανά χωρίς αιδώ τον δρόμο των πολιτικών αντί των ποινικών ευθυνών, γιατί έτσι βόλευε. Επένδυσαν στη διάχυση της ευθύνης σε μία αυθαίρετη ιστορική αναδρομή, για να κρυφτεί η δικιά τους, κάπου ανάμεσα στη θολούρα του παρελθόντος. Έκαναν πως δεν άκουσαν ποτέ για το πόρισμα της ευρωπαϊκής εισαγγελικής αρχής, σύμφωνα με το οποίο παραπεμπόταν προς εξέταση για τυχόν τέλεση κακουργηματικής απιστίας και παράβαση καθήκοντος, ο τότε Υπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Για να έρθει ως «κερασάκι» στην τούρτα, η εξεταστική επιτροπή, που έκλεισε βίαια τις εργασίες της, χωρίς να κληθούν κρίσιμοι μάρτυρες για την διαλεύκανση της υπόθεσης, με την κυβερνητική πλειοψηφία σκοπίμως να αποφεύγει τη σύνδεση της σύμβασης 717 για την τηλεσήμανση και τηλεδιοίκηση με την τέλεση του εγκλήματος. Και με τα βασικά ερωτήματα να μένουν ακόμα αναπάντητα, προκαλώντας νέα θλίψη και οργή.
Γιατί μαζί με τους 57 συνανθρώπους μας, «χάθηκαν» ως δια μαγείας και 3 βαγόνια. «Χάθηκαν» ως δια μαγείας, δια του «μπαζώματος», κρίσιμα στοιχεία για την δίκαιη απόδοση των ευθυνών, για την απονομή δικαιοσύνης. Και μαζί με αυτά δυστυχώς, χάθηκε άλλη μία ευκαιρία της πολιτείας και του πολιτικού συστήματος να ψηλώσει λίγο παραπάνω το ανάστημα του, να περισώσει τη στοιχειώδη του αξιοπρέπεια.
Να κοιτάξει στα μάτια όλους όσους το αμφισβητούν και να τους πει το αυτονόητο. Ότι «μπορείς να με εμπιστευτείς ξανά». Αλλά όχι.
Δεν θα αφήσουμε το έγκλημα αυτό να ξεχαστεί. Με όλες τις δυνάμεις και με κάθε δυνατό τρόπο, θα δώσουμε ανυποχώρητα τη μάχη να αποκαλυφθεί η αλήθεια και να τιμωρηθούν οι πραγματικά υπεύθυνοι.
Όχι με όρους εκδίκησης. Αλλά ως την ελάχιστη δικαίωση. Ως το ελάχιστο και αυτονόητο χρέος μας. Ως το ελάχιστο εφόδιο για να θωρακίσουμε έστω και πολύ αργά, τη συλλογική μας αξιοπιστία.»