ΓΝΩΜΕΣ
“Ποιός δρόμος οδηγεί στη “Γη της επαγγελίας” για την Κεντροαριστερά;” -Γράφει ο Δημήτρης Κατσούλης
“Ποιός δρόμος οδηγεί στη “Γη της επαγγελίας” για την Κεντροαριστερά;” -Γράφει ο Δημήτρης Κατσούλης
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες την «Γη της Επαγγελίας», το αυτοβιογραφικό-πολιτικό ημερολόγιο του Μπάρακ Ομπάμα βρέθηκα μπροστά σε συνήθεις αλήθειες ή σε συναρπαστικές πολιτικές αξίες και αρχές. Ένα από τα σημεία που θυμάμαι με γλυκόπικρη γεύση ήταν τα λόγια που του είπε ο αείμνηστος Τεντ Κένεντι ενθαρρύνοντάς τον υπερβεί τους δισταγμούς του και να θέσει υποψηφιότητα στις Προεδρικές Εκλογές: «Η δύναμη που εμπνέει κάποιος είναι σπάνια. Συγκυρίες όπως αυτές είναι σπάνιες. Μπορεί να πιστεύεις ότι δεν είσαι έτοιμος, ότι θα πρέπει να το κάνεις σε μία πιο κατάλληλη στιγμή. Όμως δεν διαλέγεις εσύ τον χρόνο. Ο χρόνος διαλέγει εσένα. Είτε αρπάζεις αυτό που ενδεχομένως θα αποδειχτεί η μοναδική σου ευκαιρία, ή αποφασίζεις ότι είσαι πρόθυμος να ζήσεις με την γνώση ότι η ευκαιρία σε προσπέρασε».
Στην μικρή ή μεγάλη, ασήμαντη ή σημαντική διαδρομή μας αρκετοί βρεθήκαμε μπροστά στο, κατά την άποψή μας, σωστό πολιτικό χρόνο, αλλά δεν επιμείναμε και δεν τολμήσαμε να δράξουμε την ευκαιρία. Σοφότεροι ίσως τώρα μπορούμε να θυμηθούμε πως μας άφησε πίσω να την κοιτάμε να απομακρύνεται. Αν αυτό είναι προσωπικά πιο ωφέλιμο ή όχι δεν αφορά τους άλλους, αν όμως ήταν ή όχι πολιτικά ωφέλιμο τότε αφορά και εμάς και τους άλλους.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για το συλλογικό πολιτικό γίγνεσθαι. Ιστορικές πολιτικές συγκυρίες δεν κτίζουν από μόνες τους τους πολιτικούς συσχετισμούς που κινούν τον τροχό της ιστορίας. Χρειάζεται πάντα το πολιτικό υποκείμενο που πείθει με το αφήγημά του τις κοινωνικές δυνάμεις να το ακολουθήσουν και να του δώσουν την εντολή να πάρει την εξουσία και να αλλάξει προς όφελός τους τον ρου της ιστορίας. Στην σύγχρονη πολιτική ιστορία μας δεν θα υπήρχε η προοδευτική Αλλαγή του 1981 εάν στην θέση του ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιλέξει να ηγηθεί μίας μεταπολιτευτικής Ένωσης Κέντρου. Η διαδρομή της ιστορίας θα ήταν διαφορετική.
Κατά ανάλογο τρόπο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της κρίσης χρέους και η εποχή των μνημονίων εάν στο ΠΑΣΟΚ είχε εμπεδωθεί και προκριθεί η ενότητα του προγραμματικού λόγου και η αναζήτηση νέας πολιτικής εντολής παρά η εκ των έσω κατάρρευση και η παράδοση στους πολιτικούς αντιπάλους.
Τότε άλλα πολιτικά υποκείμενα έδραξαν την ευκαιρία και διαδοχικά κατέκτησαν την εξουσία, διαχειρίστηκαν την κρίση και οδηγηθήκαμε στην σημερινή πολιτική συγκυρία του νέου καχεκτικού διπολισμού.
Σήμερα, και μετά την εμπειρία της Πανδημίας, γίνεται διαρκώς πιο αναγκαία η αναζήτηση ενός πολιτικού αφηγήματος για τις κοινωνικές δυνάμεις της φτωχοποιημένης μεσαίας τάξης διαφορετικό από εκείνο της πανίσχυρης συγκυριακά κεντροδεξιάς αλλά και της ιδεολογικοπολιτικά αδύναμης να ερμηνεύσει τον κόσμο που χαράζει «παραδοσιακής» αριστεράς που έχει πια χάσει κάθε ίχνος έξωθεν καλής μαρτυρίας μετά την κυβερνητική κολιγιά της με αμφιλεγόμενες δυνάμεις της Δεξιάς. Υπάρχει μία αδήριτη ανάγκη να δοθεί στην κοινωνία ένα όραμα κοινωνικής και πολιτικής Αλλαγής που θα συμπυκνώνει αρχές και αξίες της δημοκρατικής σοσιαλιστικής παράδοσης του ΠΑΣΟΚ με τις αρχές της οικολογίας και της σύγχρονης νέας αριστεράς, ένα αφήγημα για τον νέο ψηφιακό κόσμο που θα αλλάξει τις κοινωνικές ανάγκες και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις, που θα αλλάξει την παραγωγική διαδικασία αλλά και την δημοκρατική διακυβέρνηση παρέχοντας κατά τρόπο προκλητικό ευκαιρίες ουσιαστικής πολιτικής συμμετοχής για τους πολίτες και συστήματα λογοδοσίας για εκείνους που θα ασκούν την εξουσία. Αυτός ο νέος κόσμος είναι ο προνομιακός κόσμος για ένα νέο προοδευτικό δημοκρατικό πολιτικό αφήγημα. Το ζητούμενο είναι το πολιτικό υποκείμενο που θα το διαμορφώσει και θα το προτείνει.
Είναι εύλογο να περιμένει κανείς πρωτοβουλίες από τον χώρο της λεγόμενης κεντροαριστεράς, από τον χώρο που αναζητά να εκφράσει τον σύγχρονο, ριζοσπαστικό, ανανεωτικό λόγο του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο οποίος επίσης είναι αντικείμενο αναζήτησης και διεργασίας στις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης αλλά λίγο πολύ σε όλο τον κόσμο.
Αυτή η διεργασία που περιγράφουμε διακηρύσσεται άλλοτε δειλά και άλλοτε ευθέως από το Κίνημα Αλλαγής κατά κύριο λόγο. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας και της αδυναμίας να υπερβεί τους περιορισμούς του κυρίαρχου μιντιακού συστήματος, το ένα βήμα μπροστά ακολουθείται από αρκετά βήματα πίσω όταν την πορεία επισκιάζουν δευτερεύουσες καταστάσεις που ανάγονται σε κυρίαρχες.
Δεν είναι πάντως δευτερεύουσα κατάσταση η διαχείριση της ιδεολογικοπολιτικής κληρονομίας του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα είναι βασική συνισταμένη της διαμόρφωσης του αφηγήματος που αναφέρουμε πιο πάνω. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η πορεία και συνακόλουθα η κληρονομία ενός τόσο διευρυμένου πολιτικού φαινομένου δεν είναι ούτε ευθεία γραμμή ούτε μονομερής και ενιαία.
Πρόσφατα διάβασα ένα εύστοχο άρθρο του Γιώργου Σιακαντάρη με τίτλο «Το κόμμα Ιανός» που αναφέρεται στον ΣΥΡΙΖΑ και την εξέλιξή του. Γράφει μεταξύ των άλλων: «Γιατί κατορθώνει ακόμη, ελλείψει σοβαρού αντιπάλου, να πείθει πως είναι η μόνη δυνατότητα κεντροαριστερής εναλλακτικής πρότασης, έστω και ψευδεπίγραφης. Όσο όμως το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο μετατρέπεται σε μένος κατά της Αριστεράς εν γένει, τόσο αυτός που θα ωφελείται από μια τέτοια αντιμετώπιση, δεν θα είναι η Κεντροαριστερά, αλλά πρωτίστως ο κεντροδεξιός πόλος με τις φιλελεύθερες ανταύγειες του κ. Μητσοτάκη και δευτερευόντως ο ΣΥΡΙΖΑ ως «υπερασπιστής» των ιδανικών της πανταχόθεν βαλλόμενης Αριστεράς.» Συμμερίζομαι απόλυτα αυτή τη διαπίστωση.
Η Κεντροαριστερά έχει μακρά και σταθερή ιδεολογικοπολιτική αναφορά στην μεταπολιτευτική περίοδο με άξονα το ΠΑΣΟΚ. Οι σχέσεις με την παραδοσιακή αριστερά μπορεί να ήταν ανταγωνιστικές και καθορισμένες από την ηγεμονική του θέση αλλά δεν είναι Αντί- Αριστερά. Δεν είναι εξάλλου συμβατή με την ευρωπαϊκή παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας η απαξίωση ή η εχθρότητα προς την Αριστερά. Με τις δυνάμεις της Αριστεράς που εντάσσονται είτε στο ΣΥΡΙΖΑ είτε στο ΚΚΕ η σχέση της Κεντροαριστεράς είναι σχέση ιδεολογικοπολιτικού ανταγωνισμού και διεκδίκησης της ηγεμονίας αλλά δεν είναι εχθρικές, όπως αυτές διαμορφώνονται ιδεολογικοπολιτικά και ιστορικά με την Δεξιά και την κεντροδεξιά. Είναι εύλογο έως ένα σημείο η απώλεια της ηγεμονίας στον προοδευτικό πόλο να επηρεάζει την διαμόρφωση των σχέσεων και να εντείνει τους ανταγωνισμούς αλλά δεν μπορεί να καταλήγει σε καταστάσεις προδικτατορικού αντικομμουνισμού λες και η μήτρα της Κεντροαριστεράς δεν καθορίστηκε από το ΠΑΣΟΚ αλλά από την Ένωση Κέντρου, και μάλιστα της πρώιμης εποχής πριν την αποστασία, ή την ΕΔΗΚ. Αυτός ο δρόμος ενώ δεν προσθέτει δυνάμεις στην Κεντροαριστερά δεν απεγκλωβίζει και παραδοσιακά αντιδεξιές δυνάμεις που αποτελούσαν ιστορικά την ραχοκοκαλιά της. Και το σημαντικότερο: τον δρόμο δεν τον χαράζουν οι άλλοι εάν δεν τους αφήσεις να σε πάνε όπου θέλουν. Τον δρόμο τον χαράζεις εσύ με το δικό σου καθαρό, προοδευτικό πολιτικό αφήγημα που εμπνέεται ασφαλώς από το “ένδοξο” παρελθόν αλλά μιλά για το παρόν και κυρίως το μέλλον.
Στην συνείδηση του λαού το ΠΑΣΟΚ έχει αφετηρία και κατάληξη, πικρή όχι αναπόφευκτη και νομοτελειακή αλλά κατάληξη. Είναι το τέλος της Κυβέρνησης Παπανδρέου τον Νοέμβρη του 2011. Όσα ακολούθησαν, μπορεί να πει κανείς ότι είναι μία θυσία για να σωθεί η χώρα, μία αναγκαστική ιστορική συνθήκη, αλλά δεν είναι η ιστορία του ΠΑΣΟΚ.
Η ίδρυση του Κινήματος Αλλαγής το 2017 και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης νωρίτερα είναι προσπάθειες ανασύνταξης και αναγέννησης της Κεντροαριστεράς με κεντρικό άξονα το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ αλλά η ιστορική εξέλιξη μας δείχνει ότι αυτό δεν αρκεί.
Σήμερα το μέγα ιστορικό ζητούμενο, η ιστορική πρόκληση είναι η αναγέννηση της Κεντροαριστεράς και η μετεξέλιξή της σε μεγάλη ηγεμονική πολιτική δύναμη. Για να γίνει αυτό χρειάζεται πρωτίστως εύστοχο, επίκαιρο και κυρίως καθαρό ιδεολογικοπολιτικό και προγραμματικό αφήγημα. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζεται το κατάλληλα συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή ο πολιτικός φορέας που θα οδηγήσει στην νέα πολιτική ηγεμονία. Σήμερα το Κίνημα Αλλαγής επιχειρεί να διαμορφώσει αφήγημα και κάνει πολύ καλή δουλειά στο Κοινοβούλιο. Τίποτε όμως από αυτά δεν αγγίζει την κοινωνία ή του τουλάχιστον δεν την ξεσηκώνει. Όπως είχε πει η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη «δεν αρέσουμε». Προσθέτω όμως ότι δεν έχουμε και τα εργαλεία για να «αρέσουμε» και να ξαναγοητεύσουμε.
Το πολιτικό αφήγημα είναι ένας ικανός και αναγκαίος όρος αλλά δεν αρκεί. Ένας πολιτικός φορέας που θέλει να ανακτήσει την ηγεμονία πρέπει να απλώνεται και να είναι παρών μέσα στην ζώσα και αγωνιώσα κοινωνία και όχι μόνο στα social media. Χωρίς σοβαρή οργανωτική παρουσία και δουλειά στους χώρους εργασίας, στις πόλεις και τα χωριά, όποια πρωτοβουλία και να αναληφθεί από το κέντρο δεν φθάνει κάτω ή μέχρις ότου φθάσει έχει απαξιωθεί από ένα εχθρικό μιντιακό σύστημα.
Ένας πολιτικός φορέας που αγωνίζεται για την ηγεμονία δεν μπορεί να υποτιμά την ιστορική του οργανωτική εμπειρία. Δεν μπορεί να απωθεί την κληρονομία του. Η οργανωτική ιστορία του ΠΑΣΟΚ δεν πρέπει να απαξιώνεται. Ένα κόμμα σε θέση μάχης για την ηγεμονία πρέπει να έχει οργανωτική διάταξη ζωντανή και δυναμική, αποκεντρωμένη ενδοκομματική δημοκρατία παράλληλα με την διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης Κέντρου και βάσης.
Ένα τέτοιο κόμμα, κατά την γνώμη μου, κτίζεται κάτω στην Βάση. Εκεί είναι η κυψέλη του. Αυτό δεν σημαίνει απλώς εκλογή ή ορισμός οργάνων με «χάρτινες» οργανώσεις και με μικρούς πια και ενίοτε γραφικούς εκλογικούς μηχανισμούς εσωστρεφείς και χωρίς ίχνος πολιτικής διαδικασίας. Σημαίνει ζωντανές οργανώσεις, άπλωμά τους, στρατολόγηση μελών, παρέμβαση στα προβλήματα της κοινωνίας, πολιτική και ιδεολογική δουλειά στην βάση. Ένας πολιτικός φορέας που διεκδικεί την ηγεμονία δεν μπορεί να πάει πουθενά χωρίς σχέδιο μάχης, όραμα έμπνευση και αισιοδοξία στην βάση του.
Όσο αυτά δεν συμβαίνουν δεν πάμε πουθενά… δεν ξέρω όμως εάν έχουμε ιστορικό δικαίωμα να παραμένουμε αδρανείς.