ΔΙΕΘΝΗ
“Προεδρικές Εκλογές Πολωνίας: Ο διαρκής πόλεμος μεταξύ Φιλελεύθερων και Συντηρητικών σε νέα μάχη ”
Γράφει ο Βασίλης Μπαγιάτης.
Σε έντονο κλίμα πόλωσης διεξήχθησαν οι Προεδρικές Εκλογές στην Πολώνια την περασμένη Κυριακή. Η ψηφοφορία είχε αρχικά προγραμματιστεί να διεξαχθεί στις αρχές Μαΐου, αλλά ακυρώθηκε αφού το κυβερνών κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» (PiS) προσπάθησε να προωθήσει μια αμφιλεγόμενη ταχυδρομική ψηφοφορία που σχεδιάστηκε για να μετριάσει τους φόβους για το νέο Κορονοϊό . Οι εκλογές αναβλήθηκαν εν συνεχεία στις 28 Ιουνίου.
Ο απερχόμενος Πρόεδρος Αντρέι Ντούντα (προερχόμενος από το PiS) πέτυχε μια άνετη νίκη στον πρώτο γύρο με ποσοστό 43%. Βασικός του αντίπαλος ο φιλελεύθερος Δήμαρχος της Βαρσοβίας Ραφάλ Τσασκόφσκι, προερχόμενος από την κεντροδεξιά «Πλατφόρμα των Πολιτών» που έλαβε ποσοστό 30%. Οι δυο υποψήφιοι θα αναμετρηθούν στον δεύτερο γύρο στις 12 Ιουλίου. Στην τρίτη θέση ήρθε ο Ανεξάρτητος δημοσιογράφος Σίμον Χολόβνια με ποσοστό 13%. Στην τετάρτη θέση ο Σίστοφ Μπόσακ από το ακροδεξιό κόμμα «Συνομοσπονδία», ενώ σε πολύ χαμηλά ποσοστά κινήθηκαν τόσο ο κεντροαριστερός υποψήφιος Ρόμπερτ Μπιεντρόν όσο και ο πρόεδρος του αγροτικού Πολωνικού Λαϊκού Κόμματος Βλαντίσλαβ Κοσινιάκ, που έλαβαν έκαστοι ποσοστά 2%. Με εξαίρεση του δυο τελευταίους υποψηφίους, στα επιτελεία των οποίων επικρατεί κατήφεια, όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι τα πήγαν περίφημα, με βάση τα πολιτικά δεδομένα της περιόδου αυτής. Το ερώτημα είναι όμως ποιος από τους δυο «μονομάχους» θα επικρατήσει στον β’ γύρο. Είναι γεγονός ότι και οι δύο υποψήφιοι δέχονται κριτική επειδή εκπροσωπούν το πολιτικό κατεστημένο. Από το 2005 όταν και κατέρρευσε εκλογικά η κεντροαριστερή «Δημοκρατική Αριστερή Συμμαχία» το πολιτικό δίπολο στη χώρα είναι Φιλελεύθεροι-Συντηρητικοί. Τους πρώτους εκπροσωπεί η «Πλατφόρμα των Πολιτών», ενώ τους δεύτερους το κυβερνών συντηρητικό-εθνικιστικό PiS. Δεν είναι λίγοι οι πολίτες που για αυτόν κυρίως τον λόγο στήριξαν τον ανεξάρτητο Χολόβνια. Ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι αν και η διεξαγωγή των εκλογών ήταν έντονα πολωμένη κατάφερε η ακροδεξιά «Συνομοσπονδία» να λάβει ένα σημαντικό ποσοστό. Η εκστρατεία του Τσασκόφσκι επικεντρώθηκε στο κράτος δικαίου και στις ευρωπαϊκές αξίες με το σύνθημα «Αρκετά!», ενώ ο Ντούντα έχει τονίσει το ισχυρό ιστορικό του με το PiS, το οποίο υποστηρίζει ότι θα εξασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευημερία της χώρας και δεσμεύτηκε για μεγάλα έργα υποδομής. Η συντηρητική-εθνικιστική κυβέρνηση της Πολωνίας (του PiS από το 2015) έχει επανειλημμένα τραβήξει την οργή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προώθηση νομοθεσίας που υπονομεύει τη δικαστική ανεξαρτησία, το κράτος δικαίου και την ελευθερία έκφρασης των ΜΜΕ.
Ο Ντούντα στηρίζεται από πολίτες που θέλουν μια πολιτική σταθερότητα και εναρμόνιση μεταξύ του Πρόεδρου της Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης. Στην προεκλογική του εκστρατεία έκανε λόγω για τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την οικογένεια, τη θρησκεία και τον πατριωτισμό, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί την εγγύηση ότι οι γενναιόδωρες πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας της κυβέρνησης θα συνεχιστούν. Οι επικριτές του στέκονται στο γεγονός ότι λειτούργησε ως «Πρόεδρος-συμβολαιογράφος», καθώς συμφώνησε με όσα περνούσε από την Πολωνική Βουλή το PiS, καθώς και ότι αποτελεί άνθρωπο του Γιαροσλάβ Κατσίνσκι, του Προέδρου του PiS, που θεωρείται το άτομο που στην πραγματικότητα κινεί τα νήματα στη χώρα, όσο το κόμμα του βρίσκεται στην κυβέρνηση. Στο πρόσωπο του Ραφάλ Τσασκόφσκι πολλοί προοδευτικοί και φιλελεύθεροι πολίτες βλέπουν μια ελπίδα για αλλαγή. Μπορεί να ανήκει σε ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα από το 2007 έως το 2015, πετυχαίνονται μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, αλλά δέχθηκε επίσης κριτική για πολιτικές υπέρ της αγοράς που αύξησαν την οικονομική ανισότητα αντί να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια. Ο ίδιος όμως κατάφερε να μην ταυτιστεί με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τουσκ και απέκτησε ένα θετικό προφίλ στην κοινωνία. Έχει εξάλλου εξαιρετικά μεγάλη διείσδυση στον χώρο της κεντροαριστεράς, καθώς κατάφερε να αποσπάσει τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο ψήφους από την κεντροαριστερή παράταξη. Ο ίδιος υποσχέθηκε να διατηρήσει τα δημοφιλή προγράμματα δαπανών κοινωνικής πρόνοιας του PiS σε περίπτωση που εκλέγει, αλλά δεσμεύθηκε ταυτόχρονα να αποκαταστήσει τους συνταγματικούς κανόνες και να βελτιώσει τους δεσμούς με την ΕΕ. Για τους ψηφοφόρους του οι εκλογές αποτελούν την τελευταία ευκαιρία για την αποφυγή της κυριαρχίας του PiS σε όλους τους μοχλούς εξουσίας, έτσι ώστε η Πολωνία «να μην μετατραπεί σε Ουγγαρία» και να επαναπροσδιοριστεί με τις αξίες και τις αρχές της ΕΕ. Στην Πολωνία υπάρχουν δυο «συνταγματικοί μοχλοί», η Γερουσία που ελέγχεται από την αντιπολίτευση και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που μπορεί να μην υπογράψει το οποιοδήποτε νομοσχέδιο. Σε αυτή την περίπτωση η Κάτω Βουλή πρέπει να το ξαναψηφίσει με πλειοψηφία 3/5. Στην παρούσα σύνθεση της Βουλής όμως η κυβέρνηση του PiS έχει πλειοψηφία μόλις μερικών εδρών. Μια ενδεχόμενη νίκη του Τσασκόφσκι θα έφερνε βαρύ πλήγμα στην κυβέρνηση του PiS και ενδεχομένως να οδηγούσε σε ανασχηματισμό ή ακόμη και σε πρόωρες Βουλευτικές Εκλογές. Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι οι Πολωνοί καλούνται να αποφασίσουν προς ποια κατεύθυνση θέλουν να κινηθεί τα επόμενα χρόνια η χώρα τους.
Ο Ραφάλ Τσασκόφσκι, που έχει υποσχεθεί ότι αν εκλεγεί θα μεταμορφώσει τον θεσμό της προεδρίας έχει όντως υπαρκτές ελπίδες να κάνει την ανατροπή και να κερδίσει τις εκλογές, πάρα την, ομολογουμένως, σημαντική διαφορά από τον Αντρέι Ντούντα. Είναι γεγονός ότι οι ψηφοφόροι της αντιπολίτευσης είναι περισσότεροι από αυτούς του PiS. Ρόλο-κλειδί φαίνεται ότι θα έχουν οι ψηφοφόροι του ακροδεξιού υποψήφιου Μπόσακ, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων των υπόλοιπων προεδρικών υποψηφίων θα κατευθυνθούν προς τον Τσασκόφσκι. Επίσης το ποσοστό της συμμετοχής στο δεύτερο γύρο θα κρίνει πολλά, με μελέτες να δείχνουν πως όσο μεγαλύτερο είναι τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει ο Τσασκόφσκι για να εκλέγει. Το τελικό αποτέλεσμα είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Σίγουρα όλα τα φώτα είναι στραμμένα στο debate μεταξύ των δυο υποψηφίων που αναμένεται να διεξαχθεί τις προσεχείς ημέρες και όπως όλα δείχνουν θα κρίνει πολλά, την ώρα που η κινητοποίηση στους κόλπους της κεντρώας και κεντροαριστερής αντιπολίτευσης είναι μεγάλη.
Ένα είναι σίγουρο, ότι το αποτέλεσμα θα είναι μια επανάληψη ενός δεκαπενταετούς πολέμου μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων στην Πολωνία. Των Συντηρητικών και τον Φιλελεύθερων.