ΔΙΕΘΝΗ
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Ένας σύγχρονος δικτάτορας
Γράφει ο Χαράλαμπος Χριστόπουλος
Όταν στις 28 Αυγούστου του 2014, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέλαβε κι επισήμως τα καθήκοντά του ως Πρόεδρος της Τουρκίας, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την πορεία του και την εξέλιξή του όντας στο ανώτατο αξίωμα της χώρας του. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι ‘’αγκαλιάστηκε’’ και στηρίχθηκε από τον κόσμο και τον λαό, κερδίζοντας από τις πρώτες κιόλας άμεσες προεδρικές εκλογές την αυτοδυναμία, με ποσοστό που έφτανε το 52%. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι είχαν προηγηθεί άλλες 8 επιτυχείς εκλογικές αναμετρήσεις, για την Δημαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, την ηγεσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και για την πολυετή Πρωθυπουργία του.
Για περισσότερα από 25 χρόνια, στηρίζεται από τον κόσμο, ενώ φροντίζει να ικανοποιεί τις ανάγκες των πολιτών και της χώρας του και να χορταίνει, συχνά πυκνά, την πείνα των πιο φανατικών οπαδών του. Οπαδών, που αρέσκονται σε βαρύγδουπα λόγια, μισαλλόδοξες αντιλήψεις και ακρότητες. Οπαδών, που και οι ίδιοι δηλώνουν έτοιμοι αν χρειαστεί να επέμβουν για το ‘’καλό’’ της χώρας τους και του Σουλτάνου τους. Ο ίδιος όντας γνώστης του επαγγέλματός του, φροντίζει να υπενθυμίζει κάθε τόσο σε όλους τους Τούρκους πολίτες αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, το ποιος είναι, ποια είναι η θέση που κατέχει και τι σκοπούς εκπροσωπεί, αψηφώντας τις κατά καιρούς, οικονομικές και στρατιωτικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Ευρώπη.
Ο Σουλτάνος ανέκαθεν φημιζόταν για τη μεγαλομανία του και τις ηγετικές του τάσεις. Δεν το απασχολεί το αν πετύχει το σκοπό του με κύριο όπλο το διάλογο, τη διαπραγμάτευση και την ευδιαθεσία. Αρκεί μονάχα να πάρει αυτό που θέλει με κάθε τρόπο. Από την αρχή της θητείας του ως Πρόεδρος της Τουρκίας έχει να αντιμετωπίσει τρία πολύ μεγάλα προβλήματα και εμπόδια. Το πρώτο εμπόδιο είναι κοινό για κάθε ηγέτη και αρχηγό κράτους, κάθε χώρα και έθνος, κάθε ήπειρο και ωκεανό. Είναι αυτό της οικονομίας. Λόγω του υψηλού πληθωρισμού στην Τουρκία από τη δεκαετία 1970 ως και τη δεκαετία 1990, η τουρκική λίρα υπέστη μεγάλου βαθμού υποτίμηση. Από περίπου 9 λίρες ανά δολλάριο ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 κατέληξε στις περίπου 1,65 εκατομμύρια λίρες στα τέλη του 2001. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος τότε ήταν Πρωθυπουργός, αποκάλεσε το ζήτημα αυτό ‘’εθνική ντροπή’’. Έρευνες έδειξαν πως παρ’ όλη την άνοδό της από το 2014, μετά το αποτυχημένο Πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016, η Τουρκική Λίρα γνώρισε την υποχώρηση για ακόμη μια φορά, ενώ από τις αρχές του 2018 έχει υποτιμηθεί αρκετά. Αξίζει να σημειωθεί πως 1 τουρκική λίρα το Φεβρουάριο του 2020, αντιστοιχούσε σε 0,15€, ενώ το Μάρτιο του 2020 η τιμή της αντιστοιχούσε σε 0,14€. Αδιαμφισβήτητα, κατανοεί ο οποιοσδήποτε, όπως και ο Ερντογάν, πως η τουρκική οικονομία καταρρέει μήνα με το μήνα, μέρα παρά μέρα.
Βάσει στοιχείων, και όπως ανακοίνωσε το Τουρκικό Υπουργείο Άμυνας, ο προϋπολογισμός αμυντικών δαπανών της Τουρκίας, για το οικονομικό έτος 2020, είναι αυξημένο κατά 16%,δηλαδή περίπου 19,1 δισεκατομμύρια ευρώ, σε σχέση με το 2019. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι το ποσό αυτό προορίζεται γενικά για τις Δυνάμεις Ασφαλείας. Πιο συγκεκριμένα το Υπουργείο Άμυνας έλαβε 8,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Αστυνομία έλαβε 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η Στρατιωτική Χωροφυλακή έλαβε 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Αξίζει να γραφεί βέβαια, πως στην αρχή της ‘’Εποχής Ερντογάν’’, περίοδος 2014-2015, οι στρατιωτικές δαπάνες φαίνεται να είχαν μειωθεί σε σύγκριση με αυτές του 2012 και 2013.
Πέραν από το οικονομικό σκέλος, ο Τούρκος Πρόεδρος καλείται συχνά να αντιμετωπίσει ένα δεύτερο αγκάθι, και αυτό δεν είναι άλλο από τους φανατικούς αντιπάλους του. Είναι αναμενόμενο για κάποιον που έχει φανατικούς οπαδούς να έχει και φανατικούς αντιπάλους. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το βράδυ της 15ης Ιουλίου του 2016, όπου μερίδα των ενόπλων δυνάμεων στην Τουρκία επιχείρησε να ανατρέψει την Κυβέρνηση και μαζί και τον Ερντογάν. Σαν αποτέλεσμα αυτής της απόπειρας, το πραξικόπημα θεωρήθηκε αποτυχημένο ενώ καταμετρήθηκαν 265 νεκροί, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που διώχθηκαν και ακόμα διώκονται ποινικά. Αξιοσημείωτη είναι η στάση η οποία υιοθέτησε από εκείνη τη στιγμή ως και σήμερα ο Σουλτάνος. Δεδομένου ότι για την καταστολή του πραξικοπήματος φρόντισαν οι ίδιοι οι πολίτες, τη στιγμή που οι ένοπλες δυνάμεις και οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν διαιρεμένες και διχασμένες, θεωρήθηκε ορθό από τον Ταγίπ, να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να κινεί τα νήματα εντός κι εκτός των ενόπλων δυνάμεων, ελέγχοντας το προσωπικό καθώς και τη συμπεριφορά των ανωτέρων προς τον ίδιο. Ήταν η ίδια περίοδος όπου αυξήθηκαν απότομα οι στρατιωτικές δαπάνες από το Υπουργείο Άμυνας, οι σταδιακές επεμβάσεις στις γειτονικές χώρες όπως στα Βόρεια της Συρίας, αλλά και οι παραβάσεις από αέρος στα ανατολικά της Ελλάδος. Παράλληλα, ξεκίνησε και η σταδιακή κάμψη του νομίσματος και της οικονομίας της Τουρκίας, η οποία μέχρι τότε ήταν σχετικά σταθερή. Με έναν απλό παραλληλισμό, θα λέγαμε πως ο Ερντογάν είναι μια υπερπροστατευτική μητέρα που στην προσπάθειά της να δείξει τη δύναμή της και να ‘’φυλάξει το παιδί της από επικείμενους κινδύνους’’, δεν καταφέρνει παρά να αποξενωθούν από την πραγματικότητα και την κοινωνία και να καταστραφούν εξίσου, και αυτή και το παιδί. Το εκλογικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου 2017, έκανε πολλούς να μιλούν για πύρρεια νίκη του Ερντογάν μιας και κέρδισε μεν, με μικρή πλειοψηφία δε. Συγκεκριμένα υπέρ ψήφισαν το 51,41% των ψηφοφόρων ενώ το 48,59% καταψήφισε. Παρατηρήθηκε ότι όλες οι περιφέρειες στα δυτικά παράλια της Τουρκίας καταψήφισαν την πρόταση Ερντογάν και μέσα σε αυτές ήταν και η γενέτειρά του και πόλη όπου υπήρξε Δήμαρχος, η Κωνσταντινούπολη. Είναι οφθαλμοφανές ότι ο Σουλτάνος και το κόμμα του, ζυγίστηκαν, μετρήθηκαν και βγήκαν ελλιπείς. Μάλιστα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις του 2020, το κόμμα του παρουσιάζει σημαντική κάμψη ενώ ο ίδιος χάνει καθημερινά τη δημοτικότητά του, με τον κόσμο σιγά-σιγά να εξαγριώνεται με στάση που ο ίδιος κρατά έναντι των υπολοίπων κρατών αλλά και την εικόνα που ο ίδιος παρουσιάζει για τη χώρα του, προσβάλλοντας τους Τούρκους πολίτες.
Αυτό είναι και το τρίτο πρόβλημα που παρουσιάζεται στη σημερινή κυβέρνηση της Τουρκίας. Ο Ερντογάν φροντίζει να σηκώνει ανάστημα εντός του κράτους του και να ελέγχει τα πάντα, πολίτες, αξιωματούχους, πολιτικούς και πανεπιστημιακούς, είναι όμως φανερό, ότι δεν κατέχει προσόντα για να ασκήσει εξωτερική πολιτική καθώς και οι υπουργοί του. Παίζει ένα πολύ καλό παιχνίδι με ένα πολύ κακό χαρτί, κι αυτό γιατί κερδίζει δια της βίας. Έχει καταφέρει να έχει κακές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες της Δύσης συμπεριλαμβανομένου και των ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά σημάδια είναι τα μέτωπα που έχει ανοίξει κατά καιρούς με διάφορες χώρες π.χ. Συρία, και οι χιλιάδες νεκροί που έχει αφήσει πίσω του, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που παρουσιάζει κατά διαστήματα έναντι των εταίρων του και η ανυπακοή προς ΗΠΑ, Ρωσία και Γερμανία. Το έντονο παρουσιαστικό του, η μισαλλοδοξία του και η αγένεια που επιδεικνύει προς τον συνομιλητή του και οι φανατικοί οπαδοί ή και αντίπαλοί του, είναι οι λόγοι που πολύ συχνά γίνεται το κέντρο της προσοχής.
Συνοψίζοντας, η Τουρκία είναι ένα κράτος που μέρα παρά μέρα παρακμάζει οικονομικά και κοινωνικοπολιτικά, ενώ αντιμετωπίζει κι άλλα εξίσου σημαντικά προβλήματα που επηρεάζουν και την Ευρώπη ολόκληρη π.χ. προσφυγικό-μεταναστευτικό, διότι ο αρχηγός της έχει τυφλωθεί από τη μεγαλομανία του και από το σύνδρομο καταδίωξης που τον διακατέχει. Ένας άνθρωπος που βλέπει παντού εχθρούς, ένας άνθρωπος ανασφαλής. Ο Αβραάμ Λίνκολν είχε πει πως μπορείς να τους ξεγελάς όλους για λίγο καιρό, λίγους όλο τον καιρό, αλλά όχι όλους όλο τον καιρό. Ο Ερντογάν γνωρίζει πάρα πολύ καλά πως δεν θα τους ξεγελάει όλους για πολύ καιρό ακόμα, γι’ αυτό και δείχνει απεγνωσμένος αλλά και φοβισμένος τα τελευταία χρόνια. Θα κάνει όμως ό, τι περνά από το χέρι του για να συνεχίσει να κρατά ζωντανή τη φήμη του αμείλικτου και σκληροπυρηνικού Σουλτάνου για να συνεχίσει να κυβερνά πολλά χρόνια ακόμα.