ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
“Τα οικονομικά της πανδημίας” – Του Νίκου Ανδρουλάκη
Οι οικονομικές συνέπειες από την πανδημία δεν επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Μπορεί, πράγματι, το ποσοστό της κάμψης του παγκόσμιου ΑΕΠ να έφθασε το 3,3% την χρονιά της πανδημίας, ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε την Κίνα να αναπτύσσεται με ρυθμό 2,3% το 2020 και να αποτελεί τη μόνη μεγάλη οικονομία παγκοσμίως που είχε θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν αναλογιστούμε επίσης ότι από την αρχή της πανδημίας, η οικονομία της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε κατά 6,6%, ενώ η αντίστοιχη μείωση του αμερικανικού ΑΕΠ ήταν σχεδόν η μισή (3,5%).
Σύμφωνα δε με τις πρόσφατες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, το χάσμα μεταξύ των οικονομιών της Ευρωζώνης και των ΗΠΑ θα διευρυνθεί περαιτέρω, καθώς η αμερικανική οικονομία αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη 6,5% φέτος και 4% το επόμενο έτος, ενώ για την Ευρωζώνη προβλέπεται ανάπτυξη 3,9% και 3,8% αντίστοιχα. Οι μεγάλοι χαμένοι βέβαια της πανδημίας είναι οι αναδυόμενες οικονομίες, ιδίως οι χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, οι οποίες πληρώνουν ένα βαρύ οικονομικό αλλά και υγειονομικό τίμημα, οδηγώντας σε ένα πισωγύρισμα. Αναφορικά τώρα για την Ελλάδα και σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ύφεση διαμορφώθηκε στο 8,2% για το 2020 − ελαφρώς χαμηλότερα από το αναμενόμενο.
Για ποιον λόγο, λοιπόν, διευρύνεται το οικονομικό χάσμα στις δύο μεριές του Ατλαντικού; Κυρίως, γιατί οι ΗΠΑ προσφέρουν πιο γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη στην οικονομία τους και προωθούν ταχύτερα την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού. Πιο συγκεκριμένα, το αρχικό πακέτο της διοίκησης Μπάιντεν του 1,9 τρισ. δολαρίων, σε συνδυασμό με τα επιπλέον 2 τρισ. δολάρια για έργα στον τομέα των δημόσιων υποδομών, αναμένεται να επιταχύνουν θεαματικά την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή, το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωζώνης φαίνεται ότι διαθέτει μικρότερες δυνατότητες, ενώ αργεί και η εκταμίευση των κεφαλαίων του.
Λαμβάνοντας όμως υπόψη τις γνωστές θεσμικές αδυναμίες στην αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και τα αντιτιθέμενα πολλές φορές εθνικά συμφέροντα των κρατών-μελών, πρέπει να σημειώσουμε ότι απόφαση για το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια πρωτοφανή πράξη αλληλεγγύης. Η μεγάλη καινοτομία έγκειται, συγκεκριμένα, στο ότι για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βγει στις αγορές και θα δανειστεί 750 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 390 δισ. ευρώ θα δοθούν στα κράτη-μέλη ως επιχορηγήσεις. H αποπληρωμή τους μάλιστα θα γίνει από τον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Τα υπόλοιπα 360 δισ. ευρώ θα δοθούν ως δάνεια 30ετούς διάρκειας και με επταετή περίοδο χάριτος. Ο χρηματοδοτικός μηχανισμός του Ταμείου διαρθρώνεται γύρω από 6 πυλώνες: Την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, την κοινωνική και εδαφική συνοχή, την υγεία και τέλος, τις πολιτικές για την επόμενη γενιά, τα παιδιά και τους νέους. Παράλληλα, η Ευρώπη αποφάσισε και την θεσμοθέτηση του SURE, ενός εργαλείου ύψους 100 δισ. ευρώ, για την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Για να γίνει όμως καλύτερα κατανοητό το μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης και το πώς μπορεί να βοηθήσει στην οικονομική ανάπτυξη είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης για την περίοδο 2021-2017 ανέρχεται σε λίγο παραπάνω από 1 τρισ. ευρώ, εκ των οποίων, τα 342 δισ. αφορούν αποκλειστικά την Κοινή Αγροτική και Αλιευτική Πολιτική. Επομένως, η διαφάνεια και η αξιοκρατία στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου θα πρέπει να είναι παραδειγματική, ώστε να μην επαναληφθούν κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Άλλη μια ευκαιρία για την επανεκκίνηση της οικονομίας είναι βέβαια και το επικείμενο άνοιγμα του τουρισμού. Χρειάζεται όμως να είμαστε προσεκτικοί και να αποφύγουμε τα λάθη του περασμένου καλοκαιριού που θα ζημίωναν την εικόνα του ασφαλούς υγειονομικά προορισμού που όλοι επιθυμούμε να καταστεί η χώρα μας. Ο στόχος του 40–50% των εσόδων του 2019 είναι εφικτός. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται αναγκαίος ένας προσεκτικός προγραμματισμός που να περιλαμβάνει, εκτός των άλλων προληπτικών μέτρων, τον έγκαιρο και κατά προτεραιότητα εμβολιασμό των εργαζομένων στις τουριστικές επιχειρήσεις και στην εστίαση, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να σημαίνει στέρηση εμβολίων από τους νεότερους ευπαθείς συμπολίτες μας.
Καταληκτικά, θα ήθελα να σταθώ στο ζήτημα της διοχέτευσης των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων θα γίνει μέσω τραπεζών σύμφωνα και με τις εξαγγελίες της κυβέρνησης, ώστε να ενεργοποιηθεί το εργαλείο της μόχλευσης των 12,7 δισ. Με άλλα λόγια, για κάθε ένα ευρώ που βάζει το Ταμείο Ανάκαμψης για την υλοποίηση μιας επένδυσης, οι ιδιώτες από κοινού με τις εμπορικές τράπεζες θα βάζουν άλλο ένα. Προϋπόθεση βέβαια για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η έγκαιρη εξυγίανση των επιβαρυμένων -με μεγάλο ποσοστό «κόκκινων» δανείων- ισολογισμών των τραπεζών. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε, οι ελληνικές τράπεζες είναι εδώ και χρόνια φειδωλές στην έκδοση νέων δανείων σε καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Δεδομένου όμως ότι η εξυγίανση αυτή θα αργήσει να πραγματοποιηθεί, είναι ορατό το ενδεχόμενο να ωφεληθούν σχεδόν αποκλειστικά οι μεγάλες μόνο επιχειρήσεις από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και από την άλλη πλευρά, να μη αποκτήσει πρόσβαση σε αυτή τη χρηματοδότηση η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριστούμε τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης σε συνδυασμό με το επιτυχές άνοιγμα του τουρισμού, θα κρίνει κατά πολύ την προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τη ζημιά που έχει επιφέρει η πανδημία στην Ελληνική οικονομία.