ΓΝΩΜΕΣ
Aντώνης Παπαγόρας: “Μετά τον πόλεμο και την πανδημία: Το ευρωπαϊκό οικονομικό δίλλημα.”
Σε λίγες μέρες θα έχει περάσει ένας ολόκληρος μήνας από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι τώρα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του πρακτορείου Reuters, οι θάνατοι ξεπερνούν τις 15 χιλιάδες ενώ περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί. Το άμεσο οικονομικό κόστος του πολέμου εκτιμάται σε περισσότερα από 120 δις δολάρια ενώ είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή το πού θα φτάσει το τίμημα σε ανθρώπινες ψυχές.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει σαφέστατα και την οικονομική προοπτική όλων των κρατών και των οικονομιών τους. Και έρχεται να λειτουργήσει ως αναπάντεχα υψηλή αρνητική άθροιση στις επιπτώσεις της πανδημίας. Η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από το Ρωσικό φυσικό αέριο οδήγησε τις πρώτες μέρες του πολέμου σε μία ανοδική κούρσα το κόστος παραγωγής ενέργειας.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι παραδώσεις καυσίμων, τόσο από τη Ρωσία όσο και από τις άλλες παραγωγούς χώρες, δεν έχουν σταματήσει. Ο πόλεμος όμως έχει επιφέρει τρομερή αύξηση τιμών στα παράγωγα χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία συναρτούν (μεταξύ άλλων) τις τιμές. Το ίδιο συμβαίνει και εξαιτίας των κυρώσεων, ιδιαίτερα της Αμερικής προς τη Ρωσία, που έχουν επιδράσει αρνητικά και στις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν ως άμεσο αποτέλεσμα για τους καταναλωτές αυξημένο κόστος στα τιμολόγια ενέργειας. Χειρότερες όμως είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις. Το αυξημένο ενεργειακό κόστος επιφέρει τεράστια άνοδο στα κόστη των επιχειρήσεων είτε αυτά αφορούν την παραγωγή είτε τη λειτουργία. Αποτέλεσμα είναι η γενική άνοδος των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες και οι προβλέψεις για τα όρια αντοχής της οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι καθόλου αισιόδοξες. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, περισσότερες από 95% του συνόλου των επιχειρήσεων αποτελούν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από την αύξηση του ενεργειακού κόστους. Αρκεί να σκεφτούμε ότι το κόστος αυτό επιδρά τριπλά σε μία μικρή επιχείρηση καθότι αφορά την αύξηση των δαπανών, τη μείωση των εσόδων από τις όποιες μετακυλήσεις στις τιμές και την μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών και φυσικά το αυξημένο κόστος και στην ατομική – οικιακή κατανάλωση.
Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν ξεκινήσει περίπου από την άνοιξη του 2021, λόγω της αύξησης της προσφοράς χρήματος ώστε να χρηματοδοτηθεί η οικονομική ανάκαμψη από την επίδραση της πανδημίας. Με κάποιες δυσκολίες, αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις θα μπορούσαν να ξεπεραστούν συνδυαστικά με την αύξηση της κατανάλωσης και την οικονομική μεγέθυνση. Η ενεργειακή κρίση δεν επιτρέπει αυτή την εξέλιξη και φέρνει συνολικά την Ευρώπη σε θέση ώστε να πλανάται πάνω της το φάντασμα του χειρότερου οικονομικού εφιάλτη, του στασιμοπληθωρισμού, που συνοδεύεται από αύξηση της ανεργίας και συνολική οικονομική καθίζηση.
Η έξοδος από αυτή την κρίση απαιτεί πολιτικές που καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει μόνη της. Απαιτεί νέα χρηματοδοτικά εργαλεία μεγάλης κλίμακας και στοχευμένης διοχέτευση πόρων που θα μοχλεύσουν την ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σύντομα θα βρεθεί υπό την αναγκαστική επιλογή είτε να λειτουργήσει ως χρηματοδότης έργων υποδομής και ανάπτυξης ασκώντας επεκτατική οικονομική πολιτική σε ευρύ και κεντρικό επίπεδο ή να λειτουργήσει συντηρητικά επιλέγοντας να σταθεροποιήσει τις τιμές θυσιάζοντας σε αυτό το βωμό το κοινωνικό κράτος και υπό την καταλυτική πτώση της γενικής ζήτησης και την εκτόξευση της ανεργίας.
Επιπλέον είναι χρέος του πολιτισμένου κόσμου να στηρίξει με κάθε τρόπο τους εκατομμύρια πρόσφυγες τόσο από την Ουκρανία όσο και από κάθε πιθανή προέλευση ανεξαιρέτως. Η στήριξη αυτή απαιτεί επίσης πόρους οι οποίοι δεν μπορούν να εκλείψουν. Για το γεγονός αυτό και για να μην ζήσουμε συνολικά ως Ευρώπη μία ανθρωπιστική τραγωδία – πέραν αυτής του πολέμου – με απροσδιόριστο μέγεθος, διάρκεια, κοινωνικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις· απαιτείται ένα New Deal και συνδυασμό γενναίων πολιτικών αποφάσεων προοδευτικού χαρακτήρα.