ΠΟΛΙΤΙΚΗ
“Να καταστήσουμε την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης πολιτικά εφικτή!” – Γράφει ο Μανώλης Αννέτης
Πως μπορεί αλήθεια κάποιος να ασχοληθεί επί του παρόντος με την κλιματική κρίση;
Αφενός, η πανδημία κυριαρχεί εδώ και μήνες στην καθημερινότητα μας, στερεί τη ζωή σε αγαπημένα μας πρόσωπα, δημιουργεί τεράστια οικονομικά προβλήματα σε ανθρώπους και επιχειρήσεις, ενώ μας επιβαρύνει ψυχολογικά με τρόπο συσσωρευτικό. Αφετέρου, οι δυσοίωνες προβλέψεις για την οικονομία τα επόμενα χρόνια μόνο αισιοδοξία δεν μπορούν να δημιουργήσουν στις συνειδήσεις των πολιτών, παρά ανασφάλεια και αβεβαιότητα για τους ίδιους και τις οικογένειες τους. Είναι άραγε δυνατόν να ασχοληθεί και με την κλιματική κρίση;
Ευτυχώς, η πλειοψηφία γνωρίζει τουλάχιστον τον όρο Κλιματική Αλλαγή. Τόσο χρόνια, βλέπετε, προσπάθειας γύρω από την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση έχουν καταφέρει έστω αυτή την ελάχιστη συνεισφορά. Παρόλα αυτά, λίγοι συνειδητοποιούν την πραγματική διάσταση αυτής της κρίσης. Θέλετε γιατί δεν υπάρχει επαρκής πληροφόρηση, θέλετε γιατί υπάρχει δυσπιστία ως προς την αλήθεια, θέλετε γιατί υπάρχει ακράδαντη πίστη πως ο άνθρωπος και τα συστήματα εξουσίας του θα βρουν τρόπο, έστω και την τελευταία στιγμή, να ανατρέψουν μία πιθανή καταστροφή;
Η αλήθεια δεν είναι τόσο αισιόδοξη, δυστυχώς… Πηγαίνοντας λίγο πίσω το χρόνο, το μακρινό πλέον 2013, πριν τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, πριν την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, με τρεις απλούς αριθμούς μπορούσε κάποιος εύκολα να περιγράψει το δυσοίωνο μέλλον που προδιαγράφεται:
- Καταρχάς οι 2 βαθμοί Κελσίου. Αυτή είναι η μέγιστη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασφαλής. Μέχρι τότε ήταν και η μόνη επίσημη παραδοχή σε επίπεδο πολιτικό, από τη κλιματική σύνοδο της Κοπεγχάγης, που τουλάχιστον έθετε τον στόχο, αλλά δυστυχώς δεν καθόριζε με τρόπο σαφή ούτε το σχέδιο, ούτε τα μέσα επίτευξης του.
- Δεύτερον, το γεγονός πως για να παραμείνουμε κάτω από το κατώφλι των 2 βαθμών Κελσίου, μπορούσαμε ακόμα να εκπέμψουμε έως 565 γιγατόνους διοξειδίου του άνθρακα. Μα είναι πολύ μεγάλο το περιθώριο μπορεί βεβιασμένα να πει κάποιος, όχι όμως αν σκεφτεί πως κάθε χρόνο παράγουμε 30 γιγατόνους, με ετήσια αύξηση 3%, διαμορφώνοντας ένα βιώσιμο χρονικό ορίζοντα 15 ετών.
- Ο τρομακτικός αριθμός όμως, είναι ο τρίτος: οι 2.795 γιγατόνοι διοξειδίου του άνθρακα που υπήρχαν τότε ήδη σε ενεργά κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων και τα τελευταία 8 χρόνια αντλούνται και καίγονται καθημερινά. Πρόκειται για 5 φορές περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από αυτό που επιτρέπεται να απελευθερώσουμε ώστε να μην υπερβούμε τους 2 βαθμούς Κελσίου. Και πόσο προβλέπεται να αυξηθεί η θερμοκρασία αν συνεχίσουμε με αυτούς τους ρυθμούς να απελευθερώνουμε διοξείδιο του άνθρακα; Όχι 2, αλλά 6 βαθμούς Κελσίου, όπου και θα περάσουμε σε μία καθολικά βίαιη κλιματική αλλαγή, με τελείως απρόβλεπτες συνέπειες για τον άνθρωπο.
Όπως καταλαβαίνουμε, η απειλή αυτή δεν είναι ένα υποθετικό σενάριο, είναι μία πραγματικότητα που έχουμε αρχίσει και βιώνουμε ήδη, και που θα χειροτερέψει τα επόμενα χρόνια. Καταστροφή οικοσυστημάτων, φονικοί τυφώνες, πλημμύρες, καταστροφικές πυρκαγιές, εξάλειψη νησιωτικών κρατών, κλιματικοί πρόσφυγες και τεράστιες επιπτώσεις για την υγεία του απλού πολίτη… Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε θα πάψει να υπάρχει!
Άρα ναι. Μπορεί και πρέπει κάποιος να ασχοληθεί με την κλιματική κρίση, ακόμα και στους δύσκολους αυτούς καιρούς. Γιατί υπάρχει ακόμα η ελπίδα πως αν δράσουμε τώρα, δίχως περαιτέρω καθυστερήσεις, είναι δυνατό να μετριαστούν οι επιπτώσεις της, δίχως να υπερβούμε την αλυσιδωτή αντίδραση μίας μη ελεγχόμενης και βίαιης κλιματικής αλλαγής.
Γιατί τόσα χρόνια, ωστόσο, δεν στοχεύαμε στην επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας; Γιατί πολύ απλά, τα οικονομικά συμφέροντα πίσω από τα ορυκτά καύσιμα ήταν και είναι τεράστια. Παγκόσμιοι κολοσσοί του κλάδου προσπαθούσαν και προσπαθούν ακόμα και σήμερα να παγώσουν ή να επιβραδύνουν την όποια μεταστροφή από τα ορυκτά καύσιμα, χρησιμοποιώντας διαρκώς την εξουσία και την επιρροή που τους εξασφαλίζει το οικονομικό τους μέγεθος. Στην ίδια ρότα, ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και ιδίως οι συντηρητικές πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων δεκαετιών σε παγκόσμια κλίμακα, αρνούνταν πεισματικά να ακούσουν την επιστημονική κοινότητα και να πράξουν αναλόγως, δεδομένων και των τεράστιων πιέσεων από το λόμπι των ορυκτών καυσίμων. Ακόμα και πριν μία πενταετία, ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ν. Τραμπ, με μία εξοργιστική κίνηση, επέλεξε να εξαιρέσει τις ΗΠΑ από την συμφωνία του Παρισιού, υπηρετώντας πιστά την οικονομική ελίτ της χώρας. Τι ελπίδες έχουμε, άρα, μπροστά σε αυτή την αυτοχειρική για τον άνθρωπο διαχείριση της κλιματικής κρίσης από τα παγκόσμια συστήματα εξουσίας;
Όπως όλες οι μεγάλες ιστορικές αλλαγές που μετατόπισαν την παγκόσμια ισορροπία προς όφελος του κοινωνικού συμφέροντος, προς όφελος των πολλών, προς όφελος των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, έτσι και η επιδιωκόμενη μεταστροφή από τα ορυκτά καύσιμα και η μετάβαση σε ένα βιώσιμο μέλλον, θέλει αγώνα διαρκείας. Μόνο που η συγκεκριμένη μάχη δεν πραγματεύεται μόνο την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και τα δικαιώματα μας για πρόσβαση σε ένα καλύτερο και βιώσιμο μέλλον, αλλά εστιάζει και στην ίδια την επιβίωση μας. Με τον ίδιο τρόπο οφείλει η κοινωνία, σε κλίμακα παγκόσμια πλέον, να αφυπνιστεί, ζητώντας το αυτονόητο από τις πολιτικές ηγεσίες, παράλληλα με την υπευθυνότητα και την σοβαρότητα που χρειάζεται να επιδείξει στην υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ζωής, μίας νέας νοοτροπίας. Αλλά ας μην κρυβόμαστε. Την μεγαλύτερη ευθύνη την έχει η πολιτική εξουσία. Αναμφίβολα και αναπόδραστα οφείλει να ανταποκριθεί, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, στις επιταγές των κοινωνιών και των διεθνών συμφωνιών για το κλίμα και την κλιματική ουδετερότητα. Οφείλει να αντισταθεί στα ισχυρά συμφέροντα μίας συντηρητικής συστημικής πραγματικότητας, που λειτουργεί ως τροχοπέδη στην πράσινη μετάβαση. Και δεν χρειάζονται απλά η τεχνολογική πρόοδος που θα επιτρέψει αυτή τη μετάβαση, η νομοθετική πρωτοβουλία και οι αποφάσεις επί του κανονιστικού πλαισίου. Χρειάζεται και ο συνεχής έλεγχος, η ανατροφοδότηση για την τήρηση των ορίων στις εκπομπές ρύπων, η ενεργή συμμετοχή των πολιτών και ο πιθανός επαναπροσδιορισμός του κανονιστικού πλαισίου προς αυστηρότερα μέτρα, αν κρίνεται απαραίτητο.
Και ενώ σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου η Κλιματική Αλλαγή έχει εισαχθεί ως αυτόνομο πολιτικό ζήτημα εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον, στην Ελλάδα, η πολυετής οικονομική κρίση μας έχει αποπροσανατολίσει από αυτή την αναγκαιότητα. Παρόλα αυτά, λόγω των ευρωπαϊκών πλέον επιταγών, έχουμε καταφέρει ως χώρα να βρισκόμαστε στις ράγες της πράσινης μετάβασης, με μέτρια προς το παρόν αποτελέσματα. Νέα ώθηση σε αυτή την πορεία μπορεί να δώσει η περεταίρω εισδοχή του ζητήματος στο πολιτικό μας σύστημα, στα πολιτικά κόμματα και τις ηγεσίες τους. Το πρώτο κόμμα που αγκάλιασε συνολικά και με όρους πολιτικής ορθότητας το ζήτημα της Κλιματική Αλλαγής είναι το Κίνημα Αλλαγής και η Πρόεδρος του, Φ. Γεννηματά, με ηχηρές παρεμβάσεις και με αίτημα στον Πρωθυπουργό για από κοινού κοινοβουλευτική πρωτοβουλία όλων των κομμάτων στην κατεύθυνση δημιουργίας και ψήφισης ενός Κλιματικού Νόμου, ο οποίος θα θέτει το αυστηρό πλαίσιο της πορείας της χώρας προς την κλιματική ουδετερότητα, με τη συμμετοχή των πολιτών και όλο τον απαραίτητο έλεγχο. Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί. Μίλησε και για το γεγονός πως η πράσινη μετάβαση δεν είναι πολιτικά ουδέτερη. Γιατί έχουν σημασία ο τρόπος που θα γίνει, για ποιους θα γίνει, εις βάρος ποιων μπορεί να γίνει, οι προτεραιότητες και τα μέσα, η δυνατότητα πρόσβασης όλων στις νέες μορφές ενέργειας, ο βαθμός συμμετοχής της κοινωνίας και των φορέων της. Υπό αυτή τη σκοπιά γίνεται σαφές πως δεν διεκδικούμε απλά την πράσινη μετάβαση ως Κίνημα Αλλαγής, αλλά συνολικά ένα νέο Πράσινο Κοινωνικό Συμβόλαιο, στα πρότυπα του New Green Deal.
Ο Ότο φον Μπίσμαρκ έλεγε πως η πολιτική είναι τη τέχνη του εφικτού. Αυτό που καλούμαστε, λοιπόν, εμείς να κάνουμε, είναι να καταστήσουμε απολύτως εφικτή στην πολιτική σφαίρα την πράσινη μετάβαση. Η ενεργοποίηση αυτή, πλέον και σε πολιτικό επίπεδο πέραν του ακτιβιστικού και επιστημονικού, δεν είναι απλά ένα ακόμα βήμα για την καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης. Και δεν πρέπει να είναι. Είναι η αρχή για νέα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που θα συνδέσουν την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Και δεν πρόκειται για υποθετική συζήτηση, αλλά για μία πραγματικότητα, καθώς οι πρώτες 100 ημέρες του Τ. Μπάιντεν ως Προέδρου των ΗΠΑ ήταν φοβερά αισιόδοξες για το κλίμα και την κοινωνική διάσταση της πολιτικής, ενώ στη Γερμανία, μία νίκη του Κόμματος των Πρασίνων στις επερχόμενες εκλογές φαντάζει ένα πολύ πιθανό σενάριο. Έχουμε, λοιπόν, ένα νέο μείγμα πολιτικής, που θέτει στο επίκεντρο το περιβάλλον και τον άνθρωπο, με όρους βιωσιμότητας.
Η εξατομίκευση του στα ελληνικά δεδομένα μπορεί να επανανοηματοδοτήσει και να ενισχύσει βασικές αρχές, αξίες και πυλώνες της κοινωνίας μας. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να ενισχυθεί η δημοκρατία και η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, καθώς η ανταπόκριση των κυβερνήσεων στο μείζον ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής μπορεί να αποδώσει καρπούς ως προς την εκ νέου διαμόρφωση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ηγεσίας. Νέες προοπτικές μπορούν να διαμορφωθούν συνολικά για την πρόσβαση στην εργασία, λόγω της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου σε αυτό μίας κυκλικής οικονομίας, ενώ τα εργασιακά δικαιώματα δύνανται να προστατευτούν στη βάση ενός βιώσιμου μοντέλου απασχόλησης, που δεν θα εξουθενώνει τον εργαζόμενο, αλλά θα φροντίζει για την υγεία, την ασφάλεια και τη βελτιστοποίηση της απόδοσης του. Η Παιδεία μας μπορεί να αναχθεί στο βασικό γρανάζι της πράσινης μετάβασης, που θα διαμορφώνει πολίτες ευσυνείδητους, που θα σέβονται το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Το Κοινωνικό Κράτος, με οδηγό την έκδηλη ανάγκη ενίσχυσης του κατά την διάρκεια της πανδημίας, πρέπει να ενισχυθεί περεταίρω για να μπορέσει να υποστηρίξει τις ανισότητες που θα δημιουργήσει σταδιακά η κλιματική κρίση, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις της σε θέματα υγείας και φυσικών καταστροφών. Τέλος, η πράσινη μετάβαση χρειάζεται να επιτευχθεί με όρους ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση στις νέες μορφές ενέργειας, όλοι πρέπει να καρπωθούν τα οφέλη της ενεργειακής αναβάθμισης, κανένας να μην επιβαρύνεται έναντι άλλων, ενώ θα πρέπει να τεθούν ορθολογικά οι προτεραιότητες ως προς τις περισσότερο επιβαρυμένες ομάδες πολιτών, κυρίως με γεωγραφικά κριτήρια.
Ποιος είναι, όμως, ο πολιτικός φορέας αυτού του μείγματος πολιτικής αν όχι ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας; Η πράσινη μετάβαση ταυτίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την ταυτότητα που ο χώρος μας εκφράζει εδώ και χρόνια, με συνέπεια σε θέματα περιβάλλοντος και ενεργειακής αναβάθμισης. Ο πρώτος πολιτικός χώρος που μίλησε για την πράσινη ανάπτυξη πολύ πριν τις διεθνείς συμβάσεις για το κλίμα. Και ποιος καλύτερος να εισάγει, με όρους ριζοσπαστικούς, αυτή την πολιτική ατζέντα από τη Νέα Γενιά, που αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερο την απειλή που έχουμε μπροστά μας; Είναι στο χέρι μας, λοιπόν. Μαζί με όλους τους πολίτες και τους κοινωνικούς φορείς, να εισάγουμε πολιτικά όχι μόνο την αναγκαιότητα της πράσινης μετάβασης, όχι μόνο να την καταστήσουμε εφικτή, αλλά και με βάση αυτή, να χτίσουμε ένα νέο ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που θα κυριαρχήσει στο δημόσιο διάλογο. Και όχι γιατί απλά ακούγεται όμορφο, αλλά γιατί κάποιος πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία αν θέλουμε να οραματιζόμαστε ένα βιώσιμο μέλλον.