ΠΟΛΙΤΙΚΗ
“Οι ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, φέρουν βαρύτατες ευθύνες για την απαξίωση της πολιτικής”.
ΣΧΟΛΙΟ Γιώργου Ελενόπουλου – Συντονιστή ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Δημοκρατών Σοσιαλιστών
Να, λοιπόν, που φτάσαμε σε μια κάποια αλήθεια.
Που αναδύθηκε μέσα από έναν άτυπο διάλογο. Μεταξύ Τσίπρα και Φίλη, στην Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Μια αλήθεια, που αφορά το πρόβλημα της αριστεράς στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό, τον πυρήνα του Ελληνικού προβλήματος.
Ως αποτέλεσμα, αφενός μεν της ανάγκης να υπηρετηθούν στόχοι που δεν συνάδουν με τα συμφέροντα της χώρας και των Ελλήνων, δηλαδή, προσωπικές και κομματικές επιδιώξεις και σκοπιμότητες που βρίσκονται σε απόκλιση από το δημόσιο συμφέρον, αφετέρου δε της απουσίας πολιτικού ήθους, που χαρακτηρίζει ένα μέρος του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Και το ένα και το άλλο, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παθογένειας του Ελληνικού προβλήματος, της ύπαρξης και λειτουργίας ενός ιδιότυπου πολιτικού και οικονομικού συστήματος, που έχει ονομαστεί πελατειακός καπιταλισμός – και με γνωρίσματα, φεουδαρχίας και απολυταρχισμού.
Το δημοκρατικό – θεσμικό έλλειμμα, εξηγεί και τη λειτουργία ενός παρακράτους, που εξέθρεψε η δεξιά στην Ελλάδα, για να εξυπηρετήσει άνομους σκοπούς, με την επίκληση του κομμουνιστικού μπαμπούλα, αλλά τελικώς, βρέθηκε να κυβερνά με την επίκληση διαφόρων πονηρών επιχειρημάτων, όχι μόνο με τη δεξιά, αλλά και με εκείνη την αριστερά, που δεν μας αρμόζει, ως αριστερούς, δημοκράτες σοσιαλιστές.
Ο Αλέξης Τσίπρας, που το ίδιο το πελατειακό σύστημα με τους πάσης φύσεως «παράγοντες» και τα «φίλια» ΜΜΕ επιχείρησε και τελικά, πέτυχε να παρουσιάσει ως ικανό πολιτικό σε αντίθεση με το ανίκανο κόμμα του, μας είπε ότι:
Το μαύρο ‘89, δεν ήταν μαύρο για τον Ανδρέα και το ΠΑΣΟΚ, αλλά ήταν μαύρο για τη δεξιά και τον τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, που συνομώτησαν για να «τελειώσουν» τον Ανδρέα, αν και ανεπιτυχώς.
Αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς εκείνη την αποστροφή περί ριμέικ του μαύρου ‘89, που θα τον βρει δήθεν, παρόντα – εδώ, η προσπάθεια αντιγραφής του Ανδρέα, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, αν και στερούμενη σοβαρότητας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι ορατό ότι, ο Αλέξης Τσίπρας, βιώνει μια περίεργη κατάσταση. Είτε αντιλαμβάνεται την αδικία που διέπραξαν τότε σε βάρος του Ανδρέα, η δεξιά και το κόμμα του, αλλά δεν τολμάει να το παραδεχτεί γιατί έτσι χαλάει το διαρκές αφήγημα της άλλης αριστεράς, είτε νομίζει ότι, είναι μετενσάρκωση του Ανδρέα. Αυτό το δεύτερο, πιθανώς θεωρεί ότι βοηθά το άλλο αφήγημα, που έχει κάνει την εμφάνισή του μετά την ολοκλήρωση της συγκυβέρνησης με την ακροδεξιά του κ. Καμμένου και με βαθιές κατεστημένες εξωθεσμικές δομές.
Το αφήγημα που πιστεύουν ότι υποστηρίζεται από την προσθήκη ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ, στο όνομα ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ.
Όπως και να τα δει κανείς όλα αυτά πάντως, στη σφαίρα της πραγματικής πολιτικής, τα αποτελέσματα των λογικών επεξεργασιών, κάθε άλλο παρά ευχάριστα είναι.
Ο Νίκος Φίλης από την πλευρά του, συνεπής με τις απόψεις του – τουλάχιστον δημοσίως, όχι όπως ο αρχηγός του, επιχείρησε να ψελλίσει τη δική τους «αλήθεια». Το μαύρο ‘89, δεν ήταν η στημένη, όπως όλοι γνωρίζουν πλέον, απάτη σε βάρος του Ανδρέα, από τις τότε ηγεσίες της δεξιάς και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, αλλά είχε άλλους πρωταγωνιστές, όπως είπε. Βλέπετε, τον Ανδρέα εννοεί, αλλά και αυτός δεν τολμά να το πει ευθέως.
Κάποιοι, ίσως αποδώσουν όλη αυτήν την κατάσταση σε σύγχυση ή σε ανωριμότητα ή στην προσπάθεια Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ή σε εσωκομματικές αντιπαραθέσεις άνευ σημασίας.
Κάνουν όμως, λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από μόνος του ή με όσους άλλους προσδιορισμούς θέλει στο τίτλο του, είναι αξιωματική αντιπολίτευση. Έχει θεσμικό ρόλο και καθορίζει τη μοίρα των Ελλήνων και της χώρας.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί, την ίδια ώρα, με τις επιλογές και τις πράξεις του, όχι μόνο ευτελίζει και απαξιώνει ηθικά την αριστερά, αλλά αποδεικνύεται και ο μεγαλύτερος χορηγός της δεξιάς.
Με την αφήγηση της πρώτης περιόδου της κρίσης, ξέπλυνε τα έργα και τις ημέρες της δεξιάς του Καραμανλή. Αν και σήμερα, μπροστά στις ανάγκες της προσπάθειας για ανασυγκρότηση, μιλάει για τις ευθύνες της κυβέρνησης Καραμανλή, προκειμένου να εμφανιστεί καλός και αγαθός στους οπαδούς της Ανασυγκρότησης, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω, εκτίθενται εμφανιζόμενοι βασιλικότεροι του βασιλέως στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τις πράξεις εκείνων που συναγελάστηκαν και συγκυβέρνησαν με κάθε λογής παρασκηνιακά και εξωθεσμικά συστήματα εξουσίας, όπως επιβεβαιώνεται περιτράνως από τις πρόσφατες ντροπιαστικές αποκαλύψεις.
Με την υπόθεση της NOVARTIS, ξέπλυνε ένα ακόμη σκάνδαλο της περιόδου Καραμανλή, αυτό του φαρμάκου, το οποίο θέλησε να δει ως σκάνδαλο χρηματισμού πολιτικών από μια συγκεκριμένη εταιρεία – για το οποίο η δικαιοσύνη έχει το λόγο, και όχι όπως πραγματικά ήταν, μια συνεχής αιμορραγία του δημόσιου ταμείου προς όλες τις εταιρείες, που μπορεί να ξεπέρασε και τα 30 δις ευρώ σε διάστημα 5 μόλις ετών, μεταξύ 2004 και 2009.
Και μαζί με αυτό το σκάνδαλο, «ξέπλυνε» και τις ευθύνες της δεξιάς, συνολικά, με τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε κυβερνώντας, αλλά και ακολουθώντας τον γλιστερό εξωθεσμικό δρόμο της συμπόρευσης με περίεργα συστήματα διαχείρισης της εξουσίας, που ακολουθούν πρακτικές παρακράτους.
Και εδώ, ούτε δικαιολογίες, ούτε αυταπάτες, χωρούν.
Όμως, αυτή, είναι η μια πλευρά των πραγμάτων.
Υπάρχει και η άλλη, εξίσου σημαντική και τραγική.
Και αφορά, το γεγονός ότι, μπροστά στην επίτευξη του όποιου σκοπού, δεν φαίνεται να υπάρχει ηθικός φραγμός.
Και εδώ, δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή δικαιολογία.
Γιατί όλα έγιναν συνειδητά και απροσχημάτιστα.
Είναι η απαξίωση και η αποδόμηση ενός πολιτικού κόμματος, με όρους εξ ίσου ντροπιαστικούς.
Και με μέσα, από τα οποία δεν απουσιάζει και η αποσιώπηση, η συγκάλυψη μιας πολιτικής αλητείας, καθώς ο σκοπός ήταν να σπιλωθούν πολιτικοί αντίπαλοι με ψεύδη και στημένες υποθέσεις, στην κατασκευή των οποίων συμμετείχαν πρωταγωνιστές παρακρατικών μηχανισμών.
Δύο μόνο παραδείγματα:
Το πρώτο, αφορά τα περίφημα CDS, από τα οποία δήθεν οι Παπανδρέου έβγαλαν πολλά εκατομμύρια ευρώ. Τελικά, άνθρακες ο θησαυρός. Ένας εκ των δήθεν κατηγόρων του αδελφού του τότε πρωθυπουργού, του Ανδρέα Παπανδρέου, καταδικάστηκε για αυτήν τη σκευωρία και από την Ελληνική και από την Ελβετική δικαιοσύνη, αλλά όλες οι πολιτικές δυνάμεις, όπως και η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν τόλμησαν να πουν μια λέξη καταδίκης των συκοφαντών.
Αντιθέτως, κάποιοι κυβέρνησαν μαζί με τον κ. Καμμένο, τον καταδικασθέντα συκοφάντη.
Υπάρχει αντίλογος;
Το δεύτερο, αφορά την δήθεν κατάθεση 500 εκατ. ευρώ, της μητέρας του τότε πρωθυπουργού, Μαργαρίτας Παπανδρέου, στην τράπεζα HSBC.
Η όλη σκευωρία εστήθη, λόγω μιας καταγραφής στην λίστα Λαγκάρντ, με τα αρχικά ΜΠ, η οποία όπως απεδείχθη αφορούσε άλλο πρόσωπο, και όχι τη Μαργαρίτα Παπανδρέου. Μια γυναίκα, που ενεργούσε για λογαριασμό επιχειρηματία, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο των τελευταίων εξελίξεων.
Η Μαργαρίτα Παπανδρέου μήνυσε κάποια ΜΜΕ, που συνέβαλαν με δημοσιεύματα ώστε να στηθεί η συκοφαντία, τα οποία και καταδικάστηκαν. Κάποια άλλα ΜΜΕ, με δηλώσεις τους, ανασκεύασαν συκοφαντικά δημοσιεύματα και απέφυγαν την καταδίκη.
Μάλιστα, στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, η Μαργαρίτα Παπανδρέου, ζήτησε επισήμως από το ΣΔΟΕ, να διερευνηθεί το ενδεχόμενο ύπαρξης δικού της λογαριασμού όχι μόνον στην Τράπεζα HSBC, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη λίστα ή στοιχείο έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα, από τη διερεύνηση να αποδειχθεί ότι, δεν προέκυψε το παραμικρό και ότι δεν υπάρχει λογαριασμός της σε οποιαδήποτε από τις λίστες έχουν στη διάθεσή τους οι αρχές.
Το αποτέλεσμα εκείνης της έρευνας του ΣΔΟΕ, το οποίο εστάλη στη δικαιοσύνη και αποτέλεσε μέρος του φακέλου της υπόθεσης, που απεδείχθη μια ακόμη συκοφαντία σε βάρος της Μαργαρίτας Παπανδρέου, της οικογένειας Παπανδρέου και προφανώς, του τότε πρωθυπουργού, Γιώργου Α. Παπανδρέου, φέρει την υπογραφή του τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ, που μόνον τοποθετημένος από το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνησή του, δεν ήταν.
Και πάλι όμως, σιωπή, από τα άλλα πολιτικά κόμματα.
Η σιωπή, βοηθούσε στην απόκρυψη και αποσιώπηση των συκοφαντιών, τις οποίες μετήλθαν γνωστά κέντρα, με την ανοχή ή και τη στήριξη κάποιων πολιτικών ηγεσιών, με σκοπό την σπίλωση έντιμων πολιτικών, προκειμένου μέσα σε περιβάλλον μίσους και διχόνοιας, να οικοδομηθούν πολιτικές καριέρες και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Και αν για τη δεξιά αυτό, είναι κάτι αναμενόμενο, για τον ΣΥΡΙΖΑ, τι είναι; Δημοκρατία και πρόοδος;
Όλη αυτή η επιχείρηση κατασυκοφάντησης επί σειρά ετών μιας παράταξης και ενός πρώην Πρωθυπουργού, αν δεν είναι ένα διαρκές ριμέικ του μαύρου ‘89, τότε τι είναι;
Υπάρχει μήπως αντίλογος και σε αυτό;
Δέκα χρόνια από την εκδήλωση της κρίσης, το κόμμα που ευθύνεται για αυτήν, η Νέα Δημοκρατία, χωρίς να έχει αναλάβει την παραμικρή ευθύνη και χωρίς να έχει αλλάξει στο ελάχιστο, παρά μόνο στο περιτύλιγμα, δεν πορεύεται απλώς ανεμπόδιστο από την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά πριμοδοτείται κιόλας, από τις επιλογές και τα έργα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια ηγεσία, που δεν μπορεί να εκφράσει τα οράματα και τους πόθους των Ελλήνων. Όχι μόνον γιατί, με μισαλλοδοξία και κουτοπονηριές δεν μπορεί κανείς να υπηρετήσει το λαό, αλλά και γιατί, η σύγκρουση με τη συντήρηση, δεν γίνεται με τους πολλούς προσδιορισμούς στον τίτλο ενός κόμματος, αλλά από τις πολιτικές και τα περιεχόμενά τους, τα έργα και τις επιπτώσεις τους.
Και δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια κρίσιμη περίοδο όπως η σημερινή, που υπάρχει ανάγκη από μια προοδευτική απάντηση απέναντι στη συντηρητική, επιμένει πεισματικά να είναι προσκολλημένη σε συντηρητικές αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Και το χειρότερο, αντιμετωπίζοντας προσβλητικά την Προοδευτική Παράταξη, μια παράταξη που και σεβάστηκε τους αγωνιστές της άλλης αριστεράς και εμπνεύστηκε από τους αγώνες τους.
Όπως ακριβώς έπραξε και από την αρχή της κρίσης, όχι μόνο αποφεύγοντας συστηματικά να στηρίξει δεκάδες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά υβρίζοντας την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, συντασσόμενη στις πλατείες με τη δεξιά και τη Χρυσή Αυγή.
Συμπερασματικά, και με γνώμονα τα συμφέροντα της χώρας και των Ελλήνων, είναι πλέον η ώρα της αλήθειας.
Έτσι κι αλλιώς, για τις ανάγκες αντιμετώπισης της τραγικής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ο άτυπος διάλογος Τσίπρα – Φίλη, έθεσε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.
Ήρθε η ώρα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, να αποφασίσει με ποια από όλες τις αφηγήσεις της θα πορευτεί και να επιλέξει, αν θα παραμείνει μια συντηρητική δύναμη της αριστεράς ή θα αλλάξει ρότα, αποδεχόμενη με γενναιότητα ότι οι επιλογές της δεν υπήρξαν αποτέλεσμα αυταπάτης ή ανωριμότητας, αλλά ήταν συνειδητές επιλογές.
Ουδείς θα της υποδείξει προφανώς, τι θα επιλέξει.
Αλλά ο κάθε δημοκράτης και προοδευτικός πολίτης, δικαιούται να ισχυριστεί ότι, μέχρι τώρα επέλεξε τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας, με μια μακρά σειρά συντηρητικών επιλογών – για να μείνουμε εδώ και να μην επεκταθούμε σε θέματα ήθους -, αποτέλεσμα πελατειακών αντιλήψεων από τις οποίες εμφορείται.
Το γνωρίζουν και όσοι προερχόμενοι από την Προοδευτική Παράταξη, τους ψήφισαν, αλλά έπραξαν κατά τις συνθήκες των καιρών. Όχι όλοι, προφανώς, γιατί υπάρχουν και οι γνωστοί οσφυοκάμπτες προς ικανοποίηση προσωπικών επιδιώξεων, αλλά οι περισσότεροι το γνωρίζουν και προβληματίζονται.
Αργά ή γρήγορα, όλα θα τεθούν επί τάπητος.
Για τους μόνους για τους οποίους δεν μπορεί κανείς να ανησυχεί, είναι για όλους εκείνους, που δεν μπορούν, κατά δήλωσή τους, να κατανοήσουν ποιο είναι άραγε το έγκλημα του Νίκου Παπά.
Είναι πράγματι τραγικό, μια συνείδηση να παρουσιάζει τέτοια ανοχή σε ένα έγκλημα.
Ευτυχώς, υπάρχουν και εκείνοι που αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Με αυτούς, μπορεί και πρέπει κανείς να συζητά, έστω και αν διαφωνεί.
Με αυτούς που δικαιολογούν τα πάντα στο όνομα της προσωπικής τους πολιτικής επιβίωσης, θα ήταν επιβλαβές και για την ψυχή μας και για την κοινή μας ζωή σε αυτόν τον τόπο.
Και αυτό έχει ιδιαίτερη αξία, αν αναλογιστεί κανείς ότι έχει τεθεί εκ των πραγμάτων ένα ευρύτερο και πολύ πιο σημαντικό ζήτημα: η απαξίωση της πολιτικής, για την οποία οι ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, φέρουν βαρύτατες ευθύνες. Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αποκρύψει και τις ευθύνες κάποιων στελεχών της Παράταξής μας, που δεν τίμησαν με τη στάση τους αρχές και αξίες.
Η απαξίωση της πολιτικής, καλλιεργεί σε πολλούς συμπολίτες μας την απογοήτευση και οδηγεί σε απραξία, ακόμη και σε παραίτηση πολλούς από αυτούς.
Και το χειρότερο, ανοίγει το δρόμο σε κλειστά συστήματα εξουσίας, που χαρακτηρίζονται από αυταρχισμό και εξωθεσμικές πρακτικές, για να διατηρήσουν, έτσι ελπίζουν πάντα, την ισχύ τους.
Τα αποτελέσματα αυτών των πρακτικών, παρακολουθούμε την τελευταία περίοδο.
Η Παράταξή μας ήταν εκείνη που απέδειξε ότι είχε αντισώματα απέναντι στον πελατειασμό και τη νομή της εξουσίας ως λάφυρο. Είναι η μόνη που προώθησε διαχρονικά την αξιοκρατία έναντι του ρουσφετιού, τη διαφάνεια απέναντι στη διαφθορά και τη σπατάλη του χρήματος του Ελληνικού λαού, την αποκέντρωση απέναντι στον συγκεντρωτισμό του κράτους – απέναντι, δηλαδή, σε όσα απαξίωναν την πολιτική και ήθελαν έναν πολίτη παραιτημένο και εξαρτημένο από τις βουλήσεις των εξουσιαστών.
Όλοι όσοι παραμένουν θεματοφύλακες της μεγάλης προσφοράς και του έργου της Παράταξής μας, και συνεχίζουν να αγωνιούν και να αγωνίζονται για την προοδευτική αλλαγή της χώρας και για την απαλλαγή της από συμφέροντα, κατεστημένα και παρακράτος, είναι βαθύτατα πεπεισμένοι για την ανάγκη επιστροφής των πολιτών στην πολιτική και την ενεργό συμμετοχής τους, που αποτελεί προϋπόθεση για μια δημοκρατική πορεία και για ένα βιώσιμο μέλλον. Αν μη τι άλλο, αποτελεί προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας πραγματικά προοδευτικής δύναμης του δημοκρατικού σοσιαλισμού, ικανής να κάνει τη διαφορά και να πρωταγωνιστήσει στο εγχείρημα για μια Ελλάδα της αξιοπρέπειας.
Ο απεγκλωβισμός από την παραπολιτική και την καταστροφική άγονη αντιπαράθεση στο πλαίσιο του συντηρητικού διπολισμού, και η επιστροφή στη μάχη για την υπεράσπιση της αυτονομίας της πολιτικής, είναι αδήριτη ανάγκη και όρος απαραίτητος για την οικοδόμηση μιας καλύτερης, αλλά το κυριότερο διαφορετικής επόμενης ημέρας.