ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Γιώργος Καμίνης: «Το νομοσχέδιο για την Παιδεία δεν μεταρρυθμίζει στην ουσία τίποτα»
Σημεία ομιλίας Γιώργου Καμίνη κατά τη συζήτηση, στην Ολομέλεια της Βουλής, του νομοσχεδίου του Υπουργείου Παιδείας «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις»
- H τελευταία πραγματική μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν ο νόμος 4009/2011 της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου με εισηγήτρια υπουργό την Άννα Διαμαντοπούλου. Και ακριβώς επειδή ήταν μια πραγματική μεταρρύθμιση, πολεμήθηκε σκληρά από το δεξιό και αριστερό κατεστημένο των πανεπιστημίων μας αλλά και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
- Η υπερψήφιση του νόμου 4009 από ευρεία διακομματική πλειοψηφία ήταν μια αναλαμπή του πολιτικού συστήματος. Αφηνε να διαφανεί μια ελπιδοφόρα προοπτική εξωστρέφειας και αξιοκρατίας για το σύνολο του εκπαίδευσης.
- Η μεταρρύθμιση αυτή τάραζε τα θολά νερά και ξεβόλευε ποικίλα συμφέροντα. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία άρχισε η αποδόμησή της. Τόσο από τη Νέα Δημοκρατία όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
- Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα δεν μεταρρυθμίζει στην ουσία τίποτα. Aπλώς κλείνει το μάτι στη συντηρητική εκλογική πελατεία της κυβέρνησης.
- Οι πρυτάνεις μας, σχεδόν ομόφωνα καταδικάζουν το νομοσχέδιο γιατί επιβάλλει τη διαρκή παρουσία της αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια. Παραγνωρίζουν όμως τις δικές τους ευθύνες, καθώς επί δεκαετίες δέχτηκαν να διοικούν πανεπιστήμια υπό το κράτος του φόβου. Αλλά και ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα σιωπούσε επί τόσα χρόνια.
- Σιωπή και αδράνεια που βοηθούν σήμερα την κυβέρνηση να επιβάλει τη συνεχή παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. μέσα στα πανεπιστήμια. Κατάσταση πρωτοφανής για χώρα της Ε.Ε.
- Τι θα κάνει η κυβέρνηση αν το μέτρο της συνεχούς παρουσίας της αστυνομίας στα ΑΕΙ αποτύχει; Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι νεκρανασταίνει τους κουκουλοφόρους στα πανεπιστήμια;
- Αφού τα σταθμίσαμε όλα αυτά, στο Κίνημα Αλλαγής συμφωνήσαμε ότι η Βουλή όφειλε να επανέλθει στη λύση που καθιέρωνε ο νόμος Διαμαντοπούλου κατ’ εντολήν του Συντάγματος.
- Η ασφάλεια προσώπων και πραγμάτων αποτελεί το θεμελιώδες αγαθό που οφείλει να προστατεύει κάθε δημόσια διοίκηση. Σε καθεστώς αυτοδιοίκησης, η αντίστοιχη ευθύνη ανήκει πρωτίστως στα αυτοδιοικητικά όργανα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
η τελευταία πραγματική μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση ήταν ο νόμος 4009/2011 της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ επί πρωθυπουργίας Γιώργου Παπανδρέου με εισηγήτρια υπουργό την Άννα Διαμαντοπούλου. Και ακριβώς επειδή ήταν μια πραγματική μεταρρύθμιση, πολεμήθηκε σκληρά από το δεξιό και αριστερό κατεστημένο των πανεπιστημίων μας, αλλά και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το “δεξιό” και “αριστερό” είναι σχήμα λόγου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια επιδερμική διάκριση, όπου οι αντιπαραθέσεις εξαντλούνται σε ζητήματα ισχύος και εξουσίας μέσα στα πανεπιστήμια και δεν αφορούν ακαδημαϊκά προβλήματα. Στην ουσία πρόκειται για ένα ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ δίμορφο μεν, αλλά ομοούσιο και αδιαίρετο, που όπως κάθε κατεστημένο είναι εξ ορισμού προσανατολισμένο στη διατήρηση του status quo. Δεν θέλει να αλλάξει τίποτα.
Η υπερψήφιση του νόμου 4009 από ευρεία διακομματική πλειοψηφία ήταν μια αναλαμπή του πολιτικού συστήματος. Φωτεινή στιγμή, που άφηνε να διαφανεί η ελπιδοφόρα προοπτική εξωστρέφειας και αξιοκρατίας για το σύνολο του εκπαίδευσης. Γιατί με την καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου θα απελευθερωνόταν επιτέλους και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση από τα δεσμά της. Θα αποκτούσε την αυτονομία της ως βαθμίδα εκπαίδευσης προορισμένη να καλλιεργεί την κριτική σκέψη του μαθητή. Το Εθνικό Απολυτήριο πολεμήθηκε γιατί σηματοδοτούσε το τέλος ενός άθλιου παιδαγωγικού συστήματος, βασισμένου στη μηχανική αποστήθιση και την παπαγαλία. Ενός συστήματος αποβλάκωσης των μαθητών, εφησυχασμού και αποχαύνωσης των διδασκόντων και αθέμιτου πλουτισμού ενός αδηφάγου κυκλώματος παραπαιδείας.
Επειδή λοιπόν η μεταρρύθμιση αυτή τάραζε τα θολά νερά και ξεβόλευε ποικίλα συμφέροντα, με την πρώτη ευκαιρία άρχισε η αποδόμησή της. Στην αρχή μέσα από μια σταδιακή απονεύρωση. Εγχείρημα αυτό που πραγματοποιήθηκε από εκπροσώπους της ίδιας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που είχε υπερψηφίσει τη μεταρρύθμιση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια απλώς την κατήργησε πανηγυρικά.
Το νομοσχέδιο που συζητάμε σήμερα δεν μεταρρυθμίζει στην ουσία τίποτα. Η κυβερνητική πλειοψηφία απλώς κλείνει το μάτι στη συντηρητική εκλογική της πελατεία. Την καθησυχάζει ότι θα βάλει τάξη στα πανεπιστήμια με τη μόνιμη παρουσία της αστυνομίας, ότι θα εφαρμόσει πειθαρχικά μέτρα απέναντι στους αντιγραφείς φοιτητές και ότι θα διαγράψει τους “αιώνιους”. Στη ζωή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ενίοτε αποδεικνύεται ότι είναι απαραίτητη η αυστηρότητα και η πειθαρχία. Αλλά καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αυτά. Ούτε συζήτηση για Εθνικό Απολυτήριο, καμία κουβέντα για τα Συμβούλια Εκπαίδευσης. Καμία μεταρρυθμιστική πνοή.
Αλλά για να μην τρέφουμε αυταπάτες, τα κατασταλτικά και πειθαρχικά μέτρα του νομοσχεδίου εμφανίζεται να τα στηρίζει, όπως δείχνουν οι μετρήσεις, ένα ευρύ τμήμα της κοινής γνώμης. Διότι για την κατάσταση αυτή είμαστε συνυπεύθυνοι όλοι. Ανεχτήκαμε στα πανεπιστήμιά μας να δημιουργηθεί σταδιακά μια αφόρητη κατάσταση.
Επικαλούνται πολλοί το γεγονός ότι τα περιστατικά βίας έχουν ουσιαστικά εκλείψει και ότι οι εικόνες διαπόμπευσης του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μέσα στο ίδιο το γραφείο του, αποτελούν μια θλιβερή εξαίρεση. Αυτό είναι υποκρισία. Αποσιωπάται το γεγονός ότι στα πανεπιστήμιά μας, εδώ και χρόνια, διαρκώς επικρέμαται η απειλή της βίας πάνω από το κεφάλι οποιουδήποτε τολμήσει να καταδικάσει το φαινόμενο των κουκουλοφόρων. Η αυτολογοκρισία καθηγητών και φοιτητών απέναντι σ’αυτήν την κατάσταση ακυρώνει το ύψιστο αγαθό του άρθρου 16 παράγρ. 5 του Συντάγματος. Την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία έρευνας και διδασκαλίας, την εν γένει ελευθερία της έκφρασης που πρέπει να επικρατεί μέσα σε ένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο.
Οι πρυτάνεις μας, σχεδόν ομόφωνα καταδικάζουν το νομοσχέδιο γιατί επιβάλλει τη διαρκή παρουσία της αστυνομίας μέσα στα πανεπιστήμια. Παραγνωρίζουν όμως τις δικές τους ευθύνες, γιατί επί δεκαετίες δέχτηκαν να διοικούν πανεπιστήμια υπό το κράτος του φόβου. Αλλά και ολόκληρη η πανεπιστημιακή κοινότητα σιωπούσε επί τόσα χρόνια. Σιωπή και αδράνεια που εκ του αποτελέσματος ενθαρρύνουν την κυβέρνηση να επιβάλλει σήμερα τη συνεχή παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. μέσα στα πανεπιστήμια. Κατάσταση πρωτοφανής για χώρα της Ε.Ε.. Πρωτοφανής όμως σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι και η καθημερινή, ορατή και αόρατη, απειλή της βίας σε βάρος διδασκόντων και διδασκομένων.
Υπάρχει, συνεπώς, μια διαχρονική ευθύνη που μας βαρύνει όλους. Αλλά για τις ευθύνες του παρελθόντος αποφαίνονται οι ιστορικοί. Σήμερα υπάρχει μια κραυγαλέα πολιτική ευθύνη που βαρύνει την κυβέρνηση του κυρίου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που έσπευσε, αμέσως μόλις ανέλαβε καθήκοντα το καλοκαίρι του 2019, να καταργήσει πανηγυρικά το πανεπιστημιακό άσυλο, αφού σύμφωνα με την ίδια το άσυλο ήταν υπεύθυνο για τα δεινά του ελληνικού πανεπιστημίου. Αφού έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, γιατί έρχεται η κυβέρνηση σήμερα, μετά από ενάμιση χρόνο, και νομοθετεί αυτό το πρωτόγνωρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μέτρο; Γιατί δεν έχει τη στοιχειώδη πολιτική εντιμότητα να παραδεχτεί ότι απέτυχε; Γιατί δεν πρόλαβε τη διαπόμπευση του πρύτανη; Γιατί φτάσαμε στο θλιβερό σημείο η ΕΛ.ΑΣ να πληροφορείται το γεγονός από την ανάρτηση των κουκουλοφόρων; Γιατί μέχρι τότε ο πρύτανης εσιώπησε; Προφανώς γιατί πίστευε ότι η αστυνομία δεν είναι σε θέση να τον προστατεύσει! Και τι θα κάνει η κυβέρνηση αν το μέτρο της συνεχούς παρουσίας της αστυνομίας στα ΑΕΙ αποτύχει; Δεν καταλαβαίνει ότι έτσι νεκρανασταίνει τους κουκουλοφόρους στα πανεπιστήμια; Και το επόμενο βήμα ποιό θα είναι; Η επέμβαση του στρατού;
Αφού τα σταθμίσαμε όλα αυτά, στο Κίνημα Αλλαγής συμφωνήσαμε ότι η Βουλή όφειλε να επανέλθει στη λύση που καθιέρωνε ο νόμος Διαμαντοπούλου κατ’ εντολήν του Συντάγματος. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η “πλήρης αυτοδιοίκηση”, την οποία καθιερώνει το Σύνταγμα, συνεπάγεται ότι η ευθύνη για την ασφάλεια των Πανεπιστημίων ανήκει στα διοικητικά τους όργανα. Η ασφάλεια προσώπων και πραγμάτων αποτελεί το θεμελιώδες αγαθό που οφείλει να προστατεύει κάθε δημόσια διοίκηση. Η ασφάλεια δηλαδή εντάσσεται στον πυρήνα της αποστολής της δημόσιας διοίκησης, με συνέπεια σε καθεστώς αυτοδιοίκησης, η αντίστοιχη ευθύνη να ανήκει πρωτίστως στα αυτοδιοικητικά όργανα. Επιπλέον η ευθύνη αυτή ανατίθεται σε ολόκληρο το εύρος της, αφού, σε αντίθεση με το άρθρο 102 Σ. που καθιερώνει απλώς την αυτοδιοίκηση για τις τοπικές υποθέσεις που καθορίζει ο νομοθέτης, το άρθρο 16 αναφέρεται σε “πλήρη” αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Για τον λόγο αυτό και δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη που θεωρεί ότι η συνταγματική επιταγή του άρθρου 16 Σ. μπορεί να εξαντλείται σε ένα απλό δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) υπέρ του πρύτανη. Ούτε βεβαίως μας πείθει η γενικόλογη άποψη της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού παρακάμπτει πλήρως την κανονιστική ισχύ που αναπτύσσει το “πλήρως αυτοδιοίκητο” που καθιερώνει το Σύνταγμα υπέρ των ΑΕΙ.