ΓΝΩΜΕΣ
Xρήστος Ασπιώτης: “Η Κυβέρνηση μετατρέπει την Ελλάδα σε «παράδεισο» της φθηνής εργασίας.”
To παρόν άρθρο παρατίθεται όπως δημοσιεύθηκε στην “ThessNews” (thessnews.gr) λίγες ημέρες νωρίτερα.
Το Εργασιακό Νομοσχέδιο που προτίθεται να περάσει η κυβερνητική πλειοψηφία πλασάρεται ως «φιλελεύθερο», αλλά έρχεται να καταργήσει ελευθερίες και δικαιώματα.
Η εργασία βρίσκεται σε «μετάβαση», παγκοσμίως.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός επιταχύνθηκε με την πανδημία, οι νέες τεχνολογίες κυριάρχησαν στην εργασιακή καθημερινότητα, ο αριθμός των τηλε-εργαζόμενων αυξήθηκε σημαντικά.
Τα οργανωμένα συνδικάτα και η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζόμενων λέμε ναι στην πρόοδο. Δε μας τρομάζουν οι αλλαγές, δε στεκόμαστε δογματικά απέναντι στην εξέλιξη. Χρειάζεται, όμως, η μετάβαση στη νέα εποχή για τους εργαζόμενους να είναι ομαλή. Χρειάζεται η ανάπτυξη και τα προσδοκώμενα οφέλη της να κατανέμονται δίκαια!
Έχει, επομένως, μεγάλη σημασία το ιδεολογικό πρόσημο των πολιτικών που θα ρυθμίσουν το πλαίσιο των νέων εργασιακών σχέσεων.
Οι συντηρητικές δυνάμεις προτείνουν και εφαρμόζουν λιτότητα, αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους, απορρύθμιση της εργασίας, διεύρυνση των ανισοτήτων.
Η κρίση της πανδημίας, όμως, ανέδειξε την ανάγκη για επιστροφή στην πολύ πιο κοινωνική ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας, αυτή που προωθεί τις δημόσιες επενδύσεις και δημιουργεί θέσεις εργασίας, που στηρίζει τα εισοδήματα των εργαζόμενων, που φορολογεί τον μεγάλο πλούτο και επενδύει στην δημόσια υγεία και παιδεία. Οι πρώτοι μήνες διακυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ δείχνουν αυτή την κατεύθυνση.
Αντίθετα, στην Ελλάδα η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εκμεταλλεύεται την κρίση για να προωθήσει πιο γρήγορα τις συντηρητικές της επιλογές.
Με το Σχέδιο Νόμου που κατέθεσε το Υπουργείο Εργασίας, αρνείται ιδεοληπτικά η Κυβέρνηση ότι σήμερα, στην ψηφιακή εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, ο ανταγωνισμός στηρίζεται στη γνώση, στην υψηλή κατάρτιση και στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού και όχι στη φθηνή εργασία. Αρνείται να καταλάβει ότι ο ανασφαλής εργαζόμενος δεν είναι παραγωγικός. Αρνείται να δει ότι οι ισχυρότερες σύγχρονες επιχειρήσεις επιζητούν τη συμφιλίωση οικογενειακής και εργασιακής ζωής και δε στηρίζουν πια την παραγωγικότητά τους στη «θεωρία του εργατικού κόστους». Επιλέγει να ευνοήσει τους ασύδοτους εργοδότες, υπονομεύοντας τις συλλογικές ρυθμίσεις και ενισχύοντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό προς όφελος όσων δεν τηρούν τους κανόνες και το εργατικό δίκαιο.
Με σειρά διατάξεων, το Νομοσχέδιο με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Για την προστασία της Εργασίας» ισοπεδώνει εργασιακά δικαιώματα και ελευθερίες και αποδομεί μηχανισμούς ελέγχου της αγοράς εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα:
-Παραπέμπει το κρίσιμο εργατικό δικαίωμα του 8ωρου στην άνιση ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, στερώντας από το αδύναμο μέρος τη συλλογική προστασία από τις πιέσεις του εργοδότη. Το μεταβάλλει σε 10ωρο για να μην πληρωθούν υπερωρίες και να μειωθούν εισοδήματα.
-Απελευθερώνει ακόμη περισσότερο τις απολύσεις, περιορίζοντας δραστικά το δικαίωμα επαναπρόσληψης για όσους δικαιώνονται στα δικαστήρια. Παγκόσμια πρωτοτυπία το συμφέρον του εργοδότη να τίθεται με νόμο πάνω από τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
-Καθιστά το Κράτος ανεύθυνο για την εφαρμογή των νόμων και των συμβάσεων στους χώρους εργασίας, μετατρέποντας το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας σε «ανεξάρτητη αρχή» μακριά από τον έλεγχο του Υπουργείου Εργασίας.
-Θέτει εμπόδια στην ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για τον καθορισμό των μισθών και των όρων εργασίας.
-Θέτει εμπόδια στην ελεύθερη συνδικαλιστική δράση και οργάνωση καθώς και στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στην απεργία.
-Δημιουργεί επιπλέον εξαιρέσεις από την υποχρεωτική ανάπαυση τις Κυριακές και τις αργίες, για επιχειρήσεις η δραστηριότητα των οποίων δεν απαιτείται τις Κυριακές και τις αργίες για κανέναν κοινωνικό λόγο.
-Δε ρυθμίζει την τηλεργασία με τρόπο τέτοιο ώστε να υπάρχει η πραγματική συναίνεση των εργαζόμενων για τέτοια μορφή εργασίας και δε διασφαλίζει σε αυτή την περίπτωση ούτε τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματά τους, ούτε την τήρηση του ωραρίου εργασίας.
Το νομοσχέδιο αποτελεί συρραφή ικανοποίησης ακραίων επιθυμιών και συμφερόντων μεγάλων εργοδοτών της χώρας.
Η δέσμη αυτών των αντεργατικών ρυθμίσεων:
-θα πολλαπλασιάσει τους εργαζόμενους που παρότι εργάζονται με πλήρη απασχόληση ζουν περιθωριοποιημένοι κάτω από τα όρια της φτώχειας,
-δεν εξασφαλίζει, αλλά αντίθετα υπονομεύει, την πολυπόθητη ανάπτυξη και ανάκαμψη,
-θα διώξει κι άλλους νέους επιστήμονες στο εξωτερικό (νέο κύμα brain drain), όπου υφίσταται ακόμα Εργατικό Δίκαιο,
-θα στερήσει νέους πολύτιμους πόρους από τα Ασφαλιστικά Ταμεία.
Με τέτοιες πολιτικές, το προσεχές μέλλον στη χώρα μας θα μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα πολύ μακρινό παρελθόν.
Απέναντι σε αυτές τις επιλογές, υπάρχει ο προοδευτικός δρόμος. Αυτός ο δρόμος που δεν αρνείται τις αλλαγές στη νέα εποχή και την ανάγκη ανταπόκρισης σε αυτές, αλλά αντίθετα πρωτοστατεί σε αυτές. Είναι ο δρόμος που απαιτεί ρυθμίσεις ώστε οι εργαζόμενοι να ανταποκρίνονται στις αλλαγές δουλεύοντας με ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Είναι ο δρόμος που παρέχει κίνητρα αλλά θέτει και υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις για την επανακατάρτιση των εργαζομένων τους στα νέα δεδομένα της ψηφιακής εποχής και για την πρόσβαση όλων στη γνώση. Είναι ο δρόμος που συνδέει κάθε δράση και επένδυση με τη δημιουργία νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας. Είναι ο στόχος για δουλειές που βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων για όλες και όλους.