ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Μιχ.Καρχιμάκης: Το φιάσκο με τα «κόκκινα» δάνεια και η εύνοια σε ισχυρά συμφέροντα
Του Μιχάλη Καρχιμάκη*
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς ότι η κυβέρνηση
Μητσοτάκη έχει αποτύχει πλήρως σε ένα κρίσιμο τομέα της οικονομικής πολιτικής: τη
διαχείριση των «κόκκινων» δανείων που αποτελούν κληρονομιά της μεγάλης οικονομικής
κρίσης.
Δεν πρόκειται για μια αποτυχία που οφείλεται σε ανικανότητα.
Κρύβει πίσω της μια σαφή πολιτική επιλογή: να ευνοηθούν με κάθε τρόπο τράπεζες, εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων και διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι νοικοκυριά
και επιχειρήσεις παραμένουν, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη των μνημονίων,
βυθισμένα σε τέλμα υπερχρέωσης.
Σε αυτό το κρίσιμο θέμα της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους προς το πιστωτικό σύστημα
έχει κεφαλαιώδη σημασία, πέραν των τεχνοκρατικών χειρισμών, η βασική πολιτική επιλογή
που θα κάνει μια κυβέρνηση:
θα υποστηρίξει κατά προτεραιότητα το δημόσιο συμφέρον,
στηρίζοντας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ή θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στις
ανάγκες των πιστωτών;
Η θέση που παίρνει η ΝΔ είναι σαφής: Αμέσως μετά τις εκλογές ψήφισαν νόμους για την
αθώωση των τραπεζικών στελεχών από απιστία, για το σχέδιο «Ηρακλής» ώστε τα
αρπακτικά να εξασφαλίσουν πολλαπλάσια κέρδη σε κάθε περίπτωση και μάλιστα σε βάρος
του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και τον πτωχευτικό νόμο. Προς το παρόν υπάρχουν
καθυστερήσεις στους πλειστηριασμούς που έχουν περιορίσει την έκταση των εκτελέσεων,
η οποία όμως θα αλλάξει σίγουρα σε βάρος των δανειοληπτών μετά τις εκλογές, εάν
επικρατήσει η ΝΔ.
Διαχρονικά υπέρ των δανειοληπτών το ΠΑΣΟΚ
Εν μέσω της θύελλας της οικονομικής κρίσης, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ο
Γιώργος Παπανδρέου έκανε μια θαρραλέα επιλογή υπέρ της κοινωνίας: υποστήριξε -παρότι
δέχθηκε λυσσαλέο πόλεμο από οικονομικά συμφέροντα- τον νόμο για
τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Ένα νόμο, ο οποίος στηριζόταν στα πιο σύγχρονα θεσμικά
πλαίσια πτωχευτικής νομοθεσίας των προηγμένων οικονομιών και έδινε πραγματικές
λύσεις, μέσω διμερούς διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες ή μέσω της Δικαιοσύνης, στα
προβλήματα υπερχρέωσης των νοικοκυριών.
Συντονισμένα, οι τράπεζες αποφάσισαν να μπλοκάρουν εντελώς το κανάλι των διμερών
διαπραγματεύσεων με τους δανειολήπτες και να στείλουν όλες τις υποθέσεις στα
δικαστήρια, καταστρατηγώντας το πνεύμα του νόμου της κυβέρνησης Παπανδρέου, που έδινε προτεραιότητα
στους ευέλικτους, εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και όχι στις δικαστικές διαδικασίες.
Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική, οι τράπεζες κατάφεραν να υπονομεύσουν τον νόμο και
να τον δυσφημίσουν. Όμως, όσοι δανειολήπτες κατάφεραν να ρυθμίσουν τα χρέη τους με
ευνοϊκό τρόπο βάσει του νόμου, προστατεύοντας την κύρια κατοικία τους, γνωρίζουν πολύ
καλά σήμερα πόσο μεγάλη διαφορά είχε για τους δανειολήπτες ο νόμος της κυβέρνησης
Παπανδρέου από όλες τις άλλες ρυθμίσεις που ακολούθησαν.
Με τα οικονομικά συμφέροντα η ΝΔ
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακολούθησε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο: αυτόν της
πλήρους ευθυγράμμισης με τα συμφέροντα των χρηματοδοτικών φορέων και των
επενδυτών που κερδοσκοπούν διεθνώς στα «κόκκινα» δάνεια. Έφτασε στο σημείο να
δημιουργήσει ακόμη και νέα πεδία κερδοσκοπίας ιδιωτικών κεφαλαίων εις βάρος των
υπερχρεωμένων Ελλήνων, όπως συνέβη με το σχήμα για την υποτιθέμενη προστασία της
πρώτης κατοικίας των ασθενέστερων, η οποία θα καταλήγει σε ιδιώτες επενδυτές για να τη
νοικιάζουν στους οφειλέτες!
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι τραγικά, αν τα δει κανείς από την οπτική του
δημοσίου συμφέροντος και εκπληκτικά, αν τα προσεγγίσει από την οπτική του ιδιωτικού
συμφέροντος:
1. Ακόμη και από τα στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα στη Βουλή ο υπουργός
Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας γίνεται προφανές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη
απέτυχε να μειώσει ουσιωδώς το ιδιωτικό χρέος. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
φτάνουν τα 102 δισ. ευρώ, με μοναδική διαφορά σε σχέση με το 2018 ότι τα
περισσότερα (87 δισ.) έχουν φύγει από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και έχουν
περάσει, σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τη λογιστική τους αξία, σε διεθνή
επενδυτικά κεφάλαια, που συνεργάζονται με εδρεύουσες στην Ελλάδα εταιρείες
διαχείρισης δανείων. Τα «κόκκινα» δάνεια, όμως, εξακολουθούν να δηλητηριάζουν
την οικονομία σχεδόν όσο και το 2018: ως ποσοστό του ΑΕΠ, ύστερα από μια
τετραετία, μειώθηκαν από 70% σε 63,6%, δηλαδή ελάχιστα. Στο κλείσιμο ενός
κύκλου διακυβέρνησης «μεγάλων μεταρρυθμίσεων και οικονομικών επιτυχιών», η
κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έχει καταφέρει να μειώσει παρά ελάχιστα τα βάρη που
άφησε η μεγάλη κρίση στους Έλληνες.
2. Αντίθετα, η πλευρά των πιστωτών και επενδυτών – κερδοσκόπων έχει ικανοποιήσει
πλήρως τις επιδιώξεις της. Οι τράπεζες δίνουν πλέον μια εικόνα εξυγίανσης των
ισολογισμών τους, με μονοψήφιο ποσοστό «κόκκινων» δανείων. Αυτό επιτεύχθηκε
μέσα από τις θηριώδεις τιτλοποιήσεις προβληματικών δανείων του σχεδίου
«Ηρακλής». Το Δημόσιο έγινε εγγυητής ενός μεγάλου μέρους των προβληματικών
δανείων που τιτλοποιήθηκαν, δεσμεύοντας εγγυήσεις πολλών δισεκατομμυρίων,
με ένα θαυμαστό αποτέλεσμα χρηματοοικονομικής αλχημείας: η εγγύηση του
Δημοσίου μετέτρεψε ένα μεγάλο μέρος των τίτλων από «τοξικούς» σε «ποιοτικούς»
και οι τράπεζες κράτησαν αυτούς τους «αναβαθμισμένους» τίτλους στα
χαρτοφυλάκιά τους. Οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και τα funds που
συμμετείχαν στο μεγάλο «πάρτι» της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών,
έχουν τα επόμενα χρόνια να περιμένουν μεγάλα κέρδη από τη διαχείριση των
δανείων. Κέρδη περιμένουν και οι επενδυτές που θα χρηματοδοτήσουν το
παράξενο σχήμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων, όπου οι
δανειολήπτες θα χάνουν τα σπίτια τους, θα τα αγοράζει μια ιδιωτική εταιρεία και
θα τους μετατρέπει σε ενοικιαστές.
Ο «Ηρακλής» και ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο μεσολάβησαν πολλές «αστοχίες» πολιτικής, που, όπως
προαναφέρθηκε, δεν ήταν αποτέλεσμα ανεπάρκειας αλλά πολιτικής επιλογής:
Σχέδιο «Ηρακλής»: Από νωρίς έγινε εμφανές ότι αυτό το σχήμα «μαγικής»
εξυγίανσης των τραπεζικών χαρτοφυλακίων θα έφερνε στο μέλλον πολλά
προβλήματα -ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο υφυπουργός Οικονομικών που χειρίσθηκε
το θέμα, Γιώργος Ζαββός, καρατομήθηκε στον πρώτο ανασχηματισμό της
κυβέρνησης Μητσοτάκη. Εξαρχής ήταν φανερό ότι η γενναιοδωρία του Δημοσίου
στην παροχή εγγυήσεων δεκάδων δισ. ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε
επιβάρυνση του χρέους και φαίνεται ότι αυτό αργά ή γρήγορα θα γίνει
πραγματικότητα. Πέρα από αυτή τη λογιστική εγγραφή, όμως, υπάρχει και το
ζήτημα ουσίας: τα πλάνα ανάκτησης των δανείων από τις εταιρείες διαχείρισης
ήταν εξαρχής υπερβολικά φιλόδοξα, ιδιαίτερα με βάση τα γνωστά προβλήματα της
ελληνικής πραγματικότητας, ενώ και οι εταιρείες έχουν κατ’ επανάληψη
κατηγορηθεί (ακόμη και από τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη
Στουρνάρα) ότι δεν προσφέρουν πραγματικής λύσεις ρυθμίσεων στους
δανειολήπτες. Έτσι, όχι μόνο υπάρχει κίνδυνος να καταπέσουν εγγυήσεις και να
επιβαρυνθεί πραγματικά το ελληνικό Δημόσιο με πρόσθετο χρέος έως 18 δις. ευρώ,
αλλά -το χειρότερο- να καθυστερήσει δραματικά η ρύθμιση αυτών των δανείων και
να παραμείνουν για χρόνια σε ομηρία νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Μάλιστα, αν η
κυβέρνηση ή η Δικαιοσύνη επιτρέψουν εντελώς καταχρηστικά στις εταιρείες
διαχείρισης να επισπεύδουν πλειστηριασμούς για λογαριασμό ξένων εταιρειών
ειδικού σκοπού, σε αντίθεση με την απόφαση 822/2022 του Αρείου Πάγου που το
απαγόρευσε, δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πώς θα αποφύγουν οι
δανειολήπτες μια άγρια κερδοσκοπική επίθεση με μοχλό τους πλειστηριασμούς.
Πτωχευτική νομοθεσία: Ο πολυδιαφημισμένος, νέος πτωχευτικός νόμος, που
προβάλλεται ως ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο με καινοτομίες και αυτοματισμούς
διευθέτησης οφειλών, έχει στον πυρήνα του τον νέο Εξωδικαστικό Μηχανισμό για
τη ρύθμιση χρεών προς τράπεζες, Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.
Εν ολίγοις, ο
Μηχανισμός υποτίθεται ότι επιτρέπει σε όσους χρωστούν σε χρηματοδοτικούς
φορείς και έχουν, ταυτόχρονα, χρέη στο κράτος να τα ρυθμίζουν με βάση τις
οικονομικές τους δυνατότητες, με βάση μια ρύθμιση που παράγεται αυτόματα με
βάση έναν αλγόριθμο, ο οποίος ενσωματώνει εισοδηματικές και περιουσιακές
παραμέτρους. Το σχήμα ακούγεται πολύ καλό για να είναι αληθινό και, δυστυχώς,
αυτό επιβεβαιώνεται από την εμπειρία 15 μηνών εφαρμογής του. Δεκάδες χιλιάδες
είναι οι οφειλέτες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, αλλά οι επιτυχείς ρυθμίσεις
είναι ελάχιστες, με τις τράπεζες είτε να καθυστερούν απελπιστικά στην παροχή της
έγκρισής τους, ή να τις απορρίπτουν. Και σε αυτή την περίπτωση, το αρνητικό
αποτέλεσμα συνδέεται με μια βασική, πολιτική επιλογή της κυβέρνησης: να αφήσει
τους οφειλέτες στο έλεος των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης δανείων,
αφού ο νόμος ορίζει ότι οι ρυθμίσεις που προτείνεται από το αυτόματο σύστημα,
ακόμη και αν εγκρίνονται από την εφορία και τα ταμεία, που αποδέχονται
«κούρεμα» των δικών τους απαιτήσεων, δεν μπορούν να προχωρήσουν χωρίς την
έγκριση των χρηματοδοτικών φορέων. Έτσι, στην πράξη ο Μηχανισμός
μετατρέπεται σε ένα σχήμα που αφήνει τις τράπεζες να διαλέγουν με δικά τους,
αδιαφανή κριτήρια ποιος οφειλέτης σώζεται και ποιος καταστρέφεται, χωρίς
μάλιστα να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στη Δικαιοσύνη ή σε κάποιο διοικητικό
μηχανισμό για να αμφισβητηθεί η απόφαση του χρηματοδοτικού φορέα.
Αλλωστε φρόντισε η Κυβέρνηση να το ρυθμίσει και αυτό ,υπέρ των τραπεζιτών.
Εν ολίγοις, δεν πρόκειται για ένα Εξωδικαστικό Μηχανισμό για τη διευθέτηση
οφειλών, αλλά για ένα εργαλείο που επιτρέπει στις τράπεζες να ρυθμίζουν όποια
δάνεια θέλουν και να κυνηγούν με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης όποιους
οφειλέτες νομίζουν ότι θα τους προσφέρουν περισσότερα με απειλή
πλειστηριασμού.
Δυστυχώς, η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη οδήγησε σε ένα
αποτέλεσμα εξαιρετικά δυσμενές για την εθνική οικονομία και την κοινωνία: πέρασε η
πρώτη τετραετία μετά τη μνημονιακή περίοδο, χωρίς να βρεθεί ένας δίκαιος και
ισορροπημένος τρόπος για την απαλλαγή νοικοκυριών και επιχειρήσεων από τα τεράστια
βάρη που άφησε πίσω της η δεκαετής κρίση.
Ο άλλος δρόμος
Τα δείγματα γραφής που έχει δώσει το ΠΑΣΟΚ από την εποχή του Γιώργου Παπανδρέου και
οι σημερινές μας προτάσεις επιβεβαιώνουν και στον πλέον δύσπιστο ότι υπάρχει και άλλος
δρόμος για την αποτελεσματική διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Αρκεί να μην τίθεται
μονόπλευρα ως βασική προτεραιότητα της Πολιτείας η εξυπηρέτηση των ισχυρών
οικονομικών συμφερόντων, εγχώριων και διεθνών.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια προοδευτική πρόταση που θα πρέπει να εξετασθεί, προκειμένου να
προστατευτούν οι δανειολήπτες από τα «αρπακτικά» του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι
μια νομοθετική ρύθμιση, που θα ορίζει τα εξής:
Α. Να κληθούν όλοι οι δανειολήπτες που τιτλοποιηθηκαν τα δανεια τους και τα
διαχειρίζονται οι servicers σε ένα εύλογο διάστημα να αγοράσουν το δάνειο που πούλησε η τράπεζα σε fund στην τιμή πώλησης πλέον ενός μικρου ποσοστού..
B. Αν αυτό δεν είναι εφικτό να τους προταθεί ρύθμιση με χαμηλό επιτόκιο (π.χ. 1% πάνω
από το ευρωπαϊκό διατραπεζικό επιτόκιο Euribor) επί του ποσού που πουλήθηκε το δάνειο
στο fund. Το ανώτατο ποσό είσπραξης σε σχέση με την τιμή που αγοράστηκε το κάθε
δάνειο , να μην ξεπερνάει ένα μικρό ποσοστό επί της τιμής αγοράς.
Λύσεις λοιπόν υπάρχουν αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση υπέρ των αδύναμων και οχι υπερ των λιγων και ισχυρων.
*Πρώην υπουργός, βουλευτής. Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΚΙΝΑΛ. Β’ Αθηνών, Δυτικός
Τομέας.