Ας παρακολουθήσουμε παραδείγματος χάρη το εικοσιτετράωρο ενός μέσου εργαζόμενου στην Θεσσαλονίκη.
Μετακινείται με τα λεωφορεία του ΟΑΣΘ από τότε που είχαν ακόμη εισπράκτορα. Τα τελευταία χρόνια μένει κάπου Ανατολικά και δουλεύει σε μια εξαγωγική βιοτεχνία στο Ωραιόκαστρο. Πρέπει να ξυπνήσει πολύ νωρίς το πρωί, να περπατήσει τουλάχιστον ένα τέταρτο για να φτάσει στην πιο κοντινή στάση του λεωφορείου. Ακόμη δεν έχει ξημερώσει καλά καλά. Αφού τελικά έρθει το λεωφορείο της γραμμής επιβιβάζεται κρατώντας σφιχτά την τσάντα της. Από τα μεγάφωνα μία γυναικεία φωνή που σε τρομάζει προειδοποιεί κάθε τόσο: “Προστατέψτε τα προσωπικά σας αντικείμενα, προστατέψτε τα προσωπικά σας αντικείμενα”.
Στριμωγμένος σαν σαρδέλα σε κονσερβοκούτι, κρεμασμένος από μία χειρολαβή και αναπνέοντας τις μασχάλες ενός μεσήλικα που μιλάει με σπασμένα ελληνικά στο κινητό, με φόβο μήπως κλαπούν τα προσωπικά του αντικείμενα ,μέσα σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, μεταβαίνει εν τέλει στον σιδηροδομικό σταθμό. Εκεί να περιμένει τουλάχιστον σαράντα λεπτά μέχρι να έρθει το λεωφορείο του Ωραιοκάστρου. Θα χρειαστεί να πιει ακόμη έναν καφέ για να “ανοίξει” το μάτι, να φάει βρε αδελφέ και μία τυρόπιτα. Έπειτα απο μεγάλη αναμονή (και κρύο) ανέβηκε πάλι στο άλλο λεωφορείο. Έκανε το σταυρό της κρυφά να βρει θέση να καθίσει. Αφού για να πας καθιστός σε μια διαδρομή του ΟΑΣΘ χρειάζεται να γίνει ένα θαύμα. Η πόρτα της βιοτεχνίας ήταν ήδη ανοιχτή. Πάλι έχει αργήσει με την κίνηση. Το αφεντικό του έκανε παρατήρηση. Αυτό του έλειπε τώρα, να ψάχνει πάλι για δουλειά. Και που να τη βρει ξανά; Αφού όλες οι βιοτεχνίες μετοίκησαν πλέον στη Βουλγαρία.
Το σούρουπο, κατάκοπη πια από τη γαζωτική μηχανή περιμένει πάλι όρθιος στη στάση. Με την κούραση που νιώθει όταν βλέπει το λεωφορείο της γραμμής να έρχεται, νιώθει σαν το ναυαγό που βλέπει στη θάλασσα καράβι. Ο οδηγός φρενάρει απότομα και σταματάει μπροστά του. Φίσκα πάλι από κόσμο το όχημα. Το αφήνει να φύγει. Δεν χωράει να μπει. Ύστερα από άλλα σαράντα λεπτά έρχεται επιτέλους άλλο λεωφορείο.