Connect with us

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

“Ακούει, τελικά, τους ειδικούς η κυβέρνηση;”. Γράφει ο Παναγιώτης Καρκατσούλης.

Published

on

Γράφει στο “The Socialist” ο Παναγιώτης Καρκατσούλης.

Η σχέση της επιστήμης με την πολιτική δεν ήταν ποτέ εύκολη. Ούτε στην Ελλάδα ούτε αλλού. Ειδικότερα, όσον αφορά τις εφαρμοσμένες δημόσιες πολιτικές και την τρέχουσα πολιτική, χρειάστηκε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να δημιουργηθούν κάποιοι κοινοί κώδικες επικοινωνίας μεταξύ τους.

Η γενική αυτή υπόθεση παίρνει διαφορετικό περιεχόμενο, ανάλογα με την κοινωνία και την χώρα στην οποία διερευνάται. Σε μια χώρα, για παράδειγμα, που υπάρχει παράδοση εξορθολογισμού της δημόσιας ζωής, οι επιστήμονες εισακούονται πολύ περισσότερο σε σχέση με μιαν άλλη, στην οποία δεν υπάρχει αντίστοιχη παράδοση.

Ερχόμενοι στην Ελλάδα, η σχέση των δημόσιων πολιτικών (των επιστημόνων, δηλαδή) με την τρέχουσα πολιτική είναι, σχεδόν, ανύπαρκτη. Το πολιτικό σύστημα στηρίζεται, εδώ και δεκαετίες, σε ισχυρά πελατειακά δίκτυα τα οποία απομειώνουν τον ρόλο της επιστήμης και των- ως είθισται να αποκαλούνται- «τεχνοκρατών».
Στην Ελλάδα, επίσης, δημιουργούνται, εύκολα, αστήρικτες πεποιθήσεις και μυθοπλασίες. Η υπερδεκαετής πορεία μας μέσα από τα μνημόνια και την οικονομική εξουθένωση έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις γι’ αυτό. Η χώρα θέλει παραμυθία και προοπτική. Πολλώ, δε, μάλλον όταν ο προηγούμενος ζόφος της οικονομικής δυσπραγίας συνοδεύεται από έναν, κατά πολύ χειρότερο, που βάλλει ευθέως κατά των ζωών μας.
Η πανδημία- όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν με όλες τις πανδημίες, η προέλευση των οποίων είναι δυσδιάκριτη και η αντιμετώπισή της προβληματική- συσπειρώνει τον λαό γύρω από την (όποια) Ηγεσία του. Εάν, μάλιστα, αυτή καταφέρει να του προσφέρει μια ελπιδοφόρα προοπτική εξόδου από την πανδημία, τότε η αποδοχή της γίνεται καθολική.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, στην πρώτη φάση της πανδημίας, διέβλεψε σωστά: Μόνο η κοινωνική αποστασιοποίηση και ο εγκλεισμός μπορούσαν να αποτρέψουν την κατάρρευση του αποδυναμωμένου συστήματος δημόσιας υγείας.

Δεν ήταν, όμως, τόσο η επιλογή της (σχεδόν υποχρεωτικής) πολιτικής επιλογής που μετέτρεψε μια κρίση σε πολιτική ευκαιρία για τη ΝΔ αλλά το αφήγημα που εκκολάφθηκε ότι ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση ακούνε (γενικά και χωρίς εξαιρέσεις) τους ειδικούς.
Η πολιτική, μετά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχουσα υποστεί πολλαπλά πλήγματα αξιοπιστίας λόγω της γενικευμένης ιδεολογικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων και των συνακόλουθων εμμονικών συμπεριφορών στελεχών του, είχε ανάγκη από μια νέα νοηματοδότηση. Κι αυτή βρέθηκε μέσα από την άμεση νομιμοποίησή της μέσω της τεχνοκρατικής γνώσης των ειδικών. «Η κυβέρνηση ακούει τους ειδικούς» ήταν το μότο με το οποίο η ΝΔ όχι μόνο ξαναμπήκε στο πολιτικό παιχνίδι αλλά καταλαμβάνει, κιόλας, μια ηγεμονική θέση.

Προφανώς, όμως, η κυβέρνηση δεν ακούει- γενικώς και αδιακρίτως- τους ειδικούς.

Εάν τους άκουγε, τότε θα άκουγε κι αυτούς που προτείνουν μια διαφορετική στρατηγική για την ενδυνάμωση των τοπικών και περιφερειακών δομών διακυβέρνησης ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των πόλεών μας.
Θα άκουγε τους καθηγητές διοίκησης υπηρεσιών υγείας που εισηγούνται μια βαθειά αλλαγή στο σύστημα της πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Θα άκουγε τους ασχολούμενους με τα οικονομικά της τοπικής αυτοδιοίκησης που προτείνουν μια γενναία δημοσιονομική αποκέντρωση, ώστε να δημιουργηθούν ισχυροί και βιώσιμοι ΟΤΑ.
Θα άκουγε, επίσης, τους ειδικούς περί την διαχείριση κρίσεων και κινδύνων που εισηγούνται, επί ματαίω, τη δημιουργία ισχυρών μονάδων, επαρκώς εξοπλισμένων και με κατάλληλο προσωπικό αντί των υφιστάμενων αδύναμων και, σε συγκεκριμένες περιοχές, ανύπαρκτων δομών πολιτικής προστασίας.
Θα άκουγε, ακόμη, κι εκείνους τους ειδικούς περί την δημόσια διοίκηση που προκρίνουν την αξιοκρατία και την διαφάνεια στο σύνολο των επιλογών για τα δημόσια αξιώματα. Αλλά δεν τους ακούει. Και τοποθετεί ημετέρους στο σύνολό τους.
Υπάρχει, πολύς δρόμος που πρέπει να διανυθεί, μέχρις ότου η δημόσια πολιτική, όντως, αποτελέσει την βάση τεκμηρίωσης κρίσιμων πολιτικών επιλογών. Μέχρι να μπορέσει η πολιτική ν’ αλλάξει πίστα και να στηρίζεται περισσότερο στην επιστημονική και τεχνική γνώση και λιγότερο στις ομάδες συμφερόντων, πρέπει να υπάρξουν σειρά πρωτοβουλιών που υπερβαίνουν τη συγκυρία.
Αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν να κάνουν με βαθιές λειτουργικές και δομικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο οργάνωσης του δημοσίου που, πόρρω, απέχουν από ευκαιριακές λύσεις και εφαρμογές που μπορεί να διευκολύνουν τους πολίτες στην αρνητική συγκυρία που βρισκόμαστε αλλά δεν αποτελούν βιώσιμες λύσεις στα προβλήματα.

Για να υλοποιηθούν αυτά τα μεταρρυθμιστικά μέτρα και δράσεις χρειάζεται να έρθουν στην εξουσία γνήσια μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, που, κατά παράδοση, βρίσκονται στην προοδευτική παράταξη. Το Κίνημα Αλλαγής δουλεύει συστηματικά σ’ αυτή την κατεύθυνση και, όπως πάντα, έτσι τόσο στην κρίση αυτή όσο και μετά απ’ αυτή, θέτει τους ανθρώπους και τις δυνάμεις του στην υπηρεσία του λαού και του έθνους.