Connect with us

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Όλες οι αλλαγές που έφερε το ΠΑΣΟΚ της “Αλλαγής”

Published

on

1981-1985: Οι βάσεις της ισότητας και της Δημοκρατίας Το βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ ήταν η στενή σχέση προγραμματικών διακηρύξεων και πολιτικής πράξης.

Το υπερφορτωμένο και, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, έντονα ριζοσπαστικό «πρόγραμμα εξουσίας» αντανακλάται αρκετά πιστά τόσο στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης (που έλαβαν χώρα στις 22 Νοεμβρίου του 1981, λόγω εντατικής διαβούλευσης μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών οργάνων) όσο και, από την αρχή του 1982, στα θεσμικά μέτρα που προτείνονται και υιοθετούνται.

Στα πρώτα έργα και ημέρες της κυβέρνησης της “Αλλαγής” περιλαμβάνονται εκτατεμένες νομοθετικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις που αναμορφώνουν τη χώρα και κυρίως διαμορφώνουν κλίμα αισιοδοξίας, ελευθερίας και προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Δίνεται προτεραιότητα: Εθνική συμφιλίωση = Αναγνώριση Εθνικής Αντίστασης, (ΕΑΜ) συνταξιοδότηση των αγωνιστών στην παραχώρηση άδειας επιστροφής στην Ελλάδα στους πολιτικούς πρόσφυγες τουΔημοκρατικού Στρατού. στην Ενοποίηση των Σωμάτων Ασφαλείας:  Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων συγχωνεύτηκαν και δημιουργήθηκε η σημερινή Ελληνική Αστυνομία.

Η κατάργηση ιδιαίτερα της Χωροφυλακής έγινε δεκτή με πρωτοφανή αισθήματα ανακούφισης από τους αριστερούς πολίτες, καθώς είχε ταυτιστεί με τις αυταρχικές πρακτικές των κυβερνήσεων της δεξιάς, εξ ου και ο διαδεδομένος «φόβος του χωροφύλακα» ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ στην κοινωνία και το κράτος εξακολούθησαν να συντελούνται όπως: Ο Εκδημοκρατισμός των Πανεπιστημίων – αποχουντοποίηση : Με τον πρωτοπόρο και προοδευτικό Νόμο-Πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ (ν. 1268/1982). Κατάργησε τον θεσμό της έδρας στα Πανεπιστήμια εισάγοντας τις τέσσερις βαθμίδες μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, θεσμοθέτησε τα όργανα συνδιοίκησής τους από φοιτητές και καθηγητές, ενώ αναβάθμισε τα ΚΑΤΕΕ σε και συγκρότησε τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ). Η Αναβάθμιση και ενίσχυση της Βασικής και Μέσης Εκπαίδευσης:

Mε το Ν. 1566/85 για τη Βασική και Μέση Εκπαίδευση επιχειρήθηκε ένας δομικός κυρίως μετασχηματισμός της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γονέων και μαθητών στα σχολικά πράγματα, ενώ αντικατέστησε τον θεσμό του επιθεωρητή με αυτόν του Σχολικού Συμβούλου. η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η ψήφος στα 18, η εισαγωγή του μονοτονικού συστήματος γραφής (1982), οι αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο όπως η καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων και η απαγόρευση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, η πρόβλεψη από κοινού λήψης των αποφάσεων που αφορούν τους δύο συζύγους, η διατήρηση του πατρικού ονόματος της γυναίκας και μετά το γάμο, η θέσπιση ισότητας των συζύγων ως προς τη γονική τους ιδιότητα, η αναγνώριση του συναινετικού διαζυγίου και τον περιορισμό των λόγων μη συναινετικού χωρισμού μόνο στον «ισχυρό κλονισμό του γάμου», η σύνδεση του δικαιώματος διατροφής με την αντικειμενική ανάγκη και όχι πλέον με την υπαιτιότητα, η μείωση του ορίου ενηλικίωσης στα 18 χρόνια, ην πρόσδωση νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στους ανηλίκους και η πλήρης ενοποίηση των δικαιωμάτων των εκτός γάμου παιδιών με τα δικαιώματα των γεννημένων σε γάμο (τομέας στον οποίο η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση είναι η περισσότερο επαναστατική), η κατάργηση πλείστων μεταξικών και μετεμφυλιακών νόμων, όπως αυτοί του τεντιμποϊσμού και της κατασκοπείας, η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου αποδοχή της πρότασης Μπρέζνιεφ για πάγωμα πυρηνικών εξοπλισμών στην Ευρώπη, η αναγνώριση Αραφάτ και Παλαιστινιακής Αρχής, το «μορατόριουμ» με Τουρκία και συνομιλίες με ΗΠΑ για τις βάσεις, η πρώτη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στην Κύπρο–την 1η Μαρτίου 1982, η «Κίνηση των Έξι για την Ειρήνη» -στις 22 Μαΐου 1984-, επισκέψεις με «μήνυμα» σε Λιβύη του Καντάφι και Πολωνία του Γιαρουζέλσκι, η επιτυχής μάχη για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα -το Μάρτιο του 1985) Ακόμη ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, μεταρρύθμιση που εισήχθει με το νόμο 1397/83. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις, πάντως, ο νέος Πρωθυπουργός είχε φροντίσει να λειάνει τα πιο συγκρουσιακά στοιχεία των εξωτερικών προσανατολισμών του προ της εξουσίας ΠΑΣΟΚ: το «όχι στο ΝΑΤΟ» γίνεται «διαδικασία αποδέσμευσης από τη συμφωνία Ρότζερς», το «έξω οι βάσεις» αποκωδικοποιείται ως «θα θέσουμε ένα χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων», ενώ για ενδεχόμενη «αποχώρηση» από την ΕΟΚ λέγεται ότι πρώτα θα «επιδιωχθεί» (λέξη κλειδί, που εμπεριέχει την πιθανότητα μη ευόδωσης) «δημοψήφισμα σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες».

Μέσα στο 1985 αποφασίστηκε επιπλέον: η κατάργηση των φακέλων, η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων η κατάργηση του σταυρού προτίμησης, η παύση των διακρίσεων με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις η συγκρότηση οργάνων δημοκρατικού προγραμματισμού στους Δήμους και στις κοινότητες, κατάργηση αντιδημοκρατικών νόμων στο συνδικαλισμό και διευκόλυνση της συνδικαλιστικής δράσης, η εισαγωγή νέου θεσμικού πλαισίου στο χωροταξικό σχεδιασμό, η λήψη μέτρων για τη μείωση της ρύπανσης, η σύσταση Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, η σταδιακή αύξηση των συντάξεων, επέκταση της πενθήμερης εργασίας, η ετήσια άδεια τεσσάρων εβδομάδων, κίνητρα για τον επαναπατρισμό των μεταναστών, η μείωση της στρατιωτικής θητείας, η ίδρυση Υπουργείου Νέας Γενιάς, η προώθηση του πολιτισμού μέσω της γενναίας χρηματοδότησης των θεάτρων και των καλλιτεχνών σε «κάθε γωνιά» της ελληνικής υπαίθρου.

Όλα αυτά δεν προαναγγέλθηκαν απλώς, αλλά έγιναν –σε βαθμό μάλιστα που, σήμερα, στην πλειοψηφία τους να θεωρούνται δεδομένα. Στην οικονομία  ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέβησαν σε σειρά εθνικοποιήσεων, τηρώντας και τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματος για την “κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων”. Αυτές οι «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα αλλαγές εστιάζονται στην προσπάθεια διάσωσης των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων (ν.1386/1983) και στην τόνωση του «κοινωνικού προσώπου» των επιχειρήσεων (ν. 1365/1983 περί «κοινωνικοποιήσεων» και 1235/1983 περί εποπτικών συμβουλίων). Οι δύο βασικές επιλογές του νόμου περί «προβληματικών», ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με κρατική παρέμβαση στις υπαχθείσες στο συγκεκριμένο καθεστώς επιχειρήσεις και η αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου τους, ώστε το Κράτος να καταστεί κύριος μέτοχος, κρίθηκαν συνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την επίκληση της υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.

Η πολιτική, όμως, επιλογή να κρατηθούν τεχνητά στη ζωή –με επιβάρυνση μάλιστα του Κράτους- επιχειρήσεις που με οικονομικά κριτήρια ήταν σχεδόν «κλινικά νεκρές» διέσωσαν αρκετές θέσεις εργασίας αν και δεν οδήγησαν σε πραγματική εξυγίανση έστω και λίγων «προβληματικών». Εκδημοκρατίσθηκαν όμως σε βάθος, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης των αποφάσεων στους χώρους εργασίας.

Advertisement

Αυτή την εποχή κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις που ανήκαν σε πολύ ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες: η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, ταναυπηγεία Σκαραμαγκά της οικογένειας Νιάρχου, η Πειραϊκή-Πατραϊκή (βιομηχανία) και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας Η αλλαγή πολιτικής που πραγματοποιήθηκε, ακριβώς επειδή είχε τόσο έντονα «ιδεολογικό» χρώμα, εμφανίστηκε προσανατολισμένη σε πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση: την εξάπλωση της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, μέσω της ενίσχυσης των αντικειμενικά ασθενέστερων ομάδων, την εξάλειψη διακρίσεων, τη βελτίωση των προϋποθέσεων άσκησης των ελευθεριών αλλά και του γενικού αισθήματος ελευθερίας, τη διεύρυνση της δυνατότητας απόλαυσης βασικών κοινωνικών αγαθών. Έτσι, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης περιόδου μπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: μέτρα «αποκαταστατικής ισότητας», προσπάθεια ξεπεράσματος σχισμάτων του παρελθόντος, μέτρα ενίσχυσης της πολιτικής, με την ευρεία έννοια, δράσης και δομικές μεταρρυθμίσεις σε κοινωνικά κρίσιμα μέτωπα. Η πρώτη «δέσμη» μέτρων ανακοινώθηκε από τηλεοράσεως από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1982 και αποσκοπούσε στην άμεση οικονομική ενίσχυση των λιγότερο προνομιούχων, δηλαδή κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αγροτών. Είχαμε έτσι: αυξήσεις μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθιέρωση της ΑΤΑ (αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής), υιοθέτηση μηνιαίας άδειας με αποδοχές για όλους, μείωση των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας σε 40, αύξηση των κοινωνικών δαπανών του κράτους, γενναία αύξηση των κατωτάτων ορίων των συντάξεων (22% για το ΙΚΑ, 50% για ΤΕΒΕ, εμπόρων, 100% για ΟΓΑ), ενίσχυση των αγροτικών πόρων του προϋπολογισμού και τόνωση του αγροτικού εισοδήματος όχι μόνο χάρη στη γενναιοδωρία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αλλά και του τρόπου εφαρμογής της στην Ελλάδα(Μαραβέγιας, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1988). Για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση «πόνταρε» σε ένα νέο-κεϋνσιανό μίγμα πολιτικής (Σπουρδαλάκης, 1988), που είχε αρχίσει να δοκιμάζεται ένα χρόνο νωρίτερα από την κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία.

Το οικονομικό επιτελείο ήλπιζε ότι η παραγωγή θα ενθαρρυνόταν από την αύξηση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, καθώς και από την εφαρμογή μιας πιο επιθετικής πολιτικής κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις, και ότι έτσι η τόνωση της ζήτησης θα εξισορροπούσε την αύξηση των κρατικών δαπανών. Bέβαια η επεκτατική εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική -με αύξηση δαπανών της τάξης του 33%- είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής. Με δυο λόγια, αυξήθηκε το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα.

 Η ανακούφιση των λεγόμενων «μικρομεσαίων» στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, η αίσθηση ότι επιτέλους ακουγόταν η φωνή τους και η πρώιμη δημιουργία μια νέας τάξης που δεν υπήρχε σην Ελλάδα, της ΜΕΣΑΙΑΣ, ήταν γεγονός.

Το ιστορικό ίχνος της πρώτης θητείας του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ λιγότερο αμφισβητήσιμο όσον αφορά τα μέτρα που λήφθηκαν για το ξεπέρασμα των ιδεολογικών και κοινωνικών σχισμάτων του παρελθόντος (Αλιβιζάτος, 1983). Στην κατεύθυνση αυτή του ιστορικού προσπεράσματος του εμφύλιου σπαραγμού οδήγησε η απαγόρευση των βασανιστηρίων και η υπογραφή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάργηση της θανατικής ποινής Κρίσιμα βήματα για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα και απαρχή της εξομάλυνσης των παθών και της ωρίμανσης της δημοκρατίας μας. Ειδικά η συνεδρίαση της 17ης Αυγούστου 1982 στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η σχετική αγόρευση του Ανδρέα Παπανδρέου δικαιούνται να περάσουν στην πρώτη γραμμή των κοινοβουλευτικών επιτευγμάτων της σύγχρονης νεοελληνικής κοινοβουλευτικής ιστορίας. Στις μεταρρυθμίσεις που στόχο είχαν, κατά την έκφραση του Πρωθυπουργού, να «τεθεί σε νέες βάσεις η πολιτική δράση», συγκαταλέγονται η ρύθμιση του δικαιώματος ψήφου των ξενιτεμένων και των ναυτικών. Στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να ενταχθούν μια σειρά μέτρα με καταρχήν φιλεργατικό και φιλο-συνδικαλιστικό περιεχόμενο: η ψήφιση νόμου για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος (ν. 1264/1982), η αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνεταιρισμών (ν. 1257/1982), ορισμός κατωφλιού 2% για τις απολύσεις των εργαζομένων, εξίσωση της αποζημίωσης των εργατών λόγω απόλυσης με εκείνη των υπαλλήλων, η θέσπιση συμμετοχής των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των δημοσίων επιχειρήσεων, η κήρυξη παράνομων των λοκ-άουτ (ανταπεργία) η κατάργηση της «νόμιμης» απαγόρευσης της απεργίας, η αύξηση των γονικών αδειών, διακοπών, συντάξεων, ασφάλισης των εργαζομένων.

Εδώ επίσης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μέτρα που λήφθηκαν για την ισότητα των φύλων, που μπορεί να μην οδήγησαν στην «ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων» σε βάρος των γυναικών (Παντελίδου-Μαλούτα, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998) αλλά κατοχύρωσαν σε πρωτόγνωρο για την Ελλάδα βαθμό την ισονομία ανδρών και γυναικών (η ίδια). Η κύρωση διεθνών συμβάσεων για την προστασία της μητρότητας (ν. 1302/1983) και κατά των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών (ν.1342/1983), η θεσμοθέτηση της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις (ν. 4483/1984), η ίδρυση του Συμβουλίου Ισότητας των δύο φύλων (ν.1288/1982) και η αναβάθμισή του σε Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Προεδρίας (ν. 1558/1985), Στον τομέα της αποκέντρωσης, που αποτελούσε από την αρχή για τους Σοσιαλιστές προνομιακό πεδίο ανάδειξης της διαφοράς του από τη συντηρητική παράταξη, οι θεσμικοί νόμοι 1270/1982 και 1416/1984 ενίσχυσαν σε σημαντικό βαθμό την αυτοτέλεια των Δήμων και Κοινοτήτων (Χριστοφιλοπούλου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Δόθηκαν νέες αρμοδιότητες αναπτυξιακού χαρακτήρα στους ΟΤΑ, δημιουργήθηκαν θεσμοί διακοινοτικής συνεργασίας και κίνητρα για εθελοντικές συνενώσεις των μικρών κοινοτήτων, θεσπίστηκε νομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις των ΟΤΑ και τις προγραμματικές συμφωνίες, ιδρύθηκαν θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και δημοτικής αποκέντρωσης –διαμερισματικά και συνοικιακά συμβούλια, πάρεδροι οικισμών-, καταργήθηκε σχεδόν πλήρως ο έλεγχος σκοπιμότητας του νομάρχη (χωρίς, όμως, να πάψει ο κομματικός έλεγχος της κεντρικής εξουσίας επί των νομαρχιών), δημιουργήθηκαν τα νομαρχιακά συμβούλια (αλλά και κατέστη εξαρχής καθοριστικός ο ρόλος των κομματικών οργανώσεων ως προς τη στελέχωσή τους), άρχισαν ν’ αποκεντρώνονται σημαντικοί πόροι (αλλά και να δημιουργείται παράλληλα ένα κομματικό-πελατειακό σύστημα κατανομής τους). Ειδικά θα πρέπει να αναφερθεί το δικαίωμα που δόθηκε στους ΟΤΑ για την ίδρυση των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων, των περίφημων ΚΑΠΗ, που σύντομα αποδείχθηκαν ένας από τους πιο ευφάνταστους, στοχευμένους και αποτελεσματικούς, δηλαδή πραγματικά κοινωνικούς, θεσμούς όλων των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ήδη από τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής “η τοπική αυτοδιοίκηση άλλαξε –ή μάλλον απέκτησε- πρόσωπο -κι ας μην απέκτησε μόνο ελκυστικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την κεντρική διοίκηση” (Σπανού, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Λιγότερο, τέλος, γνωστή αλλά διόλου ασήμαντη είναι η οικιστική και περιβαλλοντική παρέμβαση των πρώτων κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου (Μαλούτας-Οικονόμου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.),1998).

Σειρά μέτρων για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των αστικών κέντρων(εκεί χρωστάμε το «δακτύλιο» της Αθήνας αλλά και τις μετρήσεις των ρύπων), περιορισμός ίδρυσης νέων βιομηχανιών στην Αττική, Ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας (ν.1515/1985) και Θεσσαλονίκης (ν. 1561/1985)και κυρίως ψήφιση και θέση σε εφαρμογή του «οικιστικού νόμου» (1337/1983), με τον οποίο επιχειρήθηκε ένας αρκετά αποτελεσματικός –για τα ελληνικά δεδομένα- γενικός πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός. Κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία και ιδίως κατά τη διετία 1982-1983, που αποτελεί την κατά πολύ πιο γόνιμη σε μεταρρυθμίσεις περίοδο κάθε μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης- δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι άλλαξε ριζικά το πολιτικό κλίμα, σε συνθήκες μάλιστα διόλου απλές: αντίσταση ελληνικών και ξένων παραγόντων, κυβερνητική απειρία όλων σχεδόν των νέων Υπουργών, ξέσπασμα κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων από το Μάρτιο του 1983.

Η πληθώρα των μέτρων υπέρ της ισότητας και των ελευθεριών και η ενσωμάτωση στο πολιτικό σκηνικό του μισού σχεδόν ελληνικού λαού, που ως χτες βρισκόταν, περίπου νομοτελειακά, «εκτός», συνιστούν επιτεύγματα μείζονος σημασίας, όσο κι αν δεν επενέργησαν στις «δομές του συστήματος», καθώς ήταν σαφώς και εξαρχής «σοσιαλρεφορμιστικής» κατεύθυνσης (Κοτζιάς, 1985). Η συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου στα επιτεύγματα αυτά, όπως και στη γενικά ζωογόνο αν και συχνά απρόβλεπτη κινητικότητα στην εξωτερική πολιτική, ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτική.

Advertisement

Αν το ΠΑΣΟΚ ήταν εγγενώς «το κόμμα του Αντρέα», οι πρώτες του κυβερνήσεις (μέσα από τις συνεχείς «αναδομήσεις» τους, που έμελλε να φθάσουν τελικά αισίως τις 16 για την περίοδο 1981-1989) είχαν, παραπάνω από τη σφραγίδα, το ίδιο το «πρόσωπο του Αντρέα». 1985-1989: οι βάσεις της Ευρώπης Το – κυβερνητικό πλέον – ΠΑΣΟΚ έπαιξε και κέρδισε τις εκλογές του 1985 γύρω από ένα θεσμικό στοίχημα: την ολοκλήρωση της ξαφνικά αναγγελθείσας συνταγματικής αναθεώρησης στην κατεύθυνση της περιστολής των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρωτοβουλία αυτή συνόδευσε (στην πραγματικότητα, εκεί οφείλει την ίδια της την ύπαρξη) την καθαρά πολιτική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου να μη στηρίξει εκ νέου για την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο όλα ως τότε έδειχναν ότι είχε συμφωνήσει την ανανέωση της θητείας του.

Πέρα από τις προφανείς για την εκλογική διαπάλη συνέπειες αυτής της κίνησης, το αποτέλεσμα ήταν ότι, εξωτερικά τουλάχιστον, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να συμπληρώνει τις πυκνές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης της περιόδου στην εξουσία με το ακόμα πιο βαρύ και θεσμικά κρίσιμο εργαλείο πολιτειακής παρέμβασης, που είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Πέρα από τον αιφνιδιαστικό και, σε κάποιο βαθμό, συγκυριακό χαρακτήρα της, η αναθεώρηση καθεαυτή –της οποίας η πρόταση κατατέθηκε στη Βουλή του 1985 και ψηφίστηκε στην επόμενη Βουλή, το 1986-επέφερε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος, που μπορεί να θεωρηθεί ότι μόνο από αυτό το σημείο και εφεξής έγινε αμιγώς κοινοβουλευτικό. Πράγματι, όλες οι επελθούσες αλλαγές (πλην μίας, της εισαγωγής της ονομαστικής ψηφοφορίας στο άρθρο 32 παρ. 1, που κατέστη αναγκαία λόγω της πικρής εμπειρίας των λευκών και γαλάζιων ψηφοδελτίων κατά την εκλογή του νέου Προέδρου Χρήστου Σαρτζετάκη) είχαν ως αντικείμενο την αφαίρεση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρμοδιοτήτων που θα μπορούσαν, στα πλαίσια ενός προεδρευόμενου κοινοβουλευτικού συστήματος, να θεωρηθούν είτε υπερβολικές είτε δυνάμει επικίνδυνες.

Έτσι, μειώθηκαν οι πράξεις του Προέδρου που δεν απαιτούν πρωθυπουργική προσυπογραφή (άρθρο 35 παρ. 2 του Συντάγματος), «αυτοματοποιήθηκε», ώστε να μην αφήνει στον Πρόεδρο περιθώρια προσωπικών επιλογών, ο τρόπος διορισμού του Πρωθυπουργού (άρθρο 37 παρ. 2,3,4), περιορίστηκε στις μόνες περιπτώσεις της παραίτησης και της απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής η «απαλλαγή» της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (άρθρο 38), καταργήθηκε ο αναχρονιστικός και μηδέποτε χρησιμοποιημένος θεσμός του Συμβουλίου της Δημοκρατίας που είχε την ευχέρεια να συγκαλεί ο Πρόεδρος (άρθρο 39), συρρικνώθηκε η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο (άρθρο 41 παρ.1), προβλέφθηκε η δυνατότητα της υποχρεωτικής για τον Πρόεδρο διάλυσης της Βουλής με πρωτοβουλία της κυβέρνησης (άρθρο 41 παρ.2), εξαλείφθηκε η δυνατότητα «κύρωσης» (δηλαδή άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας) των νόμων από τον Πρόεδρο (άρθρο 42 παρ.1), καταργήθηκε ο θεσμός των «οργανωτικών διαταγμάτων», μέσω των οποίων ο Πρόεδρος θα μπορούσε ενδεχομένως να παρέμβει σε θέματα εσωτερικής κατάστασης της Διοίκησης (άρθρο 43 παρ.3), μεταφέρθηκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Βουλής η απόφαση για χορήγηση αμνηστίας (άρθρο 47 παρ. 3), άλλαξαν, υπέρ της Βουλής και της κυβέρνησης, οι όροι θέσης σε εφαρμογή της «κατάστασης πολιορκίας» (άρθρο 48), πέρασε στη Βουλή και την κυβέρνηση η εξουσία για την προκήρυξη δημοψηφίσματος (άρθρο 44 παρ.2), ενώ, τέλος, ακόμα και για την εξαγγελία διαγγελμάτων προς το λαό ο Πρόεδρος οφείλει να έχει πλέον τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ.3).

Με τις δέκα αυτές αλλαγές αποσαφηνίστηκαν υπέρ της άμεσα εκλεγόμενης κυβέρνησης οι ρόλοι εντός του εκτελεστικού πόλου της εξουσίας, ενώ ο Πρόεδρος αναδεικνύεται πράγματι ρυθμιστής–και όχι «πρωταγωνιστής»-του πολιτεύματος, αφού διαθέτει πια μόνο τη δυνατότητα, κατά την έκφραση του γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Αναστάση Πεπονή, «να παίρνει τα δεδομένα που προκύπτουν από τη Βουλή και το λαό και μ’ αυτά τα δεδομένα να προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμιστικές ενέργειες». Μπορεί, όπως πρόβαλλαν αρκετοί θεωρητικοί (πρωτοστατούντος του Αριστόβουλου Μάνεση), το πολίτευμα να έγινε, εκ του αποτελέσματος, πιο «πρωθυπουργικοκεντρικό», σε κάθε όμως ουσιαστικά κοινοβουλευτικό σύστημα ο βασικός πόλος της εξουσίας δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση και ειδικά ο επικεφαλής της.

Από την άλλη, το ξεκαθάρισμα ρόλων που πραγματοποιήθηκε ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο από συμβολική όσο και από πρακτικά πολιτική άποψη, όπως θα αποδείκνυαν οι εξελίξεις που σύντομα ακολούθησαν (ιδίως στο διάστημα 1989-90, με την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων και τις συνεχείς εναλλαγές Πρωθυπουργών). Στο πλαίσιο πάντα της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώθηκε και από τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού της Βουλής, τον Ιούνιο του 1987. Η μεταρρύθμιση αυτή επέφερε αρκετές θετικές καινοτομίες (πρόσβαση περισσότερων μελών της αντιπολίτευσης σε θέσεις Αντιπροέδρων της Βουλής, δυνατότητα σύστασης ειδικών επιτροπών για την προετοιμασία των νόμων, μείωση του χρόνου ομιλίας των μελών της κυβέρνησης, ίδρυση της Διάσκεψης των Προέδρων ως αυτόνομου οργάνου, παροχή δυνατότητας ακρόασης εξωκοινοβουλευτικών προσώπων, καθιέρωση των επίκαιρων ερωτήσεων και επερωτήσεων). Κατά τα άλλα, η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία –που σχεδόν εξαντλείται, από πλευράς θεσμικών μέτρων, στη διετία 1985-1987- σφραγίστηκε από την ολοκλήρωση της στροφής σε πιο «ορθόδοξα» σχήματα άσκησης της οικονομικής ιδίως, αλλά και της κοινωνικής πολιτικής. Με το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της οικονομίας, που άρχισε επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη και συνεχίστηκε, ενσωματώνοντας πλέον ανοικτά την έννοια της «λιτότητας», επί υπουργίας Κώστα Σημίτη, η διακυβέρνηση της δεύτερης τετραετίας άρχισε έμπρακτα να εργάζεται για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Η Ευρώπη πήρε τη θέση του «ονείρου» -από ανάγκη ίσως αλλά ανεπίστρεπτα- κι αυτό είναι το ιστορικό ίχνος, κάθε άλλο παρά αδιάφορο, της δεύτερης κυβερνητικής θητείας. Με κύρια αρχή –και προμετωπίδα- «δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε», το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας περιλάμβανε υποτίμηση της δραχμής κατά 15% (11 Οκτωβρίου1985), πάγωμα των μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (που επιβλήθηκε μάλιστα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ενδεικτική του εξαιρετικού χαρακτήρα αλλά της κοινωνικής αντίστασης που αμέσως άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν τα σχετικά μέτρα), έλεγχο των προσλήψεων, συγκράτηση των δημοσίων εξόδων ιδίως μέσω περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, φορολογικές απαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, προσπάθεια αναδιοργάνωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ανασυγκρότησης των δημοσίων επιχειρήσεων, «νοικοκύρεμα» (δηλαδή κλείσιμο ή πώληση σε ιδιώτες) των «προβληματικών», καθώς και πρωτοβουλίες για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό εναγκαλισμό.

Συμβολικά αλλά και πρακτικά, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου αναδιάρθρωσης, που έγινε ωστόσο προσπάθεια να διαθέτει και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, τέθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού στηρίχτηκε σε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης ύψους περίπου 2 δισεκατομμυρίων ecu. Ουσιαστικά οι Βρυξέλλες κατέστησαν έτσι, βάσει συνειδητής πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης, μέτοχος –καθοδηγητής αλλά και ελεγκτής- των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα (Καρακούσης, 2006). Άξιες λόγου είναι ορισμένες αλλαγές στο διοικητικό σύστημα, του ν. 1559/1986 για τη βελτίωση των σχέσεων Κράτους και πολίτη, του ν. 1558/1986 για την αναδιάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου, που διαθέτουν δομικά χαρακτηριστικά (μείωση των διοικητικών εγγράφων και αύξηση της διαφάνειας η πρώτη, εξορθολογισμός της κυβερνητικής λειτουργίας με βάση τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων ανά τομέα η δεύτερη) αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταπολέμησαν σε βάθος ούτε την κρατική γραφειοκρατία ούτε την κυβερνητική έλλειψη συλλογικότητας και υπερπληθωρικότητα (είναι χαρακτηριστικό ότι αμέσως μετά τις εκλογές το προσωρινό κυβερνητικό σχήμα είχε 19 Υπουργούς, αλλά μετά την προσπάθεια μονιμότερης περιστολής απέκτησε εκ νέου 42 μέλη). Χρήσιμη νομοθετική ρύθμιση αποτελεί επίσης η ψήφιση του νόμου 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, που συνδυάζει, με περισσότερο αποτελεσματικό παρά τολμηρό τρόπο, στοιχεία κωδικοποίησης των ως τότε πολυσχιδών και κατάσπαρτων επιμέρους ρυθμίσεων, ένταξης νέων στοιχείων περιβαλλοντικής πολιτικής πάνω στο δίπτυχο «ανάπτυξη-ισορροπημένο περιβάλλον» και αρχή εναρμόνισης με το αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο (Σαμιώτης, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998).

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πρώτη –ανολοκλήρωτη, λόγω κυρίως της σπασμωδικότητας της κι όχι τόσο των κοινωνικών αντιστάσεων που συνάντησε- ρήξη της κυβέρνησης -με πρωτοβουλία του Υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση- με τις εκκλησιαστικές αρχές, με αφορμή την πρωτοβουλία για παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων, που η Εκκλησία θεωρούσε ότι της ανήκαν, σε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ στον Ανδρέα Παπανδρέου –κι αφού είχε προηγηθεί παραπληροφόρηση και κηρύγματα από άμβωνος που προανήγγειλαν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις κατά τη «μάχη των ταυτοτήτων»- οι δύο πλευρές προχώρησαν, στις 11 Μαϊου 1988, σε «αμοιβαίως επωφελή» συμφωνία.

Advertisement

Ακόμη δημιουργείται το ΑΣΕΠ (νόμος Πεπονή), ανακοινώνεται το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου και επιβάλλεται εμπάργκο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Τη σκληρή στάση του εμπάργκο ο Ανδρέας Παπανδρέου θα την εξηγήσει με την εμβληματική φράση: “Το όνομά μας είναι η ψυχή μας.”

Τη δεκαετία του ’80 η ελληνική κοινωνία άλλαξε ριζικά, και οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν κορυφαίο ρόλο σε αυτό τον μετασχηματισμό. Οι αλλαγές ήταν βαθύτερες και πιο ριζοσπαστικές στην επαρχία, και όχι τόσο στην Αθήνα, κάτι που εξηγεί και την καλύτερη επίδοση του ΠΑΣΟΚ εκεί. Σχεδόν αμέσως μετά το 1981, η επαρχία απαλλάχτηκε οριστικά και αμετάκλητα από τον “φόβο του χωροφύλακα”, η θέση των γυναικών βελτιώθηκε πολύ, δημιουργήθηκαν πολιτιστικά και αθλητικά σωματεία σε όλη τη χώρα με την ενεργό στήριξη της Μελίνας Μερκούρη, ενώ το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Γιώργου Γεννηματά έφερε για πρώτη φορά σύγχρονη ιατρική περίθαλψη σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές της χώρας· αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός καταναλωτισμού ανάλογου με τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης οδήγησε σε ένα πρωτοφανές επίπεδο λαϊκής συμμετοχής σε κοινωνικο-πολιτικά θέματα, O Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ένας χαρισματικός ηγέτης, ένας ενθουσιώδης ρήτορας αλλά κυρίως ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής που συγκρούστηκε με  παραδοσιακούς μηχανισμούς εξουσίας και τα ισχυρά “τζάκια” της εποχής. Το μεγάλο πολιτικό του κενό είναι εμφανές ιδίως σήμερα ενώ η αναγνώριση της προσφοράς του ήταν καθολική όχι μόνο απ΄τον Λαό που τον έκανε “δικό” του και τον αποκαλούσε με το μικρό του όνομα αλλά ακόμη κι απ’ τους πολιτικούς του αντιπάλους.