ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Όταν το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη έφερε στο προσκήνιο τον διαχωρισμό κράτους-Εκκλησίας
Ήταν το 2000 όταν η κυβέρνησή του αποφάσισε να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες.
Το καλοκαίρι του 2000, οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας έφταναν στα όριά τους και μία από τις πιο πολυσυζητημένες αντιπαραθέσεις σημειώθηκε επί πρωθυπουργίας του Κώστα Σημίτη.
Ήταν το 2000 όταν η κυβέρνησή του αποφάσισε να αφαιρέσει την αναγραφή του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες, μια απόφαση που πυροδότησε έντονες αντιδράσεις από την Εκκλησία της Ελλάδας, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.
Η απόφαση αυτό βασίστηκε στις υποδείξεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία έκρινε ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες παραβίαζε τη Συνταγματική Αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας και τις ευρωπαϊκές νομοθεσίες περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Η κυβέρνηση, θέλοντας να διατηρήσει συνέπεια στη δέσμευσή της για εκσυγχρονισμό του κράτους και εναρμόνιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αποφάσισε να προχωρήσει άμεσα στην υλοποίηση της απόφασης.
Και σε πλήρη ρήξη οδηγήθηκαν οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, μετά την απόφαση της Ιεραρχίας να προχωρήσει στην οργάνωση δυναμικών εκδηλώσεων για το θέμα των ταυτοτήτων. Η απόφαση της Ιεραρχίας να διοργανώσει δύο συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας μία στη Θεσσαλονίκη στις 14 Ιουνίου και μία στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου δεν αλλάζει τη στάση της κυβέρνησης, η οποία τελεσίδικα έκλεισε το θέμα.
Τόσο ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης όσο και ο υπουργός Παιδείας Πέτρος Ευθυμίου κατέστησαν σαφές προς την Ιεραρχία ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχθεί συζήτηση για τις ταυτότητες και έκλεισαν έτσι την πόρτα σε κάθε αίτημα διαλόγου επ’ αυτού με την Ιεραρχία. Όπως αναμενόταν, η Ιεραρχία ζήτησε ραντεβού από τον Πρωθυπουργό, στη διάρκεια της έκτακτης συνεδρίασης που είχε.
Τηλεφώνησε στο Μέγαρο Μαξίμου εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου ο αρχιγραμματέας της Ιεραρχίας κ. Θεολόγος και ζήτησε από την ιδιαιτέρα του πρωθυπουργού κ. Πλευράκη «να δεχθεί ο κ. Πρωθυπουργός αντιπροσωπεία ιεραρχών υπό τον Μακαριώτατο». «Για ποιο θέμα, να μεταφέρω στον κ. Πρωθυπουργό;» ρώτησε η κ. Πλευράκη. «Για το θέμα των ταυτοτήτων», απάντησε ο αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
«Θα ενημερώσω τον κ. Πρωθυπουργό», απάντησε η κ. Πλευράκη, και λίγο αργότερα τηλεφωνούσε στον κ. Θεολόγο για να του αναφέρει ότι «ο κ. Πρωθυπουργός παρακαλεί να μεταφέρετε στην Ιεραρχία ότι επί του θέματος των ταυτοτήτων δεν υπάρχει θέμα συζήτησης και συστήνει να επικοινωνήσετε με τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων».
Το επόμενο τηλεφώνημα του κ. Θεολόγου ήταν προς τον υπουργό Παιδείας Πέτρο Ευθυμίου, ο οποίος του ανέφερε ότι «δεν έχω αντίρρηση να συναντηθώ με τον Μακαριώτατο, αλλά όχι για το θέμα των ταυτοτήτων, για το οποίο η θέση της κυβέρνησης είναι δεδομένη». Λίγο αργότερα, στον κ. Ευθυμίου τηλεφώνησε, εκ μέρους της τριμερούς αντιπροσωπείας της Ιεραρχίας η οποία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο θα επισκεπτόταν τον Πρωθυπουργό, ο Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος.
«Επιθυμούμε να έχουμε διάλογο με την κυβέρνηση για το θέμα των ταυτοτήτων», είπε ο κ. Άνθιμος και προσέθεσε: «Οφείλω με την ευκαιρία να εκφράσω την δυσφορία της Ιεραρχίας για τον τρόπο που αντιμετωπίσθηκε το αίτημά μας για συνάντηση με τον Πρωθυπουργό».
«Είμαστε ανοιχτοί στον διάλογο για οποιοδήποτε θέμα απασχολεί πραγματικά τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας», απάντησε ο κ. Ευθυμίου, «αλλά όχι για το θέμα των ταυτοτήτων, που είναι ένα ζήτημα της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Πολιτείας. Συνάντηση για το θέμα αυτό μαζί μου δεν έχει κανένα νόημα, διότι η κυβέρνηση έχει λάβει τις αποφάσεις της. Υπάρχουν, όμως, πάγια και ουσιαστικά θέματα, τα οποία μπορούμε να συζητήσουμε όποτε το επιθυμείτε. Όπως, για παράδειγμα, η εκκλησιαστική περιουσία και η αξιοποίησή της, η εκκλησιαστική εκπαίδευση, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη».
«Θα μεταφέρω τις απόψεις σας στην Ιεραρχία» απάντησε ο κ. Άνθιμος, «και θα σας απαντήσω».
ΠΗΓΗ: dnews.gr