ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Παύλος Γερουλάνος: “Την οικονομία δεν την οδηγούν οι τράπεζες αλλά η δημιουργική διάθεση όλων των κοινωνικών στρωμάτων”
«Με τη Νέα Δημοκρατία έχουμε μια βασική διαφορά, που διαπερνά όλα τα θέματα που αφορούν το τραπεζικό σύστημα (και όχι μόνο): Εκείνοι, πιστεύουν ότι οι δυνατές τράπεζες, θα δημιουργήσουν δυνατούς δανειολήπτες. Εμείς, πιστεύουμε ότι οι δυνατοί δανειολήπτες, θα δημιουργήσουν δυνατές τράπεζες. Η διαφορά δεν πρέπει να ξαφνιάσει κανέναν, διότι, πηγάζει από τις βασικές αρχές, και άρα αντιλήψεις, της Προόδου και της Συντήρησης για την κοινωνία. Εσείς, κυρίες και κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, βάζετε το κέρδος πάνω από τον άνθρωπο, την οικονομία πάνω από την κοινωνία. Εμείς, θέλουμε τον Άνθρωπο κυρίαρχο και την οικονομία στην υπηρεσία του», υπογράμμισε στην αρχή της ομιλίας του, στην ολομέλεια της Βουλής, με θέμα την κύρωση της Σύμβασης Συγχώνευσης και Επένδυσης, μεταξύ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της «THRIVEST HOLDING LTD», ο Βουλευτής Α’ Αθήνας και εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Παύλος Γερουλάνος.
Στη συνέχεια, ο Παύλος Γερουλάνος, έδωσε το χαρακτηριστικό παράδειγμα των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης: «Λόγια του αέρα; Καθόλου. Δείτε πώς, εσείς, μοιράζετε το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι Τράπεζες δανειοδοτούν με ενέχυρα και άρα εκείνους που ήδη έχουν. Αυτοί που μπορούν να πάρουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, είναι από τους λίγους Έλληνες που μπορούν να δανειστούν. Κύκλος που κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και αφήνει τα μεσαία και τα χαμηλά στρώματα στην αναμονή. Ανήμπορους να δημιουργήσουν και να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, μέχρι κάτι να στάξει από πάνω».
Και εστίασε στη βασική ιδέα και αξία των ίσων ευκαιριών που πιστεύει το ΠΑΣΟΚ και πως το κοινωνικό κράτος πρέπει να είναι εγγυητής δυνατοτήτων και όχι ελεημοσύνης: «Εσείς, πιστεύετε ότι η οικονομία δημιουργεί συνθήκες ευημερίας για την κοινωνία. Ενώ, εμείς, πιστεύουμε ότι χωρίς μια κοινωνία που νιώθει γερή στα πόδια της, δεν θα μπορέσει ποτέ να υπάρξει οικονομία που ευημερεί. Γιατί; Διότι, την οικονομία δεν την οδηγούν οι τράπεζες. Αλλά η δημιουργική διάθεση όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Η βασική ιδέα των ίσων ευκαιριών, στις οποίες εμείς πιστεύουμε, ξεκινάει με την παραδοχή ότι κάθε άνθρωπος έχει την όρεξη, τη διάθεση και την ικανότητα να φαντάζεται, να ελπίζει και άρα να δημιουργεί. Να το κάνω χειροπιαστό; Εσείς, βλέπετε το κοινωνικό κράτος ως ελεημοσύνη. Εμείς, το βλέπουμε ως εγγυητή δυνατοτήτων. Ένας άνθρωπος, για παράδειγμα, που έχει στην τσέπη 2.000 ευρώ, αν φοβάται ότι για να ζήσει αυτός ή η οικογένεια του, θα χρειαστεί κάποια στιγμή να επισκεφθεί τα απογευματινά ιατρεία του κου Γεωργιάδη, θα τα βάλει στην ντουλάπα. Φυσική αντίδραση, ανθρώπου που ζει στην ανασφάλεια. Αν νιώθει, αντίθετα, ότι έχει δημόσια, δωρεάν, υγεία που τον προστατεύει, θα τα ξοδέψει, θα τα επενδύσει, ή θα χτίσει κάτι για το αύριο. Εκεί πάνω, λοιπόν, βασίζεται και η ευημερία της κοινωνίας: στη δυνατότητα αυτού του ανθρώπου και όλο και περισσοτέρων ανθρώπων να δημιουργούν».
Στη συνέχεια, ο Παύλος Γερουλάνος τεκμηρίωσε ότι η Κυβέρνηση δεν έχει χρησιμοποιήσει κανένα από τα 5 εργαλεία (Τράπεζες, δημόσια περιουσία, πλουτοπαραγωγικές πηγές, φορολογικό σύστημα, και τα ευρωπαϊκά κονδύλια) που έχει η Πολιτεία, για να δώσει δυνατότητες ανάπτυξης στην εθνική οικονομία και να μοιράσει την ευημερία σε περισσότερους, υπογραμμίζοντας για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις: «Κανένα από τα εργαλεία αυτά, δεν έχει χρησιμοποιήσει η Νέα Δημοκρατία υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Γιατί μας νοιάζει αυτό; Διότι, ειδικά για τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες, δυνατότητα πολλαπλασιασμού του πλούτου έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Διότι, αυτές επανεπενδύουν στην τοπική οικονομία, ενώ οι μεγάλες στέλνουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι οι σοβαρές οικονομίες έχουν τράπεζες που υπηρετούν τις ανάγκες αυτών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ αντίθετα, οι αναπτυσσόμενες κοινωνίες βασίζουν την ανάπτυξή τους σε ολιγοπώλια και τράπεζες που τα υπηρετούν. Μέχρι, την πρώτη κρίση. Διότι, στην κρίση, οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι άφαντες και το βάρος κουβαλούν οι μικρές».
Αναφερόμενος στην υπό συζήτηση συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα, η οποία «εξυγιαίνει δύο προβληματικές Τράπεζες και δημιουργεί ακόμα έναν τραπεζικό πυλώνα, που θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην αύξηση του τραπεζικού ανταγωνισμού και άρα, των εργαλείων που έχουμε για να δώσουμε σε περισσότερους ανθρώπους τη δυνατότητα να δημιουργήσουν, αν πληρούνται κάποιοι συγκεκριμένοι όροι», ο Παύλος Γερουλάνος έθεσε και πάλι συγκεκριμένα ερωτήματα: «Θα κάνει η συμφωνία πραγματική διαφορά στη δανειοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων; Υπάρχουν όροι στη σύμβαση, για παράδειγμα, που να δεσμεύουν την τράπεζα στην οποία επενδύει ο Έλληνας φορολογούμενος, ότι δεν θα έχει τόσο διευρυμένη διαφορά σε επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων; Ότι η τράπεζα αυτή, δεν θα χρεώνει επαγγελματίες που υποχρεούνται να έχουν POS; Ή ότι οι χρεώσεις για φθηνές υπηρεσίες δεν θα ακολουθούν ολιγοπωλιακές πρακτικές, όπως οι άλλες τράπεζες; Προφανώς, όχι. Διότι κάτι τέτοιο θα συνέβαλε πραγματικά στον ανταγωνισμό, αλλά εσείς πιστεύετε ότι όλα θα τα λύσει το μαγικό χέρι της αγοράς. Το αόρατο χέρι, που όπως φαίνεται, και για την ώρα, στην Ελλάδα τραβάει σφαλιάρες, εκεί που πρέπει να στηρίξει και στηρίζει εκεί που θα έπρεπε να τραβάει σφαλιάρες».
Και κατέληξε, υπογραμμίζοντας: «Τρεις μέρες τώρα στη Βουλή, αυτά τα ερωτήματα σάς θέσαμε. Τρεις μέρες για ένα Νομοσχέδιο που δεν έχει καν δημόσια διαβούλευση, για να ξέρει ο κόσμος τι κάνουμε εδώ. Και τρεις μέρες μάς απαντάτε ότι πιστεύετε πως αν δεν γίνει η συμφωνία, είμαστε καταδικασμένοι σε ολιγοπώλια και θα χαθούν καταθέσεις. Τρεις μέρες ο μπαμπούλας τού τι δεν θα γίνει και ούτε κουβέντα για το τι μπορεί, και τι έχετε διασφαλίσει, να γίνει. Αλλά αν δεν το ψηφίσουμε, θα είμαστε εμείς οι λαϊκιστές. Ε, φτάνει πια με αυτήν την καραμέλα. Πείτε μου ένα πράγμα στην ομιλία μου, που δείχνει λαϊκισμό. Δεν θα βρείτε. Όπως, δεν βρίσκω εγώ τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Και ο ελληνικός λαός, επίσης. Σας δίνουμε λοιπόν, μια τελευταία ευκαιρία. Απαντήστε στα ερωτήματά μας, τώρα. Αλλιώς, για μια ακόμα φορά, μας οδηγείτε να ψηφίσουμε ναι επί της αρχής, για να μην σταματήσουμε τα θετικά της σύμβασης, αλλά παρόν στην ίδια τη σύμβαση, για να σας στείλουμε ένα μήνυμα: «Επιτέλους, σοβαρευτείτε και επιτέλους, σεβαστείτε τον ελληνικό λαό».