ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Θανάσης Καμπαγιάννης: “Η Μεταπολίτευση και οι εχθροί της: Υπόθεση Λιγνάδη”
“Ο Δημητρης Λιγνάδης είναι πλέον κατηγορούμενος. Αντιμετωπίζει πολύ σοβαρές, κακουργηματικού τύπου, κατηγορίες και κινδυνεύει με προφυλάκιση όταν απολογηθεί την Τετάρτη. Το ποινικό κομμάτι της υπόθεσης είναι στα χέρια ανακριτή και εισαγγελέα. Η πολιτική διάσταση όμως αφορά όλες και όλους μας.
Έχουν ήδη επισημανθεί οι πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης: η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μόλις ήρθε στην εξουσία, ακύρωσε μια δημόσια διαδικασία επιλογής του Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου και επέλεξε με απευθείας ανάθεση τον Λιγνάδη. Το γεγονός αυτό βαραίνει στην – ούτως ή άλλως αντικειμενική – πολιτική ευθύνη της Υπουργού Πολιτισμού και του Πρωθυπουργού. Στη συνέχεια, και μετά τη δημοσιοποίηση των καταγγελιών, η κυβέρνηση επί δύο εβδομάδες συγκάλυπτε αντί να επιδιώξει ενεργητικά την αποκάλυψη της αλήθειας. Τα περί «εξαπάτησης» λόγω «υποκριτικής τέχνης» είναι τραγελαφικά. Η Υπουργός, και μόνο για τις δηλώσεις της στη συνέντευξη τύπου της Παρασκευής 19/2, θα έπρεπε να πάει σπίτι της. Γιά κάποιους, αυτό σημαίνει γνώση και συγκάλυψη ακόμα και των εγκληματικών πράξεων, κάτι που θα στοιχειοθετούσε ποινική ευθύνη. Εγώ θα μείνω σε πιο πολιτικές σκέψεις.
Η αποπομπή Λιγνάδη ήταν δύσκολη για την κυβέρνηση, όχι μόνο γιατί αυτός ήταν προσωπική επιλογή της Μενδώνη και του Μητσοτάκη. Ήταν περαιτέρω δύσκολη, γιατί ήταν πολιτική και ιδεολογική επιλογή. Στο πρόσωπο του Λιγνάδη, η Δεξιά έβρισκε τον δικό της θεατράνθρωπο σε έναν χώρο με ισχυρή την επιρροή της Αριστεράς, κάποιον που θα μπορούσε να πει και να κάνει αυτά που η Δεξιά δυσκολευόταν. Η επιλογή του ονομάτος της Ελένης Παπαδάκη για την ονοματοδοσία της αίθουσας του Εθνικού ήταν μόνο το σύμβολο.
Όλες οι δημόσιες παρεμβάσεις του Λιγνάδη ήταν προς την κατεύθυνση της αποδόμησης των αριστερών (με τα δικά του λόγια, «ψευτοαριστερών») ευαισθησιών, της επιστροφής στην Αρχαία Ελλάδα και τον «παλιό τρόπο» εκπαίδευσης και παραστάσεων, ενάντια στον «εθνομηδενισμό» και τα «κόμπλεξ» της «βίντατζ» αριστεράς. Οι ομιλίες του Λιγνάδη ήταν σαν να ακούς κάθε πρωί τον Τζούμα. Και όπως και να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα να υμνούν την αυστηρότητα, την πειθαρχία, την αρχαιοπρέπεια και την επιχειρηματικότητα ο Μητσοτάκης ή ο Σαμαράς και άλλο ο Λιγνάδης.
Η προφανής αντίφαση για ανθρώπους σαν τον Λιγνάδη είναι ότι η ηθική τους και ο τρόπος ζωής τους (και δεν εννοώ εδώ τους βιασμούς) είναι κυριολεκτικά άλλος κόσμος από την παρούσα κυβέρνηση και την τρέχουσα Νέα Δημοκρατία. Και αυτό το ξέρουν πολύ καλά. Ο Λιγνάδης ήξερε ότι οι επαναλαμβανόμενες αιχμές του κατά της Μεταπολίτευσης και των «εμμονών» της λειτουργούσαν σαν μελωδία στα αυτιά μιας Δεξιάς που, από άποψη ηθών, θέλει να μας γυρίσει πίσω στις μέρες του χωροφύλακα της δεκαετίας του 50. Κι όμως, αυτόν τον ρόλο δέχτηκε να τον παίξει «με βαθιά υποκριτική τέχνη, ωσάν να βρισκόταν σε σανίδι», όπως θα έλεγε η εξαπατηθείσα Υπουργός: μέχρι και σε συνέδριο για την τρομοκρατία παρακάθισε, για να δώσει μια καλλιτεχνική αίσθηση στις κατασταλτικές πρωτοβουλίες Μητσοτάκη και Χρυσοχοϊδη.
Απ’ αυτή την άποψη, ο Λιγνάδης μοιάζει με τον πρωταγωνιστή του Κλάους Μάνν στο μνημειώδες έργο του Μεφίστο (ίσως μάλιστα περισσότερο με το πραγματικό ιστορικό πρόσωπο παρά με την μυθιστορηματική φιγούρα): ένας θεατράνθρωπος, ηθοποιός μαζί και σκηνοθέτης, που έφτασε να διοικεί τη θεατρική σκηνή μιας χώρας, συνεργαζόμενος με ένα καθεστώς η ηθική του οποίου του ήταν ξένη, αν και στη συνέχεια την έκανε δική του.
Τώρα που ο Λιγνάδης βρίσκεται πιασμένος σε μια ποινική δίνη, είναι βέβαιο ότι θα αξιώσει όλα τα καλά που έφερε σ’ αυτόν τον τόπο η Μεταπολίτευση.
Γιατί όσο και αν βαυκαλίζεται η Δεξιά, σ’ αυτήν την χώρα τα ανθρωπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης είναι γεννήματα του συσχετισμού της Μεταπολίτευσης. Και όσο και αν είναι μεγάλος ο πειρασμός να καγχάσουμε όσους εκλιπαρούν τώρα λίγες από τις μεταπολιτευτικές «εμμονές», η δική μας πλευρά θα πρέπει να κρατήσει το ηθικό της πλεονέκτημα (όσο και αν λυσσάνε τα μαντρόσκυλα του καθεστώτος διαβάζοντας αυτή τη φράση).
Όποια ή όποιος θέλει να συμπαρασταθεί στα θύματα, λοιπόν, ας μην τα βαρύνει με τοποθετήσεις που θα τα εκθέσουν και θα τα καταστήσουν υπόλογα: καμία αμφισβήτηση του δικαιώματος του κατηγορούμενου στον δικηγόρο του και καμία ταύτιση του δικηγόρου με τις φερόμενες πράξεις του κατηγορούμενου. Καμία στέρηση δικαιώματος, καμία δικαιολόγηση ενεργειών όπως αυτής της Υπουργού που από τη συγκάλυψη έστριψε βίαια στην παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας. Καμία ευχαρίστηση από φωνές που θα πανηγυρίσουν τυχόν κράτηση του κατηγορούμενου με εξωθεσμικές και εξωδικαστικές τιμωρίες από τον κόσμο της φυλακής. Τα θύματα που κατήγγειλαν και πού όλοι είδαμε ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους το βασάνισμα των λόγων τους δεν χρειάζονται τη θυματοποίηση των θυτών. Ας εξαντλήσουμε την επιμονή μας και τις προσπάθειές μας στην πολιτική λογοδοσία αυτών που διόρισαν προνομιακά, σίγησαν και συγκάλυψαν.
Αυτός θα είναι και ο θρίαμβος της Μεταπολίτευσης και η ήττα – για ακόμα μία φορά – των εχθρών της.”