ΓΝΩΜΕΣ
Κ.Κατσάπης: “Εκλογές της 21 ης Μαΐου: το κλείσιμο ενός κύκλου (;)”
Γράφει ο Κώστας Κατσάπης
Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου μπορεί να χαρακτηρίστηκε ως «σεισμός» λόγω του απρόβλεπτου (και με βάση τις δημοσκοπήσεις) αποτελέσματός του (κυρίως ως προς την καθίζηση του Σύριζα), ωστόσο με βάση τα δεδομένα της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας, θα το χαρακτήριζα αναμενόμενο. Στις παρακάτω γραμμές θα επιχειρήσω μία μακροσκοπική ανάγνωσή του εντάσσοντάς το στην «μεγάλη εικόνα» της ιστορικής εξέλιξης.
1) Αντίθετα από ό,τι έχει διατυπωθεί από αναλυτές και ειδικούς, η εκλογική νίκη της ΝΔ δεν τερματίζει έναν κύκλο ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας που ξεκινάει από το 2008 (δολοφονία Γρηγορόπουλου), αλλά στέφει ένα βαθύτερο και ισχυρότερο ως προς την σημασία του κύκλο συντηρητικοποίησης ο οποίος ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, πλάθεται μέσα από «στιγμές» όπως ο πόλεμος ενάντια στην κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες και κυρίως ο πόλεμος ενάντια στο βιβλίο Ιστορίας της Έκτης Δημοτικού και συγκροτεί σταδιακά αλλά συστηματικά, ένα κοινωνικό μπλοκ με σαφείς συντηρητικές αιχμές και προτάγματα. Η άνοδος του Σύριζα στην εξουσία, ενός κόμματος δηλαδή προερχόμενου από την παραδοσιακή Αριστερά, είναι ένα αναμφίβολα αντιφατικό γεγονός, που εκτιμώ ότι δεν μπορεί να καμουφλάρει την βαθιά συντηρητικοποίηση του κοινωνικού και εκλογικού σώματος την ίδια περίοδο. Εκφάνσεις της διαδικασίας αυτής μπορούμε να εντοπίσουμε όχι μόνο στην άνοδο της ακροδεξιάς και των μορφωμάτων του «πατριωτικού χώρου» μετά το 2010, αλλά κυρίως στον στιγματισμό της Μεταπολίτευσης και στην υπόδειξή της ως «μήτρα της οικονομικής κρίσης» κ.λπ. Πρόκειται εξάλλου για ένα φαινόμενο ευρωπαϊκό (συναντάται έντονα λ.χ. τόσο στην Ιταλία όσο και στην Γαλλία, χώρες δηλαδή που γνώρισαν μεταπολεμικά ένα ισχυρό ρεύμα ριζοσπαστισμού), και όχι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα».
2) Όπως συνέβη με όλες τις ιστορικές τομές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, η δεξιά δείχνει να φτάνει στο όριο της εκλογικής της επιρροής χρονικά πρώτη. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία της ελληνικής πολιτικής ιστορίας η οποία ως προς τα αίτιά της χρήζει ειδικής έρευνας. Τόσο μετά τον εμφύλιο πόλεμο όσο και μετά την πτώση της δικτατορίας, ο χώρος της δεξιάς πρώτος κατάφερε να δημιουργήσει όρους συσπείρωσης. Στην πρώτη περίπτωση η ηγεμονία της ΕΡΕ του Κων/νου Καραμανλή θα ξεκινήσει (φυσικά όχι εν κενώ) επτά χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου, ενώ στην περίπτωση της μετάβασης στην δημοκρατία, το δημοψηφισματικό του εκλογικού αποτελέσματος («Καραμανλής ή τανκς») θα οδηγήσει την δεξιά πολύ πιο γρήγορα, άμεσα, σε πολιτική και εκλογική ηγεμονία. Και στην μία περίπτωση και στην άλλη, ο χώρος του δημοκρατικού και σοσιαλιστικού κέντρου θα πρέπει να περάσει από χρόνιες εσωτερικές συγκρούσεις και μεταμορφώσεις προκειμένου να συσπειρωθεί εν τέλει μέσα από τις γραμμές της Ενώσεως Κέντρου (μετά το 1963) και του ΠΑΣΟΚ (ιδίως μετά το 1977).
3) Όπως συνέβη στο παρελθόν, η παραδοσιακή Αριστερά δείχνει ανίκανη να παίξει τον ρόλο του ηγέτη της αντιδεξιάς παράταξης. Το ποσοστό του 25% που κατήγαγε η ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 δεν μεταφράστηκε σε πλειοψηφική πρόταση προοπτικής, ενώ ακόμη και στο ριζοσπαστικό κλίμα της πρώτης Μεταπολίτευσης (δεκαετία του 1970) τα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού, κυρίως αυτά), δεν κατάφεραν να υφάνουν μια κοινωνική συμμαχία ικανή να αποκαθηλώσει την δεξιά από την εξουσία. Το «γιατί» της εξέλιξης αυτής θα πρέπει να αναζητηθεί όχι τόσο σε συνωμοσιολογικού τύπου ερμηνείες ή «στην δουλειά του ξένου και ντόπιου παράγοντα», όσο σε παθογένειες (ή έστω, και σε παθογένειες) του αριστερού χώρου και στα όρια της κοινωνικής απεύθυνσης του λόγου του.
4) Όπως ακριβώς συνέβη τη δεκαετία του 1950 ο χώρος της δεξιάς δημιουργεί μια κοινωνική συμμαχία με ετερόκλητα στοιχεία να την απαρτίζουν, συγκολλητικός αρμός των οποίων είναι ή δείχνει να είναι ο «φόβος για το αύριο». Στην περίπτωση της ΕΡΕ ο φόβος αυτός μεταφραζόταν σε επίκληση του «κομμουνιστικού κινδύνου», στην περίπτωση της ΝΔ σήμερα σε αναφορά στις άγριες μέρες του 2015 και σε κινδυνολογία για επιστροφή σε αυτές. Και στις δύο περιπτώσεις έχει προηγηθεί μια συντηρητική αναδίπλωση ενός τμήματος του πάλαι ποτέ προοδευτικού κέντρου, κάτι που στην περίπτωση της ΕΡΕ υπογραμμίζει η ένταξη σε αυτήν σημαντικού αριθμού πολιτευτών του μεσοπολεμικού βενιζελικού χώρου, ενώ σήμερα η εμφατική αποδοχή στην ΝΔ πολιτικών, πολιτευτών και οργανικών διανοουμένων του κεντρώου χώρου και της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς. Ανάλογο φαινόμενο υπήρξε και στη συγκυρία της μετάβασης στην δημοκρατία όταν η δεξιά παράταξη επιχείρησε να μεταμορφωθεί αφήνοντας πίσω της το σκληρό παρελθόν των ημερών της «καχεκτικής δημοκρατίας» και υποδεχόμενη στις αγκάλες της στελεχιακό δυναμικό από την προδικτατορική Ένωσι Κέντρου.
5) Μια ακόμη εντυπωσιακή ομοιότητα της σημερινής ΝΔ με την δεξιά της δεκαετίας του 1950 είναι ο ρόλος του ηγέτη της και η εργαλειοποίηση της εικόνας του στο επίπεδο της επικοινωνίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται ως προς τούτο να ακολουθεί τα βήματα του Κων/νου Καραμανλή της πρώτης περιόδου (ΕΡΕ) και όχι του πατέρα του ή του Καραμανλή της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-1980). Προσιτός και τεχνοκράτης, εμφορούμενος από αστική ευγένεια και επιτηδευμένα μετριοπαθής στο επίπεδο της επικοινωνιακής διαχείρισης, ενορχηστρωτής ταυτόχρονα ενός παρακράτους με το οποίο όμως (όπως ακριβώς και ο Καραμανλής της περιόδου 1956-1963) επιθυμεί να μην έχει καμία προφανή και τεκμηριωμένη σχέση. Βεβαίως, στις συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, το παρακράτος δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με την αστυνομική βία και τον χαφιεδισμό της μετεμφυλιακής περιόδου, δεν παύει όμως να συνιστά ένα παράλληλο σύστημα εξουσίας που στον πυρήνα του έχει την ίδια ακριβώς στόχευση με το παρακράτος του πενήντα: την χειραγώγηση της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος. Το παρακράτος αυτό φαίνεται να αποτελεί έναν εξωθεσμικό μηχανισμό σημαντικής πολιτικής σημασίας, ο οποίος σιτίζοντας την ψηφιακή μαφία (twitter κ.λπ.), μοχλεύοντας την πληροφόρηση και υποκινώντας ακόμη και τα κανάλια των μυστικών υπηρεσιών (καταπώς φάνηκε πρόσφατα) καταλήγει να είναι κάτι περισσότερο από ένα αναμενόμενο κομμάτι του πολιτικού παιχνιδιού: είναι κίνδυνος για την δημοκρατία.
Τούτων ρηθέντων κι έχοντας κατά νου την «μεγάλη εικόνα» θα λέγαμε ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου δεν αποτελούν κάποιον «σεισμό», αλλά τα αποτελέσματά της είναι συμβατά με την ιστορία. Δέκα περίπου χρόνια μετά την εκδήλωση της σοκαριστικής οικονομικής κρίσης, το πολιτικό σύστημα ως προς το ένα σκέλος του (δεξιά) φαίνεται να κλείνει οριστικά τον κύκλο πλησιάζοντας τον μέσον όρο που είχε πριν την κρίση (40-45%) και με μια συσπείρωση που ως προς την αρχιτεκτονική της δείχνει να επαναλαμβάνει την «παλιά-καλή-δοκιμασμένη συνταγή» της συντηρητικής παράταξης. Οι επόμενες εκλογές (η επόμενη σειρά εκλογικών αναμετρήσεων πιο σωστά) εκτιμώ ότι θα οδηγήσουν επίσης τον χώρο της κεντροαριστεράς στο κλείσιμο των λογαριασμών με το πρόσφατο παρελθόν αναδεικνύοντας ως βασικό αντίπαλο του υπό διαμόρφωση –σήμερα συστήματος εξουσίας εκείνον τον παίκτη που (επίσης δοκιμασμένα) μπορεί να διαδραματίσει τον ιστορικό αυτό ρόλο με σοβαρότητα και πέρα από αδιέξοδες φαιδρότητες του τύπου «#μητσοτάκηγ****σαι».
Ο Κώστας Κατσάπης (kkats@panteion.gr) είναι ιστορικός. Διδάσκει πολιτισμική ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δημόσια ιστορία στο ΕΑΠ