Connect with us

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Γιάννης Δραγασάκης: “Κοινές ευθύνες και πεδία συνεργασίας ριζοσπαστικής Αριστεράς, πολιτικής οικολογίας και σοσιαλδημοκρατίας”

Published

on

Άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη στο “The Socialist”, βουλευτή Δυτικού Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και πρώην Αντιπροέδρου και Υπουργού Οικονομίας & Ανάπτυξης στην Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ

 

Γιατί Αριστερά;

Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί της σύγχρονης εποχής, σίγουρα, χαρακτηρίζονται από την πολυμέρεια της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η διάκριση Αριστερά-Δεξιά που καθόρισε τη νεότερη εποχή έχει κριθεί από ορισμένους ως μια οπτική της πολιτικής αντιπαράθεσης που ανήκει στο παρελθόν. Ο σταδιακός μετασχηματισμός των βιομηχανικών κοινωνιών σε μεταβιομηχανικές, υποστηρίζουν, υπονομεύει όλες τις κοινωνικές αναφορές αυτού του είδους πολιτικού ανταγωνισμού και καθιστά τη διάκριση αυτή ξεπερασμένη. 

Η δική μας λογική είναι διαφορετική. Δεν θεωρούμε ότι η διάκριση Αριστερά-Δεξιά έχει απωλέσει την επικαιρότητά της, αντίθετα εξακολουθεί να αποτελεί τον οδηγό της σύγχρονης πολιτικής και να εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους. Βεβαίως, πολλές προκλήσεις όπως πχ η κλιματική κρίση, δεν επηρεάζουν μόνο τη σχετική θέση των κοινωνικών τάξεων ή τον μεταξύ τους συσχετισμό, αλλά αφορούν τους συνολικούς όρους ύπαρξης της κοινωνίας ή ακόμη και της ίδιας της ζωής. Πολλά προβλήματα, λοιπόν, διαπερνούν οριζόντια όλα τα ιδεολογικά ρεύματα, επισκιάζουν πρόσκαιρα τις διαχωριστικές γραμμές, αυτές όμως αποκαλύπτονται εκ νέου όταν αναζητηθούν η αξιακή σκοπιά, η κατανομή των βαρών, η ανθεκτικότητα και ο ορίζοντας των προτάσεων  για την αντιμετώπισης των εν λόγω προβλημάτων. Αυτό άλλωστε δεν είναι καινοφανές. Μετά το Μάη του 1968 εμφανίστηκαν νέες προκλήσεις από το περιβαλλοντικό, το φεμινιστικό, το αντιαυταρχικό κίνημα, οι οποίες ωστόσο αποδείχτηκαν όχι λόγοι υπέρβασης αλλά λόγοι ανανέωσης, διεύρυνσης και εμβάθυνσης της Αριστεράς, νέα πεδία αναπαραγωγής και επικαιροποίησης της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς. Πρέπει επομένως να κατανοήσουμε το περιεχόμενο της έννοιας της Αριστεράς σε συνάφεια με τις προκλήσεις και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εποχής μας. 

Γιατί ριζοσπαστική Αριστερά;

Προϊόν τέτοιων αναμορφώσεων και επικαιροποιήσεων στο χώρο της Αριστεράς είναι και η ριζοσπαστική Αριστερά. Ορισμένοι δεν κατανοούν τη διαφοροποίηση, τη θεωρούν άνευ νοήματος, περιττή. Ασφαλώς οι χαρακτηρισμοί δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία από μόνοι τους. Όμως έχουν σημασία ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων διαδικασιών και ως έκφραση συγκεκριμένων αναγκών. Γιατί αναδύθηκε λοιπόν η ριζοσπαστική Αριστερά ως πολιτική δύναμή στη σύγχρονη εποχή; Αυτό ήταν αποτέλεσμα τριών κρίσεων. Πρώτον της κρίσης του καπιταλισμού, η οποία έχει πλέον αποκτήσει και οικολογικές διαστάσεις, της κρίσης της κομμουνιστικής παράδοσης μετά τις καταρρεύσεις του 1989·και της κρίση της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης, ιδίως μετά τη χρεοκοπία του «Τρίτου Δρόμου» που σήμαινε την προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Ο συνδυασμός αυτών των τριών κρίσεων δημιούργησε μια αντίφαση ιστορικών διαστάσεων: ενώ διευρύνονται η ανάγκη και τα πεδία δράσης της Αριστεράς, στο βαθμό που δημιουργούνται πολλαπλές εστίες ανισοτήτων, εκμετάλλευσης και διάβρωσης της κοινωνικής ζωής, συρρικνώνεται την ίδια στιγμή η ικανότητα της παραδοσιακής Αριστεράς-τόσο στην κομμουνιστική- όσο και στη σοσιαλδημοκρατική της εκδοχή – να ανταποκριθεί σε αυτές τις νέες προκλήσεις σε μια προοπτική μετασχηματισμού των κοινωνιών. Ως εκ τούτου, σε αυτό το κενό αναδύονται δυνάμεις που επιθυμούν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις από τη σκοπιά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ανιχνεύοντας νέους δρόμους πέρα από την κομμουνιστική και τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση αλλά στο έδαφος πάντα της Αριστεράς (αν και το ίδιο κενό λειτούργησε ως μήτρα και της πολιτικής οικολογίας καθώς και ποικίλων απολίτικων ή life style ρευμάτων). Ταυτόχρονα, η ριζοσπαστική Αριστερά αποτελεί υπέρβαση και μιας δεύτερης αντίφασης. Αναφέρομαι στον κατακερματισμό των δυνάμεων της Αριστεράς και την παγίδευσή τους σε άγονες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος πολλές από τις οποίες δεν είχαν πλέον νόημα μετά τη διπλή αποτυχία και των δυο ιστορικών ρευμάτων της Αριστεράς. Το δίλημμα πχ επανάσταση ή μεταρρύθμιση, στις νέες συνθήκες, είναι μια πρόκληση για αναστοχασμό παρά αιτία για συνέχιση της διαμάχης. Η ριζοσπαστική Αριστερά γεννήθηκε συνεπώς ως μια συνειδητή προσπάθεια υπέρβασης των παγιδευτικών διλημμάτων και ανασύνθεσης των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς και στο πεδίο της στρατηγικής και σε αυτό της πολιτικής έκφρασης- μια προσπάθεια που συνεχίζεται κι εδώ και στην Ευρώπη και παντού. 

Γιατί τώρα; 

Η ριζοσπαστική Αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία, ως όμορες πολιτικές οικογένειες, έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με κοινές προκλήσεις οι οποίες εγκαλούν τον πυρήνα της ιδεολογίας και πολιτικής τους πρακτικής. Αν κοιτάξουμε πίσω, στη πορεία του 20ου αιώνα, θα δούμε σε όλη την Ευρώπη, περιόδους γόνιμης πολιτικής συνεργασίας, παράλληλης δράσης, αλλά και οξείας αντιπαράθεσης και υπαρξιακού ανταγωνισμού μεταξύ τους. Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρήσει μια αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτών των διαφορετικών καταστάσεων για τον κόσμο της εργασίας και για την κοινωνία συνολικά, αν και ακόμη πιο παραγωγικό είναι να γίνει η άσκηση αυτή με βάση τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος. 

Η περίοδος της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας σήμερα, είναι βέβαιο ότι έχουν διαμορφώσει ένα νέο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, που θέτει νέες παραμέτρους στον πολιτικό ανταγωνισμό. Οι αυξανόμενες ανισότητες, η θεσμοποίηση των πολιτικών λιτότητας, ο κίνδυνος της επαπειλούμενης κλιματικής καταστροφής, η ψηφιακή πρόκληση, οι κίνδυνοι για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα, και η άνοδος της Άκρας Δεξιάς, συνιστούν εξελίξεις, πολλές από αυτές δομικού χαρακτήρα. Εξελίξεις από τις οποίες προκύπτουν ανάγκες και ευθύνες με τις οποίες καλείται να αναμετρηθεί κάθε πολιτική δύναμη, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη και διεθνώς. 

Μάλιστα, μετά τη διπλή διάψευση της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις, τόσο στο μέτωπο της υγείας όσο και σ’ εκείνο της οικονομίας, οι εν λόγω ανάγκες αποκτούν άμεσο και ζωτικό χαρακτήρα: η ενίσχυση του συστήματος υγείας, η στήριξη των μισθών, η ρύθμιση και διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους, η στήριξη της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, η ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η διεκδίκηση ενός νέου δημοσιονομικού καθεστώτος και νέων κανόνων στην ΕΕ κ.α. είναι ζητήματα από τα οποία εξαρτάται άμεσα η δουλειά, το εισόδημα και η ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν λοιπόν αυτόματα όχι μόνο κοινές ευθύνες αλλά και κοινούς τόπους και πεδία κοινής δράσης τόσο στο κοινωνικό επίπεδο όσο και στο πολιτικό.

Advertisement

Αυτονομία και συνεργασία

Αυτό σημαίνει ταύτιση; Όχι φυσικά. Η δύναμη ενός χώρου συνίσταται στην κατοχύρωση της διακριτικής παρουσίας του, στον αυτοκαθορισμό της πολιτικής του ταυτότητας. Η ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, έχει ως αμετάβλητο στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό, θεωρεί ότι οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από δομικές ανισότητες και σχέσεις εκμετάλλευσης που είναι προϊόν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Και άρα μάχεται πολιτικά για να αναστραφεί η εν λόγω κατάσταση και να αναπτυχθεί μια δικαιότερη κοινωνία. Η σοσιαλδημοκρατία από την άλλη πλευρά κινείται αποκλειστικά σε μία τροχιά βελτίωσης των συνθηκών στο παρόν, θεωρώντας ανεδαφικό τον στόχο της κοινωνικής αλλαγής, προσπαθεί να «βελτιώσει» ένα σύστημα που παράγει αδικίες. Υπ’ αυτήν την έννοια, υπάρχει μια θεμελιακή στρατηγική διαφοροποίηση ανάμεσα στη ριζοσπαστική Αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία, η οποία προφανώς επιδρά όχι μόνο στους στόχους αλλά και στα μέσα της πολιτικής.

Από εκεί και πέρα, βέβαια, η συγκεκριμένη κατάσταση είναι αυτή που πάντοτε επιβάλλει συγκλίσεις ή αποκλίσεις ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει κάποια μόνιμη και διαρκής επιδίωξη συνεργασιών, υπάρχει ένα πλαίσιο που καθιστά επιβεβλημένες αυτές τις συνεργασίες ή σε άλλη περίπτωση άγονες και αδόκιμες. Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μία κατάσταση, όπου η ριζοσπαστική Αριστερά και δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας καθώς και της πολιτικής οικολογίας καλούνται να αποδείξουν η κάθε μια ξεχωριστά αλλά και όλες μαζί ότι θέλουν και μπορούν να βάλουν κατ’ ελάχιστο ένα φραγμό στην επιδείνωση των συνθηκών των κοινωνικών ομάδων στις οποίες αναφέρονται και στα μέτωπα που οι ίδιες θεωρούν κρίσιμα. Μερικά από αυτά είναι ευδιάκριτα και κοινής παραδοχής. 

Πεδία διαλόγου, συνεργασίας και κοινής δράσης

Το πρώτο πεδίο είναι η δημοκρατία. Βλέπουμε ότι εντός πανδημίας πολλές κυβερνήσεις καταφεύγουν σε περιορισμό πολιτικών δικαιωμάτων, με ανοικτό το ερώτημα εάν αυτός ο περιορισμός θα είναι προσωρινός ή μόνιμος. Αυτό εντάσσεται σε μία γενικότερη τάση όπου η κοινωνική συμμετοχή περιορίζεται, διογκώνεται η απάθεια, ο κυνισμός και η δυσπιστία απέναντι στη δημοκρατική λειτουργία, ενώ οι κυβερνήσεις καταφεύγουν άλλοτε στην καταστολή και άλλοτε σε λύσεις δήθεν τεχνοκρατικού χαρακτήρα, παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Αριστερές, σοσιαλδημοκρατικές και οικολογικές  δυνάμεις μπορούν να δώσουν μια κοινή μάχη στο πεδίο υπεράσπισης της δημοκρατίας, ζητώντας τη θεσμοθέτηση μέσων ενδυνάμωσης της συμμετοχής της κοινωνίας και της προστασίας των δικαιωμάτων. Χρειάζεται να δώσουμε ένα πιο ουσιαστικό περιεχόμενο στην ίδια την έννοια της δημοκρατικής συμμετοχής, να έχει την αίσθηση ο κάθε πολίτης ότι ακούγεται ή παρεμβαίνει στο πολιτικό πεδίο ώστε να μην γίνεται βορά στις διαθέσεις του ακροδεξιού λαϊκισμού. Και χρειάζεται επίσης να διεκδικήσουμε τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την γενναιότερη προώθηση της πολιτικής ενοποίησης, αλλά και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δήμου ως φορέα της κυριαρχίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Το δεύτερο πεδίο είναι αυτό των ανισοτήτων και των κοινωνικών αποκλεισμών. Αναφερόμαστε σε εισοδηματικές ανισότητες που διευρύνουν το χάσμα πλούσιων και φτωχών μεταξύ χωρών αλλά και εντός των κοινωνιών. Αναφερόμαστε σε ανισότητες πρόσβασης στην εκπαίδευση και στην υγεία. Αναφερόμαστε σε ανισότητες τύπου κέντρου-περιφέρειας. Αναφερόμαστε σε αποκλεισμούς στη βάση του φύλου, της φυλής, της εθνότητας, της ηλικίας, της οικονομικής κατάστασης. Όλα αυτά συγκροτούν ένα πλαίσιο ανισοτήτων που οδηγεί τμήματα της κοινωνίας στην περιθωριοποίηση και τα ωθεί σε αποστράτευση και ενίοτε σε ακραίες πολιτικές λύσεις. Αριστερά και σοσιαλδημοκρατία μπορούν να διεκδικήσουν προοδευτική φορολογία με στόχο την αναδιανομή, ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα κατανέμει με κοινωνικά δίκαιο τρόπο τους πόρους, ένα νέο κοινωνικό κράτος που θα καλύπτει το σύνολο της κοινωνίας, την ενίσχυση της κοινωνικής Ευρώπης του κοινωνικού πυλώνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, την πάλη ενάντια σε όλες τις διακρίσεις και τους αποκλεισμούς.

Το τρίτο πεδίο είναι αυτό της κλιματικής αλλαγής. Το επίδικο εδώ είναι η βιωσιμότητα των ανθρώπινων κοινωνιών. Η ανάγκη να ανακτήσουμε μία νέα σχέση με το περιβάλλον, η οποία θα αποτρέψει μια κλιματική καταστροφή. Εδώ προφανώς οι αριστερές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις συμπράττουν με τις δυνάμεις της οικολογίας, ακολουθώντας ωστόσο ένα συγκεκριμένο πρόταγμα: η κλιματική κρίση βαθαίνει τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες·χρειάζεται επομένως μια οργανική σύνδεση του κοινωνικού και του οικολογικού ζητήματος καθώς κανένα από τα δυο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε βάρος του άλλου. Η υποστήριξη, αλλά και η ριζοσπαστικοποίηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας λειτουργεί σαν μονόδρομος για την αντιμετώπισης της διπλής πρόκλησης. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη το εξής. Κανένα πολιτικό πρόγραμμα ή εγχείρημα δε δύναται να ευδοκιμήσει χωρίς κοινωνική κινητοποίηση. Οι αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να ενεργοποιήσουν την κοινωνία προς αυτήν την κατεύθυνση και να μην επιτρέψουν η πάλη ενάντια στην κλιματική κρίση να συρρικνωθεί στην ανάδειξη απλώς  νέων πεδίων κερδοσκοπίας όπως επιδιώκουν κάποιες ελίτ. 

Το τέταρτο πεδίο είναι αυτό της τεχνολογίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού, της λεγόμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης.  Το επίδικο σε αυτό το πεδίο είναι ο δημοκρατικός έλεγχος των εξελίξεων, ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης, η κατανομή των επιδράσεων που θα προκύψουν από την ψηφιακό μετασχηματισμό, αλλά και οι όροι πρόσβασης των κοινωνιών στις νέες ψηφιακές δυνατότητες, η αποτροπή φαινομένων ψηφιακού αποκλεισμού. Πώς επιδρά αυτή η διαδικασία στην εργασία; Διαμορφώνει νέες δυνατότητες για περισσότερο ελεύθερο χρόνο ή αντίθετα παγιώνει νέες μορφές εκμετάλλευσης; Εδώ μπορούν να παρέμβουν ενεργά οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας για να διεκδικήσουν νέους όρους της ψηφιακής (πλέον) εργασίας. Η κατανομή του νέου ψηφιακού πλούτου, ο έλεγχος των τεχνολογικών κολοσσών, το νέο παραγωγικό μοντέλο που αναδύεται, ο βαθμός εξοικείωσης και γνώσης των πολιτών με τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών είναι ζητήματα για μια προοδευτική ατζέντα. Μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες για να εμβαθύνουμε τη δημοκρατία και τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο αλλά αυτό εξαρτάται, και εδώ, όπως ήδη είπαμε, από τις δυνάμεις που θα ελέγξουν τις σχετικές διαδικασίες 

Η αναζήτηση ενός κοινού βηματισμού των δυνάμεων της Αριστεράς όλων των αποχρώσεων καθώς και της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και δυνάμεων της πολιτικής οικολογίας, είναι αναγκαίος, αλλά δεν είναι εύκολος ούτε θα είναι ευθύγραμμος δρόμος. Σε τμήματα πχ της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί κάποιος να διαπιστώσει κατά καιρούς επιβιώσεις προκαταλήψεων του παρελθόντος. Στο χώρο  της οικολογίας επίσης δεν κατανοείται πάντα η ανάγκη σύνδεσης του οικολογικού με το κοινωνικό πρόβλημα, στο πλαίσιο ενός συνολικού πολιτικού σχεδίου. Στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας όπως αυτή εκφράζεται από το ΚΙΝΑΛΛ, υπάρχουν δυνάμεις που ετεροκαθορίζονται από αντισύριζα συμφέροντα και έχουν ως επιλογή τους τη σύμπλευση με τη συντηρητική Δεξιά. Ωστόσο, η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να ανακτήσει την ικανότητα αυτοπροσδιορισμού της και  να επιλέξει ως τι είδους πολιτική δύναμη θέλει να επιβιώσει. Ως μέρος ενός προοδευτικού σχεδίου για την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό ή ως δεκανίκι της κοινωνικής καταστροφής που οργανώνει η συντηρητική Δεξιά; Την ώρα που κάποιες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας υπηρετούν πλέον ανοιχτά αυτήν την τελευταία επιλογή, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προσφέρει μία προοδευτική διέξοδο. 

Advertisement

Αν τα παραπάνω αποτελούν πράγματι «κελεύσματα των καιρών», τότε αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το αν και πως η κάθε πολιτική οντότητα θα ανταποκριθεί σ αυτά τα κελεύσματα, δεν θα είναι ουδέτερο για τις γενικότερες εξελίξεις αλλά ούτε για τη δική της ύπαρξη.