Connect with us

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Νίκος Παπανδρέου: Προσπάθεια συγγραφής για τα οραματικά χρόνια του ΠΑΣΟΚ, Κυριακή των Βαΐων

Published

on

Αρθρο του Νίκου Παπανδρέου

Ψάχνω, σκέφτομαι, προσπαθώ να περιγράψω τα πιο σύνθετα αισθήματα που έζησα πριν πολλά χρόνια, όταν πολλοί από εμάς ζούσαμε σαν μέσα σε ένα όνειρο, όταν ξυπνάγαμε με μια πίστη για το μέλλον. Αυτό το όραμα για το μέλλον όριζε τις κινήσεις μας στο παρόν, καθοδηγούσε σχεδόν τις επιλογές μας, από τα ρούχα που φοράγαμε και τις ταβέρνες που συχνάζαμε, σίγουρα τις παρέες μας, αλλά έφτανε ως και το επάγγελμα που διαλέγαμε. Μας έδινε μια ηθική πυξίδα αλλά πέραν όλων, ένα ιδιαίτερο νόημα στην καθημερινότητα, επειδή η κάθε θετική πράξη μετρούσε ως μια κίνηση που θα μας έφερνε πιο κοντά σε ένα απόμακρο αλλά προσιτό και ορατό όραμα. Έτσι οι ημέρες ήταν σαν ραντισμένες με μια χρυσόσκονη που φώτιζαν τα πάντα.

Στο προκείμενο:

Θυμάμαι το βράδυ της τελευταίας ομιλίας του Ανδρέα στο Σύνταγμα στις εκλογές του 1985. Είχα έρθει από Αμερική πριν δυο εβδομάδες για να ψηφίσω και να προλάβω να πάω σε συγκεντρώσεις στην επαρχία, στην Λάρισα, στην Κεφαλονιά, στην Θήβα…. Είχα πάει στην κεντρική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Θεσσαλονίκη την προηγούμενη μόλις εβδομάδα. Ήταν η πιο μεγάλη που είχα δει ποτέ και ίσως από τις πιο μεγάλες της μεταπολίτευσης. Έπιανε από τον Λευκό Πύργο ως την πλατεία Αριστοτέλους και πέραν των 5 χιλιομέτρων κόσμου, η θάλασσα ήταν γεμάτη με ψαροκάϊκα να ανεμίζουν σημαίες του ΠΑΣΟΚ.

Στην συγκέντρωση στο Σύνταγμα πήγα με μια φίλη μου, για να έχω και παρέα ώστε να μπούμε μαζί στον κόσμο – ανώνυμα – και να παρακολουθήσουμε τα τεκταινόμενα όπως όλοι, να παθιαστούμε, να χειροκροτήσουμε, και να φωνάξουμε λυτρωτικά συνθήματα κατά της δεξιάς….να δούμε από τα χαμηλά την όλη «παράσταση» Ανδρέα στο μπαλκόνι.

Επειδή σπούδαζα στην Αμερική και μονίμως απουσίαζα – τότε τα μίντια ήταν αλλιώς από σήμερα – κανείς δεν με γνώριζε. Το προτιμούσα έτσι. Η ανωνυμία μεταξύ άλλων σήμαινε ότι εύκολα μπορούσα να συμμετάσχω όπως ολοι στο Σύνταγμα. Παρά το ότι με είχε καλέσει ο Ανδρέας να έρθω μαζί του στον όροφο της ομιλίας, δεν πήγα, όπως δεν είχα ανέβει μαζί του στο ξενοδοχείο στην Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν μόνο ότι με έπιανε κάποια σεμνοτυφία.

Με έπιανε – από πολύ μικρός –  ένα ανεξήγητο στρες όταν έβλεπα τον Ανδρέα σε στιγμή ομιλίας. Τον έβλεπα μπροστά απ’ τον κόσμο, να κοκκινίζει, να ανεβάζει τους τόνους, και είχα πάντα ένα είδος performance anxiety, το άγχος σχεδόν του γονιού, παρά ότι ήμουν ο γιος, που βλέπει το παιδί του στην θεατρική παράσταση και ελπίζει να μην ξεχάσει τις λέξεις που έχει αποστηθίσει. Και όλες του οι κινήσεις, η παύση για νερό, η παύση για ρητορικούς λόγους, ο άτυπος διάλογος που ανέπτυσσε όταν απαντούσε σε κάποιο σύνθημα από την πλατεία μου προκαλούσαν, για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, μια αφόρητη ζαλάδα, ένα στρες χωρίς προηγούμενο. Νομίζω φοβόμουν την θνητότητά και ευθραυστότητά του, και είχα πάντα έναν εφιάλτη ότι θα κατέρρεε μπροστά στα μάτια μας. Γι’ αυτό και για άλλους λόγους, δεν ήθελα να είμαι δίπλα του τις στιγμές του θριάμβου του. Ίσως πέραν τούτου εκεί στο μπαλκόνι έπαυε πια να είναι ο οικείος «πατέρας» μου αλλά άλλος εντελώς άνθρωπος που δινόταν ολόκληρος στον κόσμο και στις πλατείες που τον απορροφούσε σαν να εξαρτιόταν όλη του η ζωή από την ομιλία αυτή.

Advertisement

Υπήρχε και ένας λόγος ακόμη: ότι εκεί πάνω στον όροφο του μπαλκονιού, πριν εμφανιστεί επικρατούσε μια αφόρητη νευρικότητα από τους παρευρισκόμενους, μια τσαντίλα, ένα άγχος και μια δουλικότητα που εμένα με ακύρωνε. «Του πήρες νερό; Έχει δέσει σωστά την γραβάτα; Πως τον βλέπεις, κοιμήθηκε καλά;» και άλλες αντίστοιχες παιδικές απορίες σαν να ήταν ο ίδιος παιδί. Αυτή η δουλικότητα με εκνεύριζε αφάνταστα. Τέλος, με αυτό τον τρόπο και πολλούς ακόμη διάφορους τρόπους («είδες την ομιλία? Έβαλε για το υπουργείο μου τίποτα καλό;») έβλεπα ότι όλοι οι ενήλικοι μετατρέπονταν σύσσωμοι σε ένα είδος ταπεινής ανυπαρξίας, να παραγκωνίζονται ασύστολα. Αυτή η μετατροπή σχεδόν όλων εκεί πάνω που είχα γνωρίσει πολλές φορές, με τράνταζε. Έτσι το βλέπω τώρα που αναλύω από μακριά τις αντιδράσεις μου. Άλλοι ήθελαν να φανούν έστω για ένα δευτερόλεπτο δίπλα στον Ανδρέα, και έσπρωχναν τους εαυτούς τους δειλά δειλά προς το μπαλκόνι, μπας και δεχτούν λίγη από την αστερόσκονη του Ανδρέα. Για αυτούς τους κάπως σύνθετους λόγους που πρώτη φορά καταγράφω και αναλύω, κατανοείται πως δεν έβλεπα με καλό μάτι όλη την φασαρία γύρω από τον αρχηγό επειδή ήταν σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση από τις αρχές της αλλαγής, από τις αρχές της ισότητας και της αυτοθυσίας που βλέπουμε σήμερα, για παράδειγμα, σε όλο το ιατρικό προσωπικό του κόσμου.

Παρά τον όγκο του κόσμου, παρά τις προβλέψεις ότι το ΠΑΣΟΚ θα κερδίσει και αυτές τις εκλογές, δεν είχα πειστεί. Ήταν μια εποχή κορύφωσης της έντονης πόλωσης, με το γνωστό φαινόμενο των «πράσινων» και «γαλάζιων» καφενείων να κυριαρχεί σε πολλά χωριά. Αν πέρναγες μπροστά από περίπτερο της ΝΔ κρατώντας σημαία του ΠΑΣΟΚ, εκτός από βρισίδι, μπορεί να έτρωγες ξύλο. Ο αντίπαλος του Ανδρέα, ο «εφιάλτης» όπως τον έλεγε τον Μητσοτάκη, κατηγορούσε τον Ανδρέα για αυταρχισμό, και στις ομιλίες του έλεγε ότι ο Ανδρέας ήθελε ένα καθεστώς τύπου Καντάφι και η απάντηση στο σύνθημα της «αλλαγής» ήταν η «απαλλαγή». Έβγαλαν και μια συνέντευξη της πρώτης Ελληνοαμερικανίδας γυναίκας του Ανδρέα που τον χαρακτήριζε σαν επικίνδυνο και ανισόρροπο, με ψυχικά προβλήματα. Από την πλευρά του ο Ανδρέας έδινε έμφαση στην αριστερά και τα αντι-δεξιά ένστικτα περί αυταρχικού κράτους και «την αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις της προόδου, της δημοκρατίας, της Αλλαγής, με τις δυνάμεις της αντίδρασης, της εξάρτησης, του αυταρχισμού.”

Τότε άλλωστε η τρέλα των δημοσκοπήσεων δεν μας είχα κτυπήσει κατακέφαλα όπως τώρα. Σήμερα γίνεται συνωστισμός των γκάλοπ. Τότε ο καθένας έκανε τις δικές του προβλέψεις, ουσιαστικά βάση ένστικτού και εμπειρίες. Στο Καστρί μάλιστα ο Ανδρέας ζητούσε από τους υπουργούς του να γράψουν σε ένα μεγάλο τεφτέρι τις προβλέψεις του σε ποσοστά σε όλα τα κόμματα. Σε αυτό το άτυπο lotto θυμάμαι σχεδόν πάντα κέρδιζε ο Ανδρέας…..

Φοβόμουν όμως εκείνο το βράδυ ότι ίσως ο κόσμος είχε κουραστεί από ακριβώς τέτοιες παθιασμένες συγκεντρώσεις. Ίσως, έλεγα στον εαυτό μου, ίσως δεν ήθελε και τόσες μεταρρυθμίσεις και τόση αντιπαράθεση, τόσες φωνές… ήθελε Μάνο και όχι Μίκη… και έτσι εξέφρασα στην φίλη μου τις αμφιβολίες μου παρά το μεγαλείο της συγκέντρωσης.

«Μα δεν είσαι καλά,» μου είπε απότομα, ή κάπως έτσι θυμάμαι να μου έχει απαντήσει. Ήταν ήδη δύο τα ξημερώματα ήδη. Μας είχε πάρει περίπου τρεις ώρες να αδειάσει ο κόσμος από την πλατεία για να μπούμε στη συνέχεια στο μικρό καφέ μου Χοντάκι.

Σταματήσαμε στο φανάρι στους Αμπελόκηπους. Πέρναγε μια ομάδα νεαρών, περίπου είκοσι σε αριθμό. Έσκιζαν τις αφίσες του ΠΑΣΟΚ και ανέβαζαν εκείνες της Νέας Δημοκρατίας. «Είδες οργάνωση η Νου Δου?» είπε σίγουρος ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. «Ως αύριο θα έχουν εξαφανίσει τα ίχνη μας,» είπα, απογοητευμένος με το θέαμα.

Περίμενα να φύγουν για να περάσαμε αλλά δεν συνέχισα. Αντιθέτως, σταμάτησα μπροστά στο θέατρο Αθήναιον να βγω απ’ το αμάξι να κατεβάσω τις φρέσκιες αφίσες της ΝΔ ως χρέος ενός φανατικού τότε οπαδού του «Κινήματος», και όχι μόνο. Είχα ηθική και οικογενειακή υποχρέωση.  Οι νέοι συνέχιζαν το έργο τους στην Αλεξάνδρας, και είχαν απομακρυνθεί όταν κατέβασα ην πρώτη αφίσα από μια κολόνα. Τότε είδα το εξής: Να εμφανίζονται σιγά σιγά και μετά σαν χείμαρρος πέντε, δέκα και μετά περίπου πεντακόσια άτομα. Κράταγαν αφίσες του ΠΑΣΟΚ. Αλλά δεν ήταν μια χούφτα νέων. Ήταν οικογένειες ολόκληρες, με άνδρες, γυναίκες, γιαγιάδες, παππούδες ως και μικρά παιδιά. Κράταγαν αφίσες, κουβάδες και βούρτσες. «Αν είναι έτσι αυθόρμητη η στήριξη, σαν να πηγαίνουν σε γιορτή, αν έχει βγει η οικογένεια ολόκληρη στις δύο το βράδυ,» είπα στην φίλη μου «έχει τελειώσει από τώρα. Κερδίσαμε…»

Advertisement

Έκατσα και παρακολούθησα το απίστευτο θέαμα της «γιορτής» αυτής. Όταν πέρασαν όλοι, ορισμένοι να τραγουδάνε και το γνωστό τραγούδι για τον πράσινο ήλιο, πήγα σπίτι την φίλη μου (πλατωνική σχέση άλλωστε….) και κοιμήθηκα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Το Σάββατα της τελευταίας μέρας πριν την ίδια την ψηφοφορία ήταν πάντα η χειρότερη ημέρα. Για όλους τα νεύρα ήταν στα ύψη από την προσμονή της κάλπης την Κυριακή (σ’ αυτήν την περίπτωση, στις 2 Ιουνίου).

Δύσκολο να αναπαραστήσει κανείς τον ενθουσιασμό και το πάθος της τότε εποχής από συγγραφικής άποψης, χωρίς να ηρωοποιήσει τα κεντρικά πρόσωπα, χωρίς να μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιεί κλισέ και στερεότυπα.

Όλα αυτά σήμερα είναι σχεδόν θολά. Είχα φυσικά την σπάνια ευκαιρία να βρω πολλά άτομα που είχαν τις ίδιες μνήμες με μένα και ήθελα να τις μοιραστούν και μαζί μου, στην πρόσφατη μου προεκλογική εκστρατεία για την Ευρωβουλή. Τα ταξίδια μου στην επαρχία ιδιαιτέρως ήταν σαν να μαζεύω θραύσματα μιας ιστορικής συνείδησης, σαν να περπατάω σε ένα παλιό σπίτι κτισμένο από ιστορίες και μνήμες ενός έντονου παρελθόντος. Για πολλούς που ήθελαν να μου τα πούνε, φαινόταν ότι και για εκείνους ήταν η εποχή όπου όλα είχαν ένα ιδιαίτερο πάθος και γι’ αυτό το λόγο το συγκεκριμένο παρελθόν έλαμπε σαν φωτιά ανάμεσα στις πολλές συσσωρευμένες τους μνήμες.

Αφορμή για το παραπάνω «ξέσπασμα» δεν είναι μόνο το βιβλίο που δουλεύω – ως νοητική απόδραση από την απομόνωση την εποχή της πανδημίας. Πρωί πρωί και Κυριακή των Βαΐων αντί να κάνω το σταυρό μου, διάβασα στο διαδίκτυο ένα απρόσμενο κείμενο γραμμένο από μια γνωστή προοδευτικής φεμινίστρια δοκιμιογράφος, την Vivianne Gornick. Έγραψε μια νέα εισαγωγή για ένα βιβλίο που είχε γράψει πριν 40 χρόνια που εκθείαζε τους κομμουνιστές της Αμερικής. Η ίδια μεγάλωσε με δυο γονείς, μέλη του Αμερικάνικου κομμουνιστικού κόμματος. Τώρα μετά από πολλά χρόνια αναγνωρίζει τα καλά αλλά και τα στραβά του ΚΚΑ. Αλλά το βιβλίο της, όταν το έβγαλε τέλη της δεκαετίας του 1960, προκάλεσε σειρά αρνητικών κριτικών και δεν πούλησε. Ένα πρόβλημα λέει σήμερα, είναι ότι ηρωοποίησε τους κομμουνιστές τόσο πολύ που με τον νεανικό ενθουσιασμό έκανε τον κάθε αριστερό στο βιβλίο της όμορφο, έξυπνο και ήρωα. Λέει σήμερα όμως ότι δικαιολογείται αυτή η ηρωοποιήσει, και γι΄ αυτό μεταφράζω ένα απόσπασμα απ’ την καινούργια εισαγωγή της επανέκδοσης. Προσπαθεί να αποτυπώσει τι ήταν που την τράβηξε και εκείνη στον κόσμο των γονιών της, τους «πιστούς» και αγωνιστές της κοινωνικής προόδου.

«Υπάρχει ένα είδος πολιτιστικού ήρωα – ο καλλιτέχνης, ο επιστήμονας, ο στοχαστής – ο οποίος συχνά χαρακτηρίζεται ως κάποιος που ζει μόνο για το «έργο» του. Η οικογένεια, οι φίλοι, οι ηθικές του υποχρεώσεις είναι σε δεύτερη μοίρα, το ιερό «έργο» έρχεται πρώτο. Ο λόγος για τον οποίο η «εργασία» έρχεται πρώτη – στην περίπτωση του καλλιτέχνη, του επιστήμονα, του στοχαστή – είναι ότι η άσκησή του έργου του φωτίζει την ζωή του με μια αίσθηση εσωτερικής «έκφρασης» που δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο συναίσθημα. Για να αισθάνεσαι όχι μόνο απλά ζωντανός αλλά να έχεις «έκφραση», σημαίνει ότι έχεις φτάσει σε ένα κεντρικό σημείο ύπαρξης. Αυτή η πίστη στην ουσία της ύπαρξης ακτινοβολεί το νου, την καρδιά και το πνεύμα όπως τίποτα άλλο. Πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, από τους αριστερούς που αισθάνθηκαν προορισμένοι για μια ζωή με σοβαρό ριζοσπαστισμό, βίωσαν την ζωή τους κάπως έτσι. Οι ζωές τους, γεμάτες πάθος για τα ιδεώδη της κοινωνικής δικαιοσύνης, ακτινοβολούσαν με αυτό το φως και οι ίδιοι ένιωθαν εξαιρετικά επικεντρωμένοι. Αυτή η ουσία πυράκτωνε στο σκοτάδι. Αυτό ήταν που τους έκανε όμορφους, εκφραστικούς, και συχνά ηρωικούς.»

Ψάχνοντας αυτές ακριβώς τις ημέρες για τέτοιους «ήρωες» ποιος θα αρνηθεί ότι τους βλέπουμε κάθε μέρα? Είναι το ιατρικό μας προσωπικό. Ηρωικό έργο, με όλα τα στοιχεία της προσήλωσης στο καθήκον τους όπως και ο «ήρωες» με τους οποίους μεγάλωσα. Έχουμε ανάγκη να προσωποποιήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, όπως έχουμε ταυτίσει τις ελπίδας μας σε πολλούς γιατρούς και νοσοκόμες και όλο το υγειονομικό μας προσωπικό. Εκεί πια σήμερα στρέφεται αυτή η ανάγκη που έχουμε για να πιστέψουμε σε κάτι που βρίσκεται έξω από εμάς, όπου βλέπουμε προσωποποιημένη την θυσία, τον εθελοντισμό, την αλληλεγγύη, την στοργή, τον επαγγελματισμό, και την αγάπη για τον συνάνθρωπο, όλοι εκείνοι που αψηφούν τον κίνδυνο θάνατο για να τιμήσουν τον όρκο τους.

Με αυτούς τους σύγχρονους ήρωες θα ξαναβρούμε κάτι σαν την σωστή θρησκευτική ευλάβεια όχι τόσο για άτομα και πρόσωπα αλλά για τον επαγγελματισμό τους και την τυφλή αφιέρωση στο «έργο» τους την εποχή της Πανδημίας.

Advertisement

Επιστρέφοντας όμως στην αρχή του δοκιμίου αυτή την ιδιαίτερη Κυριακή των Βαϊων, βλέπω τα σύνθετα αισθήματα που ανακαλύπτω αν σκάψω λίγο βαθύτερα. Στην περίπτωσή μου θέλω δεν θέλω, τα σημεία αναφοράς του σήμερα προέρχονται από τον κεντρικό ήρωα της τότε εποχής. Χωρίς να το έχω επιλέξει, ήταν και ο κεντρικός διαμορφωτής της δικής μου προοδευτικής συνείδησης και γενιών ολόκληρων.

Όπως είπε ένα απ’ τα εγγόνια του Ανδρέα σε μια εκδήλωση μνήμης πριν κάποια χρόνια, για εκείνον ο Ανδρέας ήταν ένας μυθικός ήρωας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Κολοκοτρώνης σε ένα άτομο. Αναρωτήθηκε με στενοχώρια μάλιστα που έχουν πάει αυτοί οι ήρωες την σημερινή εποχή… Καλά κάνει και αναρωτάει γιατί είναι μια απορία που δεν έχει μόνο εκείνος, αλλά η χώρα ολόκληρη, για να μη πούμε η Ευρώπη ολόκληρη….