ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Αγγελική Αδαμοπούλου για φαινόμενα λογοκρισίας: “Είναι τραγικά εύκολο για ένα «πανοπτικόν» να φιμώνει ανεξέλεγκτα λόγια και εικόνες”
Μόλις πριν δύο εβδομάδες δημοσιεύτηκε ο Νόμος 4779/2021, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην έννομή μας τάξη η ευρωπαϊκή Οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, έντονη δημόσια κριτική προκάλεσε το άρθρο 8 σχετικά με την απαγόρευση υποκίνησης σε βία ή μίσος, κατά κύριο λόγο επειδή παρέπεμπε στις «αντιτρομοκρατικές» διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Ν. 4689/2020. Υπό την πίεση των γενικευμένων αντιδράσεων, ο κ. Λιβάνιος αφαίρεσε το επίμαχο εδάφιο από το κείμενο του άρθρου, το οποίο έλαβε τελικά την εξής μορφή: «Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου.»
Με μια πρώτη ματιά, η ρύθμιση φαντάζει εν πολλοίς θαυμάσια. Άλλωστε, ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει βάσιμα με μια διάταξη που επιδιώκει τον αποκλεισμό της ρητορικής μίσους και διακρίσεων από τις οπτικοακουστικές παραγωγές που αναπαράγονται δημόσια; Ωστόσο, κάποιοι λιγοστοί επιμέναμε ότι αυτή είναι μια μάλλον βιαστική και πρόχειρη εκτίμηση, και πως το άρθρο 8 -ακόμη και μετά την τροπολογία- παρέμενε ισχυρή ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ελεύθερης έκφρασης συνολικά. Και τούτο γιατί η ιστορική εμπειρία και οι θεμελιακές αρχές του πολιτισμού μας απορρίπτουν αναφανδόν την επιβολή θεμιτής λογοκρισίας στη βάση μιας τόσο αόριστης απαγόρευσης.
Η επίμαχη διάταξη δεν παραπέμπει σε γνωστό και δοκιμασμένο κανόνα δικαίου, ούτε απαντά στα κρίσιμα: πώς και από ποιον ορίζεται η υποκίνηση σε βία ή μίσος; Ποιος και με ποιες προϋποθέσεις δικαιούται να «κατεβάζει» οπτικοακουστικό έργο ή να μην το αναπαράγει; Πόσο ανεξάρτητα και διάφανα λειτουργεί αυτός ο «διώκτης, κριτής και δήμιος»; Τι συμβαίνει όταν το έργο αυτό είναι ταυτόχρονα και έργο Τέχνης; Τι δικαιώματα και ενώπιον τίνος μπορεί να αντιτάξει άμεσα και αποτελεσματικά ο δημιουργός ή ο διαμοιραστής του έργου;
Όταν ένας νόμος δεν απαντά σε αυτά και σε άλλα τόσα καίρια ερωτήματα, τότε μόνο την ανασφάλεια δικαίου και την αυθαιρεσία υπηρετεί. Όταν ο ίδιος αυτός νόμος παραχωρεί άνευ όρων τόσο βαριά κατασταλτική εξουσία σε τόσο λίγους και αγνώστους να λογοκρίνουν κατά βούληση τόσο πολλούς, τότε μόνο ως εργαλείο μιας εξελισσόμενης δυστοπίας μπορούμε να τον βλέπουμε. Ζητήσαμε απόσυρση της διάταξης, ευρεία διαβούλευση, επανεξέταση, και εκ νέου -σοβαρή, πλέον- νομοθέτηση. Οι εκκλήσεις μας δεν εισακούσθηκαν.
Δυστυχώς, οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών ήρθαν να δικαιώσουν πολύ κυνικά τις βαθιές μας αυτές ανησυχίες. Η επιβολή σκληρής λογοκρισίας από τη Facebook σε αναρίθμητες αναρτήσεις για φλέγον ζήτημα της επικαιρότητας απέδειξε περίτρανα ότι είναι τραγικά εύκολο για ένα «πανοπτικόν» να φιμώνει ανεξέλεγκτα λόγια και εικόνες που δεν εμπεριέχουν καν υποψία υποκίνησης. Πληροφορίες αναφέρουν ότι λογοκριτής είναι μια πολύ γνωστή ελληνική εταιρία υπηρεσιών τηλεφωνικής υποστήριξης και εισπράξεων στην οποία έχει αναθέσει η Facebook τέτοιες αρμοδιότητες. Μάλιστα, σύμφωνα με καταγγελίες, η φίμωση δεν σχετίζεται με κάποιο γενικό φίλτρο που ενεργοποιήθηκε αυτόματα, αλλά με εντολή να κατασκευαστεί αλγόριθμος λογοκρισίας και αποκλεισμού ειδικά για το συγκεκριμένο περιστατικό.
Τέτοιες απαράδεκτες πρακτικές καταφέρνουν βαριά πλήγματα στη Δημοκρατία και στα δικαιώματα των πολιτών. Δημιουργούν όλες τις προϋποθέσεις για τη μετάβαση στον απολυταρχισμό της κατασκευασμένης συνείδησης. Καταρρακώνουν την ελευθερία του ατόμου και της κοινωνίας και καταργούν κάθε έννοια δικαιοκρατικής εγγύησης. Αλλά το πιο θλιβερό είναι πως όλα αυτά συμβαίνουν με τη σφραγίδα των νόμων.